.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«Αὐτὸς ποὺ πέφτει δὲν σηκώνεται;»



Ο προφήτης ­Ἱερεμίας, «ὁ τῶν ­προφη­τῶν συμπα­θέστατος», μὲ προφητι­κὴ δύναμη ὡς «στόμα Θεοῦ» ­κηρύττει μετάνοια στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό. Ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ χρησιμο­ποι­εῖ φαίνεται ἁπλούστατο στὴ διατύ­πωσή του, ἀλλ’ εἶναι πειστικότατο: «Τά­δε ­λέγει Κύ­­ριος· μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται; ἢ ὁ ἀποστρέφων οὐκ ἀναστρέ­φει;» Αὐτὰ λέει ὁ Κύριος: ­Μήπως ἐκεῖνος ποὺ πέφτει, δὲν ­σηκώνεται; Ἢ μήπως ἐκεῖνος ποὺ ἔχασε τὸν δρόμο του, δὲν προσπαθεῖ νὰ τὸν βρεῖ πάλι καὶ νὰ ἐπιστρέψει (Ἱερ. η΄ 4);
Πράγματι· δὲν ὑπάρχει ὑ­­­γιὴς ἄνθρωπος ποὺ νὰ πέφτει, εἴτε γιατὶ σκόνταψε εἴτε γιατὶ γλίστρησε, εἴτε γιὰ κάποια ἄλλη αἰτία, καὶ νὰ λέει: Ἀφοῦ ἔπεσα, ἂς μείνω γιὰ πάντα πεσμένος. Ἀπεν­αντίας, μόλις πέσει, κάνει ἀμέσως προσπάθεια νὰ σηκωθεῖ. Ἀκόμη κι ἂν ἔχει βαριὰ τραυματισθεῖ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σηκωθεῖ μόνο μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, φωνάζει βοήθεια νὰ ἔλθουν ἄλλοι νὰ τὸν σηκώσουν. Παρόμοια κινητικότητα ἐκδηλώνει κι αὐτὸς ποὺ ἔχασε τὸν δρόμο του. Δὲν λέει: Ἀφοῦ ἔχασα τὸν δρόμο μου, ἂς μείνω γιὰ πάντα ἐδῶ. Ἀλλὰ ψάχνει νὰ βρεῖ τὸ μονοπάτι, προσπαθεῖ νὰ προσανατολισθεῖ, ρωτάει κι ἄλλους ἀνθρώπους, μέχρις ὅτου βρεῖ τὸν δρόμο του καὶ ἀκολουθήσει τὴ σωστὴ πορεία.

