.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Άγιος Βασίλειος: Τον Χριστιανό τον δοκιμάζει και τον φανερώνει ο πειρασμός με την υπομονή που θα δείξει!



Πολλές φορές συμβαίνουν ατυχίες και θλίψεις στη ζωή του ανθρώπου, ώστε και μ” αυτές να απο­δειχθεί ποιοί, πλούσιοι ή φτωχοί, είναι στερεωμένοι στην πίστη και δυνατοί.

Γιατί και οι δυο αυτές κατηγορίες των ανθρώπων δοκιμάζονται στην υπο­μονή.

Στον καιρό μάλιστα των πειρασμών και των θλίψεων, μπορεί να γίνει φανερό κατά πόσο, ο πλούσιος συμπάσχει με τους άλλους. Κατά πόσο δηλαδή ελεεί και αγαπά τους αδελφούς.

Ο φτωχός επίσης κατά πόσο δέχεται τις θλίψεις, ευχαριστώντας τον Θεό και όχι βλασφη­μώντας και αλλάζοντας εύκολα, ανάλογα με τις περιστάσεις, τα φρονήματά του. Ο κυβερνήτης φαίνεται το χειμώνα στις δυσκολίες που συναντά μέσα στα κύματα. Ο αθλητής δείχνει την αντοχή και την τέχνη του στο στάδιο. Ο στρατηγός φαίνε­ται στον πόλεμο. Και ο μεγαλόψυχος φαίνεται στη συμφορά.

Τον χριστιανό όμως τον δοκιμάζει και τον φανερώνει ο πειρασμός. Και όπως οι κόποι των αγώνων χαρίζουν τα στεφάνια στους αθλητές, έτσι και τους χριστιανούς τους πλουτίζει και τους οδη­γεί στην τελείωση η δοκιμασία των πειρασμών. Αυτό βέβαια συμβαίνει όταν κανείς δέχεται με την πρέπουσα υπομονή και την ευχαριστία ό,τι ο Θεός οικονομεί για τη σωτηρία τους, πράγμα που τον οδηγεί στην τελείωση.

Είσαι φτωχός; Μη λυπάσαι αλλά να έχεις την ελπίδα σου στον Θεό. Μήπως δεν βλέπει Εκείνος τη δυσκολία σου; Στα χέρια Του κρατάει την τροφή που σου χρειάζεται. Μειώνει απλά τη μερίδα, για να δοκιμάσει τη σταθερότητά σου και για να επι­βεβαιώσει την πίστη σου. Μήπως δηλαδή αυτή αποδειχθεί όμοια με εκείνη που έχουν οι ακόλα­στοι και οι αγνώμονες. Γιατί και αυτοί, όσο τους τρέφουν, τόσο και κολακεύουν λέγοντας χίλια γλυκόλογα, εξυμνώντας τους τροφοδότες τους. Μόλις όμως χορτάσουν και απομακρυνθούν λίγο από το τραπέζι, αρχίζουν να πετροβολούν με τα κακόλογά τους εκείνους που πριν από λίγο -και για χάρη της ευχαρίστησης του φαγητού- τους προσκυνούσαν.

Και συ λοιπόν τώρα, αδελφέ μου, έχε υπομο­νή στις συμφορές που σε βρήκαν. Πρόσεξε μήπως από τη φουρτούνα χάσεις την ειρήνη σου. Φρόντισε να μην πετάξεις το σταυρό σου, ο οποίος θα σε οδηγήσει στην απόκτηση της αρετής. Σαν βαρύτιμο θησαυρό κράτησε μέσα σου την ευχαριστία. Και τότε θα δεχθείς και συ διπλάσιο καρπό γι” αυτή την ευχαριστία σου. Θα σου χαρισθεί η απόλαυση των αγαθών και η ανάπαυση. Καρτερικός δεν είναι εκείνος που στερείται τα απαραίτητα και κατ” ανάγκη υπομένει, αλλά εκείνος που, ενώ τα έχει όλα με αφθονία, τον βρίσκουν ξαφνικά πολλές συμφορές και τις σηκώνει αδιαμαρτύρητα.

Είσαι άρρωστος; Να είσαι χαρούμενος. Γιατί «εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί» (Εβρ. 12, 6). Είσαι φτωχός; Να ευφραίνεται η ψυχή σου, γιατί σε περιμένουν τα αγαθά του φτω­χού Λαζάρου. Σε συκοφαντούν και σε κακομε­ταχειρίζονται για το Όνομα του Χριστού; Είσαι μακάριος, γιατί η καταισχύνη σου θα μετατραπεί σε δόξα αγγελική. Είσαι δούλος; Ευχαρίστησε τον Θεό και έτσι θα έχεις μαζί σου πάντα Εκείνον που ταπεινώθηκε περισσότερο από όλους τους ανθρώπους. Ευχαρίστησέ Τον, γιατί είσαι σε κα­λύτερη κατάσταση από κάποιον άλλο, γιατί ούτε σε καταναγκαστικά έργα σε έστειλαν, ούτε σε μαστιγώνουν.

Αν θελήσεις, θα βρεις αμέτρητους λόγους για τους οποίους πρέπει να ευχαριστείς τον Θεό. Σε ξυλοδέρνουν άδικα; Να χαίρεσαι με τη σκέψη της μέλλουσας ελπίδας. Δίκαια καταδικάσθηκες; Και πάλι να ευχαριστείς.

Αν θα φέρναμε στο νου μας τα κατορθώματα ανθρώπων της αρχαίας εποχής, όπως ορισμένων ποιητών ή συγγραφέων —παρόλο που αυτοί δεν ήταν χριστιανοί- και αν ακολουθούσαμε το παράδειγμα και τους λόγους τους, ακόμα κι απ” αυτούς θα είχαμε μεγάλο κέρδος.

Κάποτε, για παράδειγμα, έβριζε ένας άνθρω­πος της αγοράς τον Περικλή. Αυτός όμως δεν του έδινε καμιά σημασία. Αυτό κράτησε μια ολόκληρη ημέρα. Ο ένας έβριζε ασταμάτητα και τον βύθιζε σε πλήθος από κατηγορίες και ο άλλος δεν έδινε καμιά σημασία σε τίποτε από αυτά. Τελικά, όταν βράδιασε και έπεσε το σκοτάδι, τότε αποφάσισε και ο υβριστής να σταματήσει. Τότε λοιπόν, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, ο Περικλής τον ξε­προβόδισε φωτίζοντας το δρόμο του. Έτσι δεν έχασε, με κάποια αντεκδίκηση, το μισθό της υπο­μονής του.

Κάποτε άλλοτε, κάποιος έπεσε πάνω στον Σωκράτη και τον χτύπησε αλύπητα. Αυτός όμως δεν αντέδρασε, αλλά άφηνε να τον χτυπά, μέχρι που να ξεσπάσει όλη η οργή του. Τον χτύπησε μάλιστα σε τέτοιο σημείο, ώστε πρήσθηκε από τις πληγές ολόκληρο το πρόσωπό του. Μόλις εκείνος σταμάτησε να τον χτυπά, ο Σωκράτης, καθώς λένε, δεν του είπε τίποτα περισσότερο, παρά μονάχα έγραψε στο μέτωπό του -όπως συνήθιζαν τότε να γράφουν πάνω στα αγάλματα- το όνομα εκείνου που τον είχε φέρει σ” αυτή την κατάσταση: Ο τάδε με έκανε έτσι. Και αυτή ήταν μονάχα η αντίδραση και η άμυνά του.

Τον Ευκλείδη επίσης, κάποιος από τα Μέ­γαρα που θύμωσε μαζί του, τον απειλούσε με όρκο ότι θα τον σκότωνε. Τότε και εκείνος έκανε έναν άλλο όρκο. Ορκίσθηκε να τον κάνει να χάσει αυτή την οργή που είχε εναντίον του και να ξαναγίνουν φίλοι.

Σ” έναν γνωστό του Πυθαγόρα επίσης, τον Κλείνιο -ο οποίος βέβαια τον είχε μιμηθεί με κόπους και θυσίες— συνέβη κάτι που ακόμα και σήμερα στους χριστιανούς δύσκολα θα το συνα­ντούσαμε. Τί συνέβη λοιπόν σ’ αυτό τον άνθρωπο; Επειδή του ζητούσαν να ορκισθεί ότι θα δώσει οπωσδήποτε τρία τάλαντα, για να αποφύγει κάποια ζημιά που επρόκειτο να του κάνουν, εκείνος έδωσε περισσότερα από όσα του ζητούσαν. Κι αυτό δεν το έκανε ειρωνικά ή για να τους ξεγελάσει, αλλά το έκανε με την πρόθεση να τηρήσει την υπόσχεσή του. Γιατί, καθώς νομίζω, θα είχε ακούσει την εντολή εκείνη, η οποία και σήμερα μας απαγορεύει τον όρκο.

