.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο γέρος, το παιδί και ο γάιδαρος



Μια φορά κι έναν καιρό ένας γέρος καβάλα σ’ένα γαϊδουράκι, που το έσερνε ένα αγόρι, διέσχιζε ένα κεφαλοχώρι. Κάποιοι που τον είδαν είπαν: «Για κοίτα το γέρο, μάλλον ξεκούτιανε· απολαμβάνει τον περίπατο χωρίς να υπολογίζει το φτωχό αγόρι που μόλις το κρατούν τα πόδια του!

Ύστερα από λίγο ο γέρος κατέβηκε από το γαϊδούρι και ανέβασε το αγόρι, ενώ εκείνος προπορευόταν σέρνοντάς το από το καπίστρι του. Δεν πρόφτασαν να διανύσουν ούτε εκατό μέτρα και κάποιος τολμηρός σχολίασε μεγαλόφωνα: «Συγχαρητήρια! Οι γέροι να τρεκλίζουν και τα παλιόπαιδα καβάλα. Δεν υπάρχει πλέον σεβασμός στον κόσμο!» Το μικρό αγόρι το άκουσε και έγινε κατακόκκινο σαν την παπαρούνα από την ντροπή του. Παρακάλεσε το γέρο να ανεβεί και εκείνος στο γαϊδούρι και έτσι καβάλα κι οι δυο συνέχισαν την πορεία.

Προτού φτάσουν στην πηγή να ξεδιψάσουν και να ποτίσουν το ζωντανό, τους συνάντησαν κάποιο καραβάνι. Αντί για χαιρετισμό από τους ανθρώπους του καραβανιού δέχτηκαν ομοβροντία επιπλήξεων: «Έχετε σκοπό να ξεκάμετε το ζωντανό; Μήπως θα θέλατε να το φορτώσετε και κανένα αγκωνάρι για να ξεμπερδεύει μια ώρα γρηγορότερα;» είπαν. Χωρίς να μιλήσουν, το παιδί και ο γέρος ξεκαβαλίκεψαν αμέσως και συνέχισαν την πορεία τους αμίλητοι.

Φτάνοντας στην άκρη της άλλης πόλης κουρασμένοι και κάθιδροι ακούνε κάποιον να περνά δίπλα τους ψιθυρίζοντας: «Με τέτοια ζέστη και πάνε με τα πόδια! Τι τον έχουν το γάιδαρο, μόνο για να τον ταΐζουν;». Ο γέρος και το αγόρι αλληλοκοιτάχτηκαν.

-Αγόρι μου, είπε ο γέρος, οργάνωσε τη ζωή σου όπως εσύ νομίζεις ότι είναι ο καλύτερος τρόπος, επιλέγοντας εκείνο που δεν θα βλάψει το συνάνθρωπό σου ή τουλάχιστον που θα προκαλέσει τη μικρότερη ζημιά σε όλους. Έχε υπόψη σου ότι με τον τρόπο που θα ενεργήσεις ποτέ δεν θα συμφωνήσουν οι πάντες. Κάποιοι θα σε αποδεχθούν και κάποιοι όχι. Πάντα όμως θα υπάρχουν εκείνοι που θα σε κριτικάρουν!!!