.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΧΑΣΤΟΥΚΙΣΑ ΕΝΑΝ ΙΕΡΕΑ…



Ένα πρωινό, καθώς κατηφόρισα από τις Καρυές για το Κάθισμα του Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται εκατό μέτρα πριν από την Ιερά Βασιλική Μονή Κουτλουμουσίου, συνάντησα έναν γεροδεμένο και ψηλό άνδρα, περίπου πενήντα πέντε ετών.

Στην αρχή με ακολούθησε χωρίς να μου μιλήσει, αλλά προτού φθάσω στον αυλόγυρο του Αγίου Νικολάου, με σταμάτησε ζητώντας με συγνώμη και αμέσως προχώρησε στο θέμα που τον απασχολούσε.
–Γέροντα, μπορώ να σου μιλήσω;
–Εάν νομίζετε ότι πρέπει να μου πείτε κάτι, ευχαρίστως. Μόνο που, επειδή δεν πρέπει να στέκομαι όρθιος, ελάτε να καθίσουμε στην απλωταριά.

Με κάποιο δισταγμό και ανησυχία προχώρησε στον εσωτερικό χώρο του κελιού.
–Σας ακούω. Εάν θέλετε, μου λέτε τ’ όνομά σας.
–Όχι, δεν πρέπει να μάθετε ποιος είμαι.
–Πάντως, το δικό το καλογερικό όνομα είναι Ιούστος.
–Μη με παρεξηγείτε, που δεν σας είπα τ’ όνομά μου. Είμαι αντιστράτηγος εν ενεργεία και θέλω να κρατήσω ανωνυμία.
–Δεν έχω αντίρρηση. Από μένα τι θέλετε;
–Να εξομολογηθώ σε σας, γιατί έχω κάνει κάτι που με βασανίζει.
–Λυπάμαι, γιατί είμαι μόνο μοναχός και δεν μπορώ να δεχθώ την εξαγόρευσή σας. […]

–Γέροντα, να σου πω το αμάρτημα που με βασανίζει και δεν μπορώ να βαστάξω άλλο.
–Όπως σας είπα, στρατηγέ μου, είμαι μοναχός και δεν έχω το δικαίωμα να εκτελώ μυστήρια.
–Λοιπόν, γέροντα! Ας μην είσαι εξομολόγος. Το αμάρτημά μου είναι ότι χειροδίκησα και έβρισα έναν ιερέα.
–Πώς; Χειροδίκησες;
–Ναι. Του έδωσα δυο χαστούκια πολύ δυνατά.
–Και γιατί συμπεριφερθήκατε σαν κάφρος;
–Γιατί; Γιατί άκουσα να εξιστορεί στον υποδιοικητή μου ό,τι ένας αξιωματικός τού είχε πει στην εξομολόγηση. Έτσι, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την οργή μου εναντίον μου. Δυστυχώς, γέροντα, υπάρχουν κληρικοί που δεν σέβονται τα Μυστήρια της Εκκλησίας, αλλά είναι και ανάξιοι να δέχονται την αγάπη και την εμπιστοσύνη των λαϊκών και κοσμικών ανθρώπων. Γνωρίζω ότι διέπραξα μεγάλη αμαρτία. Γι’ αυτό θέλω να εξομολογηθώ και, μαζί με τα τόσα άλλα που έχω να καταθέσω, έχω να πω κι αυτή μου την πράξη.


–Δηλαδή, στρατηγέ, έχεις μετανοήσει για ποιο πράγμα;
–Γιατί χειροδίκησα και έβρισα ιερέα.
–Τι έβρισες;
–Τον παπά αυτόν με κοσμητικά επίθετα… Εσείς, τι πιστεύετε; Είναι βαρύ το αμάρτημά μου;
–Προσωπικά πιστεύω και φρονώ ότι τα κοσμητικά επίθετα μπορούσες να τ’ αποφύγεις, γιατί λερώνουμε τη δική μας ψυχή με λόγια απρεπή που μας κατεβάζουν πολύ χαμηλά. Όσο για τη χειροδικία, δεν θα εκφράσω γνώμη, γιατί αυτό που έκανε ο κληρικός είναι όντως πολύ βαρύ και κλονίζει την εμπιστοσύνη των ψυχών σ’ ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας, που είναι σωτήριο για όλους τους ανθρώπους πάνω στα όποια προβλήματα έχουμε (ψυχολογικά, κοινωνικά, σχέσεις με τα μέλη της οικογενείας μας και με τους άλλους ανθρώπους, δύσκολες στιγμές και καταστάσεις με τους συνεργάτες μας κτλ.) και που με μεγάλη πίστη προστρέχουμε στους πνευματικούς. Επίσης, εφόσον αυτός κατάργησε το απόρρητο της εξομολογήσεως, πρέπει να του απαγορευθεί πλέον να εξομολογεί ή να τον αποσχηματίσουν. Ας ελπίσουμε, τα χαστούκια που του έδωσες εσύ να τον συνετίσουν και να μετανοήσει για την τόση μεγάλη αμαρτία που διέπραξε. Μόνο που, κάποιοι άλλοι θα έπρεπε κανονικά να του τα δώσουν αυτά τα χαστούκια. Τώρα, εάν αγιάσει το χέρι σου, αυτό εγώ δεν το γνωρίζω. Γνωρίζω όμως με βεβαιότητα ότι, λόγια σαν κι αυτά που είπατε, δεν πρέπει να ξαναβγούν από τα χείλη σας.


Θα θυμάσαι ότι, όταν ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος είπε υποτιμητικά λόγια για τον αρχιερέα, χωρίς να γνωρίζει την ιδιότητά του, αμέσως δήλωσε ότι δεν γνώριζε ότι ήταν αρχιερέας. Προσωπικά πιστεύω ότι τα υβριστικά σας λόγια ήταν χειρότερα από τα χαστούκια. Γι’ αυτό άκουσε και μια τελευταία σκέψη μου: Δεν πρέπει επ’ ουδενί να μάθει ο αξιωματικός που εξομολογήθηκε το παράπτωμα του ιερέως. Και ακόμη, είναι απαραίτητο να του ζητήσεις συγνώμη για τα κοσμητικά επίθετα που του είπες.

Το πρόσωπο του στρατηγού απόκτησε μια ηρεμία. Με κοίταγε κατάματα μερικά δευτερόλεπτα και μου πρότεινε το χέρι του για να με αποχαιρετίσει σφίγγοντας με πολλή μυϊκή δύναμη το γεροντικό μου χέρι.
Στο τέλος, πρόσθεσε:
–Γέροντα, σ’ ευχαριστώ!
Όταν απομακρύνθηκε ο στρατηγός, πέρασα μέσα στον ναό, στάθηκα μπροστά στην εικόνα του Χριστού και ψέλλισα: «Χριστέ μου! Όλοι αυτοί που εξομολογούν, έχουν προετοιμαστεί γι’ αυτό το μεγάλο και σωτήριο έργο; Φώτισέ τους, Κύριε, να μην παίζουν με τα άγια και λυτρωτικά Μυστήρια της αγίας μας Εκκλησίας!...».

ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΟΥΣΤΟΣ ΜΠΡΟΥΣΑΛΗΣ

[Μοναχού Ιούστου Μπρούσαλη:
«Στο Άγιον Όρος
αναζήτησα γαλήνη και δύναμη»,
κεφ. 26ο, σελ. 189–193,
Διορθώσεις κειμένων:
Ευδοκία Χ. Παπαγγέλου
Εκδόσεις «Ζύμη» και
Κάθισμα Αγίου Νικολάου
Καρυές, Άγιον Όρος 2004.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]