.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Κάποτε ένας Θεοσεβής Ιερέας Λειτουργούσε του Αγίου Δημητρίου.......



Κάποτε ένας θεοσεβής ιερεύς, λειτουργούσε του Αγίου Δημητρίου, τον οποίον ευλαβείτο πολύ, λόγω του ότι ήτο μεσοβδόμαδα, οι χριστιανοί στο ναό ήσαν λίγοι. Η λειτουργία προχώρησε και έφθασε η στιγμή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. «Τα σά εκ των Σών», έσκυψε βαθιά βαθιά και διάβασε την ευχή, «έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν». Ανορθώθηκε και είπε «και ποίησον τον μεν άρτον τούτον», «τω δε εν τω ποτηρίω τούτο μεταβαλλών» και τα λοιπά, αμήν, αμήν, αμήν, για να μην λέμε όλες τις λέξεις ... Και μια φοβερή άστραπή ήλθε απ' το πουθενά,απ' τον ουρανό ... δεν ξέρει. Απ' την κόχη του Αγίου Βήματος ... δεν ξέρει. Απ' τον τρούλο του ναού; .. τον Παντοκράτορα, τον Κύριο.. δεν ξέρει, δεν κατάλαβε.

Εκείνο που είδε και ένοιωσε είναι ότι η αστραπή ήλθε και κτύπησε πάνω στην Αγία Τράπεζα, χράπ.. και την χώρισε στα δύο, χωρίς να αγγίξει τα Τίμια Δώρα. Και κείνος έμεινε βουβός και άφωνος. Γεμάτος έκπληξη και δέος και φόβο, ιερό φόβο, και τότε τα πάντα περιελούσθησαν από τον ανέσπερον, τον άδυτον ήλιον της Τρισηλίου Θεότητος. Πρωτόγνωρα αισθήματα τον κατέλαβαν, δεν μπορούσε ο καημένος να μου τα περιγράψει. Ήτο εκστατικός για αρκετά λεπτά και άφωνος και ακίνητος. Τι είδους ουράνια αστραπή ήταν αυτή; Και τι ήθελε να δηλώσει, τι να σφραγίσει, τι να επιβεβαιώσει; Και τότε αυθόρμητα, παρά τη βουβαμάρα του, φώναξε από μέσα του, από μέσα του, όμως, από μέσα του βγήκε η δυνατή κραυγή χωρίς να ακουστεί προς τα έξω. «Κύριε είσαι ο αληθινός Θεός, ο Σωτήρας του κόσμου». «Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν», ξανάλεγε και ξανάλεγε ο ιεροψάλτης αλλά, που να συνέλθει ο ευλογημένος εκείνος παππούλης. Τελικά ο μπάρμπα Γιώργος ο ψάλτης μπήκε στο ιερό να δει τι γίνεται. Και με το «έ παπά», που του είπε, «τι θα γίνει με σένα, ακόμα να συνέλθεις», «τι έπαθες, είσαι καλά;» όλα επανήλθαν στη φυσικότητά τους. Με τις φωνές του ψάλτου συνήλθε ο ιερεύς, σηκώθηκε, πήρε το θυμιατό μόνος του, έβαλε θυμίαμα και, τρεμάμενος, είπε «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου, Υπερευλογημένης» και τα λοιπά.

Μετά απ' αυτό το συνταρακτικό γεγονός για λίγον καιρό, πριν απ' τον καθαγιασμόν των Τιμίων Δώρων, αν δεν είχε κάποιο παιδάκι μέσ' στο Άγιον Βήμα, έβγαινε στην Ωραία Πύλη και φώναζε «Ε, μπάρμπα Γιώργο, έλα δω, έλα μεσ' στο Ιερό, κάτσε εδώ στην Αγία Τράπεζα, δίπλα και γονάτισε». «Μπάρμπα Νίκο, μπάρμπα Κώστα, μπάρμπα Γιάννη...», τους φώναζε λοιπόν έναν έναν. Του είχε δημιουργηθεί, τρόπον τινά, όπως το διεπίστωσε και ο ίδιος, ένας ιερό φόβος, μη τυχόν ξανασυμβούν τα ίδια φοβερά πράγματα τα οποία, ως άνθρωπος χωμάτινος και αμαρτωλός, δεν μπορούσε πλέον να αντέξει.

Απομαγνητοφωνημένα κηρύγματα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου