.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΝΗΣΤΕΙΑ



Το όλο θέμα της νηστείας έχει κάπως έτσι: κατά μία πρώτη εκδοχή, πάμε να νηστεύσουμε λίγο–πολύ κάπως «καταστατικά» στην αρχή, στερούμενοι κάποια συγκεκριμένα είδη βρώσεως: «από γάλα, από αυγά, από ψάρι και από κρέας» (ορισμένοι, μάλιστα, βαστάνε πιο πολύ ακόμη ώστε να νηστεύουν με ακρίβεια απέχοντας και από λάδι κάποιες μέρες, αν όχι τις περισσότερες μέρες).

Όλα καλά κι όλα ωραία, δηλώνουμε προθυμία και ζήλο και είμαστε οι «πρώτοι» σ’ ετούτο το νηστειακό άθλημα· το ξέρουμε, το ξέρουν κι άλλοι μαζί μας, μέσα στο θρησκευτικό στίβο εισπράττουμε αρκετή αναγνώριση. Κατόπιν, όταν η ρουτίνα σφιχταγκαλιάσει τον αγώνα μας, όπως είναι αναμενόμενο, ο εαυτός μας θα πλήξει και δεν θ’ αντέξει για πολύ τη μοναξιά της κρυφής ή ακριβοθώρητης άσκησης και με το παραμικρό θ’ ανοίγεται προς την αλάνα της επιβράβευσης και των επαίνων του φλύαρου κόσμου και των φλυαρότερων ανθρώπων του.

Πριν ν’ αγωνιστούμε για τα καλά, έχουμε ήδη «αγιαστεί» και το έχουν πάρει χαμπάρι αυτό όλοι. Φαίνεται να είναι το μόνο εύκολο αυτό για ’μας, γιατί είναι στο αίμα μας, ξέρουμε με κάθε «ασκητική» ευκαιρία πώς να αυτοαγιαζόμαστε και πώς να κομπάζουμε και άρα στην ουσία να απωθούμε το αληθινό πνεύμα της σιωπηλής και καρτερικής ορθοδοξίας. Απλά, δεν υπάρχουμε!

Κατά μία δεύτερη εκδοχή, πάμε να νηστεύσουμε πάλι από όλες τις παραπάνω τροφές και, για κάποιο λόγο, από κάποια άγνωστη αφορμή ή ανεξέταστη αιτία, βλέπουμε ότι στη σχέση με τον εαυτό μας και στη σχέση του εαυτού μας με τους συνανθρώπους μας, έχουμε μέσα μας άφθονη, ακμαία και ακαταλάγιαστη κατάκριση, καταλαλιά, συκοφαντία, μνησικακία, έχθρα, υποκρισία, αφιλία, ψυχρότητα, δόλο, ζήλεια, φθόνο, ταραχή, θυμό, ίδιο θέλημα, αξιώσεις, απαιτήσεις, πολυποίκιλες αντιδράσεις γνωστής ή αγνώστου προελεύσεως, εγωισμό, φιλαυτία, κάθε ονομαστή ή ακατανόμαστη κακία…

Και γίνεται μετά τούτη η νηστεία «μας», μια δοκιμασία, μια θηλιά κι ένας βραχνάς, ένα άπιαστο όνειρο, ένας εφιάλτης των κανόνων, μια ακροβασία και ένα τάνυσμα ανάμεσα στο «ημικολάσιμο» ή στο «τέρμα κολάσιμο», μια στέρηση που δε μας φέρνει τη χαρά, μια ψυχοφθόρα αυτοδικαίωση, ένας κούφιος αγώνας, μια αστεφάνωτη και λυπηρή άσκηση, μια ανιαρή σύνθλιψη και δυσκολία, μια ακατανόητη πίεση, μια απογοητευτική ακύρωση όλης της πνευματικότητας, ίσως και μια βεβήλωση της όποιας θεωρίας είχαμε σα σημαία να κυματίζει μέσα μας, μια τεχνική που εμφαίνει ή καλύπτει το κενό μας, μια διαστρέβλωση του ορισμού της αληθινά θεάρεστης πράξης, ένα συνεχές περιφερόμενο τίποτα που συνοδεύεται πάντα μ’ ένα νοθευμένο φωτοστέφανο. Η νηστεία που πάμε να δοκιμάσουμε εγωικά και υπερήφανα μας ελέγχει κανονικά κι εμείς δραπετεύουμε από το καθαρτήριο φέγγος της. Και, όσο αποφεύγουμε το φέγγος της, τόσο παραμένουμε στο σκοτάδι των παθών του εαυτού μας.