Τὸ ἴδιο ὄφειλε νὰ κάνει καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός. Τὸ ἴδιο ὀφείλουμε νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς. Μόλις πέφτουμε στὴν ἁμαρτία, ἀμέσως νὰ σηκωνόμαστε μὲ τὴ μετάνοια. Χωρὶς χρονοτριβή! Μόλις χάνουμε τὸν δρόμο μας, νὰ μὴ συνεχίζουμε νὰ βαδίζουμε στὰ σκοτάδια τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».
Ὅμως στὴν πράξη, τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός; Δυστυχῶς δὲν τὸ ἔκανε πάντοτε. Ἄλλοτε ­παρουσιαζόταν σκληρὸς καὶ ἀμετανόητος κι ἄλλοτε ἀλ­ληθώριζε πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Τὸ κάνουμε τάχα ἐμεῖς; Δυστυχῶς, οὔτε κι ἐμεῖς τὸ κάνουμε πάντοτε. Ἄλλοτε μένουμε στὴν πτώση μας κι ἄλλοτε συνεχίζουμε νὰ βαδίζουμε σὲ λάθος δρόμο.
Τὸ προφητικὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ἀναφέρει ρητῶς ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ τῶν ἐσχάτων ἀντὶ νὰ μετανοοῦν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ νὰ δίνουν δόξα στὸν ἅγιο Θεό, θὰ παραμένουν ἀμετανόητοι στὶς πτώσεις τους καὶ θὰ ἐξακολουθοῦν νὰ προσκυνοῦν τὰ δαιμόνια καὶ τὰ εἴδωλα (ις΄ 9· θ΄ 20).
Τόσο πολὺ γοητεύει τὸν ἄνθρωπο ἡ εὐπερίστατη ἁμαρτία, ποὺ δὲν ­ἐννοεῖ νὰ τὴν ἀποχωρισθεῖ. Ὅπως τὸ ἄγριο ζῶο ποὺ τραυματίζει τὴ γλώσσα του, γλείφον­τας μία λίμα, ἐξακολουθεῖ νὰ τὴ γλείφει, διότι εὐχαριστεῖται ἀπὸ τὴ γεύση τοῦ αἵματος, ἔτσι κι ὁ ἀμετανόητος ἄνθρωπος, παρόλο ποὺ τραυματίζεται ἁμαρτάνοντας, ἐξακολουθεῖ νὰ ἁμαρτάνει, διότι δελεάζεται ἀπὸ τὸ ἀπατηλὸ προσωπεῖο της.
Ὅμως ἡ ἀμετανοησία μας λυπεῖ τὸν ἅγιο Θεό, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀνακαλεῖ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ προφήτου Ἱερεμίου λέγοντας: «Γιατί ὁ λαός μου μένει στὴν ἠθικὴ πτώση του καὶ πορεύεται σὲ λάθος δρόμο, ἀντὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸ σωστὸ καὶ σωτήριο;» (Ἱερ. η΄ 5).
Εἶναι ὁπωσδήποτε πτώση μεγάλη ἡ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ τὸ νὰ παραμένουμε στὴν πτώση μας εἶναι ἀκόμη χειρότερο κακὸ ποὺ παροργίζει τὸν ἅγιο Θεό. «Οὐκ ἐγκαλῶ, φησίν, ὅτι ἔπεσας. Ἀλλ’ ὅτι μένεις ἐπὶ τῷ πτώματι, τοῦτό με παροξύνει». Δὲν σὲ κατηγορῶ τόσο πολὺ ποὺ ἔπεσες, ὅσο σὲ κατηγορῶ ποὺ παραμένεις στὴν πτώση σου. Αὐτὸ μὲ ἐξοργίζει περισσότερο, τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 64, 844).
Γράφει ἀκόμη ὁ χρυσορρήμων Πατὴρ σ’ ἕνα μοναχὸ ποὺ ὀνομαζόταν Θεό­δω­ρος: «Οὐ δεινόν, ὦ φίλε Θεόδωρε, τὸ πα­λαίοντα πεσεῖν, ἀλλὰ τὸ μεῖναι ἐν τῷ πτώματι» (PG 47, 369). Δὲν εἶναι φοβε­ρὸ νὰ πέσει ὁ παλαιστής, ἀλλὰ νὰ παραμείνει πεσμένος κάτω στὸ χῶμα. Δὲν εἴμαστε ἄπτωτοι οἱ ἄνθρωποι. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς «Κλίμακος» ὅτι «ἀγ­­γέλων ἐστὶ τὸ μὴ πίπτειν... ἀνθρώπων δὲ τὸ πίπτειν καὶ πάλιν ἀνίστασθαι, ὁ­­­σάκις ἂν τοῦτο συμβῇ», νὰ πέφτουν, ἀλ­­λὰ καὶ νὰ σηκώνονται πάλι ὅταν πέσουν (Κλῖμαξ Δ΄, κζ΄).
Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ μένουμε στὴν πτώση μας, ἀλλὰ νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἐὰν ­μετανοοῦμε εἰλικρινῶς, ὁ ἅγιος Θεὸς θὰ δέχεται τὴ με­­τάνοιά μας καὶ θὰ μᾶς συγχωρεῖ. «Οὐκ ἔστιν ἁμαρτία ἀσυγχώρητος, εἰ μὴ ἡ ἀ­­­μετανόητος», γράφει ὁ ­ὅσιος ­Ἰσα­ὰκ ὁ Σύρος (Ἀσκητικά, Λόγος Λ΄). Μό­­νο οἱ ἀμετανόητες ἁμαρτίες μας ­πα­­ραμέ­νουν ἀσυγχώρητες. Ὅλες οἱ ἄλ­­­λες ­συγχω­ροῦνται.
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς «Κλίμακος» συμ­βουλεύει τὰ τραύματά μας νὰ θεραπεύονται ὅσο ἀκόμη εἶναι φρέσκα καὶ ζεστά. Διότι τὰ χρόνια καὶ ­παραμελημένα τραύματα δύσκολα θεραπεύονται (Κλῖ­μαξ Ε΄, ιβ΄). Τὸ ἄριστο ­βεβαίως εἶ­ναι νὰ ἀποστρεφόμαστε τελείως τὴν ἁ­­­μαρτία. Νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ μὴν ἁμαρτάνου­με. Ἀλλὰ κι ἂν ­ἁμαρτήσουμε, ἀμέ­σως νὰ σηκωνόμαστε. Κι ἂν ­ξαναπέ­σουμε στὴν ἁμαρτία, πάλι νὰ σηκωνό­μαστε. «Ἐὰν πά­λιν ἁμάρτῃς, πά­λιν ­με­τανόησον»! Τὸ «πίπτ’ ἔγειραι» τῶν ἀ­­σκητικῶν βιβλίων αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει: Μόλις πέφτουμε, νὰ σηκωνόμαστε. Νὰ ­προσερχόμαστε στὸ φιλάνθρωπο Μυστήριο τῆς ἱερᾶς ­Ἐξομολογήσεως καὶ νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ συγχώρηση. Μέχρις ὅτου μᾶς πάρει ὁ ἅγιος Θεὸς στὴ Βασιλεία Του, ὁ­πό­τε θὰ παύσουμε πλέον νὰ ­πέ­­φτουμε.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

http://aktines.blogspot.gr