.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἐξομολόγησις τῆς προσωπικῆς του ἐξουθενώσεως



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΓ΄


Ποιός Θεός εἶναι ὅμοιος σου, Κύριε; Ποιός;
Μέγας στήν ἁγιότητα, φοβερός καί ὑμνολογημένος,
πού κάνει τέρατα καί σημεῖα!

Ἀργά σέ γνώρισα, φῶς ἀληθινό,
ἀργά σέ γνώρισα ἐγώ.
Μπροστά στά μάτια μου, τοῦ μάταιου,
στεκόταν καί μ᾿ ἐμπόδιζε ἕνα σύγνεφο μεγάλο καί σκοτεινό,
ὥστε νά μήν ἔχω τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης,
καί νά μή βλέπω τῆς ἀλήθειας τό φως.

Στροβιλιζόμουν μέσα στό σκοτάδι,
τοῦ σκοταδιοῦ ὁ γυιός,
καί ἀγαποῦσα τό σκοτείνιασμα,
ἀγνοῶντας τό φῶς.

Τυφλός ἤμουν καί τήν τύφλωσι ἀγαποῦσα,
κι ἀπό σκοτάδι σέ σκοτάδι πορευόμουν.

Ποιός μ᾿ ἔβγαλε ἀπό ἐκεῖ, ἐμέ τόν τυφλωμένον;
Ἐμένα πού καθόμουν στόν ἴσκιο τοῦ θανάτου;

Ποιός μέ πῆρε ἀπ᾿ τό χέρι καί μ᾿ ἔβγαλε ἀπό κεῖ;
Ποιός εἶναι πού μέ φώτισε;

Δέν τόν ἀναζητοῦσα ἐγώ, αὐτός μ᾿ ἀναζητοῦσε.
Δέν ζητοῦσα ἐγώ τή βοήθεια του,
αὐτός μέ κάλεσε κοντά του.

Ποιός εἶν᾿ αὐτός;

Σύ Κύριε ὁ Θεός μου «ὁ συμπονετικός καί ἐλεήμων.
Ὁ Πατέρας τῆς συμπόνοιας καί Θεός κάθε παρηγοριᾶς».
Σύ ὁ Θεός μου ὁ Ἅγιος,
πού σέ ὁμολογῶ μ᾿ ὅλη μου τήν καρδιά,
κι εὐχαριστῶ τό ὄνομά σου.

Δέν σέ ἀναζητοῦσα ἐγώ, ἐσύ μέ ἀποζήτησες.
Δέν σέ ἐπικαλέστηκα ἐγώ, ἐσύ μέ ἀνακάλεσες.

Μοῦ ἔδωσες τό ὄνομά σου – μέ λένε χριστιανό –
βρόντησες ἀπό ψηλά καί μέ φωνή μεγάλη
στό ἐσωτερικώτερο αὐτί τῆς καρδιᾶς μου – καί εἶπες:
Γεννηθήτω φῶς, καί ἐγένετο φῶς.
Καί ὑπεχώρησε τό μέγα σύγνεφο,
ἔλυωσε καί ἔτρεξε κάτω σάν τό νερό
καί ἔφυγε ἡ σκοτεινή συννεφιά πού σκέπαζε τά μάτια μου.
Καί σήκωσα τά μάτια μου, εἶδα τό φῶς σου,
ἀναγνώρισα τή φωνή σου καί εἶπα:

Ἀληθινά, Κύριε, «Σύ εἶσαι ὁ Θεός μου,
πού μ᾿ ἔβγαλες ἀπ᾿ τό σκοτάδι καί ἀπό τόν ἴσκιο τοῦ θανάτου
καί μέ κάλεσες ἐπάνω, στό φῶς, τό θαυμαστό, τό δικό σου».

Καί νά τώρα βλέπω.

Εύχαριστῶ ἐσένα πού μέ φώτισες.

Καί ἐπέστρεψα,
καί εἶδα καθαρά τό σκότος πού μέ κάλυπτε,
καί τή ζοφερή ἄβυσσο ὅπου κειτόμουν.

Καί τρόμος μέ κρατοῦσε καί ξαφνιάστηκα καί εἶπα:
Ὥ, ὥ, σέ ποιό σκοτάδι μέσα ἔπεσα!
Ἀλλοί, ἀλλοί, τί τύφλωσι ἦταν αὐτή,
ὅπου δέν μποροῦσα τοῦ οὐρανοῦ τό φῶς νά ἰδῶ!
Ἀλλοίμονο ποιά ἄγνοια μέ εἶχε κυριέψει,
ὅταν δέν σέ γνώριζα, Κύριε!

Σ᾿ εὐχαριστῶ, λοιπόν,
τό φωτοδότη μου καί λυτρωτή μου,
διότι ἔλαμψες ἀπάνω μου καί σέ γνώρισα.

Ἀργά βέβαια σέ γνώρισα, ὥ ἄναρχη ἀλήθεια,
ἀργά σέ γνώρισα, ἀλήθεια προαιώνια.

Γιατί ἐνῶ σύ ἤσουν στό φῶς,
ἐγώ ἤμουν στό σκοτάδι,
καί δέν σέ γνώριζα,
οὔτε καί μποροῦσα νά φωτισθῶ χωρίς ἐσένα.

Γιατί δέν ὑπάρχει, βέβαια, χωρίς ἐσε κανένα φῶς.

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!




ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ
Τοῦ θείου καί Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ

Ἐκδοτικός οἶκος Βασ. Ρηγοπούλου
Θεσσαλονίκη 1973

http://hristospanagia3.blogspot.gr