Όλα τα ξέρει και όλα τα καταλαβαίνει η συνείδηση του ανθρώπου κι ας μην ομολογεί κάτι κι ας μην παραδέχεται πολλά κι ας μην εξωτερικεύει απολύτως τίποτα. Από τη εσωτερική φωνή και από την αντίληψη της καρδιάς μας, που ουσιαστικά είναι η φωνή και ο τρόπος του Θεού μέσα μας, ο εαυτός μας δεν μπορεί να κρυφτεί και του είναι εντελώς αδύνατο στο τέλος να μην πειστεί και να μη συμφωνήσει.

Στη συνέχεια, βλέπουμε και διαπιστώνουμε ότι ο μεγαλύτερος εχθρός και ο πιο κάθετος αντικείμενος της αγίας νηστείας του Χριστού, της νηστείας όλων των Αγίων και της νηστείας των πιστών τέκνων της Εκκλησίας, είναι ανομολόγητα ο ίδιος ο τρυφηλός, απαίδευτος και ευμαρής εαυτός μας: όλα τα φίλαυτα κύματα είναι μέσα μας, μας σωριάζουν παταγωδώς και μας κάνουν πάντα ν’ απορούμε μέσα στην αισθητά πνευματική ανημποριά μας.


Τι γίγαντες που γίνονται στ’ αλήθεια τα μυρμήγκια της πονηρίας μέσα μας, καμιά φορά, αν όχι όλες τις φορές! Τα βλέπουμε και τα εννοούμε όλα! Πλούσια η γκάμα στα εσώψυχά μας: Αντιδράσεις, γογγυσμοί, αδιαφορίες, αρνήσεις, ενστάσεις, διαμαρτυρίες της λογικής, συχνές επικλήσεις στη φυσική αδυναμία, αδιάφορες ανυπακοές στον καθαρμό που προτείνει η ασκητική Εκκλησία μας, επιζήμιες υπακοές προς το ανίσχυρο τάχα του οργανισμού μας, λεπτές εγκεφαλικές προσπεράσεις του τύπου «το παν δεν είναι η νηστεία», εύκολες και αβίαστες αυτοπαραιτήσεις με σαθρά επιχειρήματα του πονηρού, του ευνόητου που γίνεται το πιο ανόητο: «πάνω απ’ όλα η αγάπη». Μέσα μας φέρουμε χίλιες γλώσσες ανέντιμων δικαιολογιών ίσα για να μη νηστεύσουμε, να μη λάβουμε Χάρη του Θεού, να μην αγιαστούμε, να μην ευλογηθούμε, να μη βιώσουμε και να μη χαρούμε το μυστήριο της Ανάστασης, της εν Χριστώ ζωής στη ζωή μας.

Βάλτε μυστικά ένα άδολο «νηστειόμετρο» στις σχέσεις σας και δείτε αθόλωτα τα σπασμωδικά πλοκάμια του πειρασμού ν’ ακουμπάνε όλο το εύρος της καθημερινής μας ζωής. Από παντού εμποδίζεται ή δυσχεραίνεται η αγία μαρτυρία και η παραδοσιακή πράξη της ορθόδοξης νηστείας. Αιώνες, χρόνια και ζαμάνια τώρα, αλλά ιδίως σήμερα, όλος ο άθεος και αντίθεος κόσμος και το σκληρό σύστημα της αποστασίας του, έχει ήδη προαποφασίσει για ’μας, για τις καρδιές μας, για τις σχέσεις μας, για τον τόπο μας και για το μέλλον του τόπου μας: Οι νεοέλληνες πρέπει με κάθε φανερό και αφανή τρόπο να σβήσουν και να πεθάνουν πνευματικά από την απιστία και την αμετανοησία τους. Και η κατάλυση, η αθέτηση, η καταπάτηση της νηστείας είναι η πρώτη και τελευταία απόδειξη της δικής μας απιστίας και αμετανοησίας. Ζήτω η εκκοσμίκευσή μας, εύγε στην αλλοτρίωσή μας και δόξα στον απαράμιλλο χαμό μας!

Όλ’ αυτά, ναι, οπωσδήποτε υπάρχουν μέσα μας, αν δεν έχουμε μια στάλα από πόθο Χριστού και μια καρδιά που λίγο–πολύ να λιώνει στη φλόγα του Πνεύματος. Όμως, κανένας βαπτισμένος Χριστιανός δεν έχει το δικαίωμα στην αποκαρδίωση και στην απελπισία. Υπάρχει λύση και διέξοδος, αν ταπεινωθούμε με χαρά και με θεία επίγνωση και αν δεν χρεώσουμε τίποτα στον Χριστό και στη Χάρη Του: δεν είναι Αυτός ο φταίχτης μας, δεν είναι Αυτός που μας παιδεύει και μας βασανίζει, γιατί πολύ απλά Αυτός είναι ο αιώνιος και μοναδικός Σωτήρας μας. Δεν έχει ανάγκη Αυτός τη νηστεία μας, όσο έχουμε απόλυτη ανάγκη εμείς από την ανείπωτη Χάρη που δίνει Αυτός και αυτή στη ψυχή μας· στη ψυχή που πάντα επιθυμεί ν’ αγωνίζεται, όχι για το «βραβείο» και για τον «έπαινο», αλλά γιατί δε βαστάει άλλο να νιώθει, από τη μια την απερινόητη αγάπη του Θεού τόσο γι’ αυτήν προσωπικά όσο και για όλο τον κόσμο και, από την άλλη, να νιώθει το θολόμαυρο πέλαγος των αμαρτιών της να βρίσκεται μέσα στη στέρνα του χοϊκού εαυτού της.

Κι όταν δεν βαστάμε άλλο από αγάπη, τότε είναι που είμαστε ικανοί να κάνουμε τα πάντα για χάρη της! Και πρώτα απ’ όλα να νηστεύσουμε, επιτέλους καρδιακά, ελεύθερα, απλά, αμήχανα, ακομπλεξάριστα, ταπεινά και θεοδοξαστικά. Δε γίνεται να νηστεύει κάποιος δίχως τη χάρη της νηστείας που δίνει ο Θεός, μια και η νηστεία είναι ο δικός Του κενωτικός τρόπος. Δε γίνεται να νηστεύσει κάποιος δίχως τη θεϊκή αγάπη και το θείο πόθο. Γιατί η νηστεία, είναι πρωτίστως έκφραση αγάπης και πιστότητας. Στερούμαι για να μπορώ να πληρωθώ και να γεμίσω. Γεμίζω από αυτό που δεν μ’ αφήνει ποτέ να αδειάσω και να στερηθώ ποτέ. Και αυτό είναι η Χάρη του Θεού· η ζωή της ζωής μου. Η ζωή μου γίνεται μια κεχαριτωμένη και αβάρετη νηστεία, δηλαδή μια κραταιή και άφοβη αγάπη, που γνωρίζει πώς να υπερβαίνει τον άρτο, το σώμα, την ανάγκη, τη βαρύτητα, την πτώση, το χρήμα, την εξαγορά, κάθε μικρό, ευτελές και ποταπό, την ίδια την αμαρτία που κομίζει υποσχέσεις πληρότητας, δίχως να την επιτυγχάνει ποτέ.

Η νηστεία που γίνεται κατά μίμηση του Ίδιου του Χριστού (Εκείνος άλλωστε μας έδειξε καθαρά την οδό της νηστείας), γίνεται το μυστικό της αθανασίας μας και απεργάζεται κάθε αναφαίρετη ευλογία στη ψυχή μας. Και η πιστή ψυχή επιθυμεί μόνο με τη νηστεία του Χριστού να ετοιμάζεται και να λαμπρύνεται εν όψει του ερχομού του Νυμφίου της. Και ο Νυμφίος όταν έρθει, φέρνει και το τέλος κάθε κόπου και οδύνης, το πέρας κάθε άσκησης και θλίψης, γιατί φέρνει τη χαρά και την ευφροσύνη του ιερού Γάμου μας μ’ Αυτόν. Και αυτός ο Γάμος είναι το Πάσχα μας, το Πάσχα κάθε ψυχής. Ποιας ψυχής; Της ψυχής που δεν ενδοίασε, δεν δίστασε και που τόλμησε και νήστεψε, γιατί αγάπησε. Και όσο αγάπησε, τόσο ευλογήθηκε και ζωοποιήθηκε και αναστήθηκε μια για πάντα. Και μετά από αυτό, κάθε νηστεία θα έχει λάβει το ευλογημένο τέλος της, γιατί απλά θα έχει εκπληρώσει εκ των πραγμάτων το σκοπό και το νόημά της. Πού; Πρωτίστως μέσα στη ψυχή μας και έπειτα μέσα στον καθημερινό μας αγώνα και τις σχέσεις μας, τους συνανθρώπους μας, τα σπιτικά και τον κόσμο μας…

π. Δαμιανός