Να μιμηθείς λοιπόν τον Κλείνιο και τον Ευ­κλείδη στην τήρηση των εντολών, ώστε να ενεργείς καθώς και εκείνοι. Να εύχεσαι δηλαδή και εσύ για εκείνους που σε καταδιώκουν και να μην τους καταριέσαι. Γιατί, αν δεν είχε αυτός ασκηθεί από πριν σ” αυτά που τώρα και εγώ σας διδάσκω, δεν θα ήταν σε θέση να τα υπερβεί σαν τιποτένια και ασήμαντα.

Ας είναι μόνιμος σύντροφός σου, σαν άλλο φως και καθαρή διόπτρα, η εντολή του Θεού. Αυτή ας σου χαρίζει παντού και πάντα τη δωρεά της διάκρισης των περιστάσεων. Αυτή ας επο­πτεύει τον ορίζοντα της ψυχής σου για να σου φανερώνει την πραγματική και αληθινή κατάσταση των πραγμάτων και των περιστάσεων, που κάθε φορά θα αντιμετωπίζεις. Γιατί αυτή, ό,τι και να συμβεί, δεν θα σ’ αφήσει να χάσεις τη δύναμη και την ειρήνη της ψυχής σου.

Παράλληλα, να είσαι πάντοτε πνευματι­κά προετοιμασμένος, ώστε να αντιμετωπίζεις με ανδρεία και να υπομένεις με καρτερία, σαν σκόπελο που ξαφνικά ορθώνεται στο δρόμο σου, τις προ­σβολές των βίαιων κυμάτων και πνευμάτων, με τη Χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Αλγηδών η αγιότοκος: Η Υπομονή και η Ευχαριστία κατά τους Πατέρες»

Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου - Για τις αρρώστιες και συμφορές

Ο Μέγας Βασίλειος στο λόγο του, «ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεό», μας λέγει: 
«…Κάθε κακό δεν είναι κακό. Κακά είναι οι αμαρτίες· κακά δεν είναι όσα μας προκαλούν οδύνη στο σώμα, όπως είναι οι αρρώστιες και τα τραύματα του σώματος, η φτώχεια, οι ταπεινώσεις, οικονομικές ζημιές, θάνατοι συγγενών , τα οποία ενεργεί ( κατά παραχώρηση ) προς το συμφέρον της ψυχής ο σοφός και αγαθός Κύριος. Ο Οποίος αφαιρεί τον πλούτο από αυτούς που τον μεταχειρίζονται αμαρτωλά, για να καταστρέψει έτσι το μέσο του κακού. Παραχωρεί αρρώστιες, σ΄αυτούς που συμφέρει να είναι το σώμα τους δεμένο με τις αρρώστιες, παρά να είναι ελεύθερο για ν’ αμαρτάνει. Παίρνει με θάνατο εκείνους, που τους συμφέρει ο θάνατος παρά η παράταση της ζωής. Επίσης, προκειμένου να σταματήσει ο Θεός τις εκτεταμένες αμαρτίες, φέρει πείνα , ξηρασίες, κατακλυσμιαίες βροχές , που αποτελούν μάστιγες κοινές πόλεων και ολοκλήρων εθνών…»

Αλλού πάλιν ο Μέγας Βασίλειος μας λέγει τα εξής: 
«Οι αρρώστιες των πόλεων και των εθνών , οι ξηρασίες και οι αφορίες της γης, όπως και οι ατομικές θλίψεις ανακόπτουν την αύξηση των κακών. Αυτά τα είδη των μη πραγματικών κακών ενεργούνται από το Θεό, για ν’ αναιρέσουν την ενέργεια των αληθινών κακών, που είναι οι αμαρτίες. Επομένως ο Θεός αναιρεί το κακό (που είναι η αμαρτία) αλλά το (όντως) κακό δεν κατάγεται από το Θεό. Όπως ο γιατρός που δεν εισάγει την νόσο, αλλά αφαιρεί την νόσο από το σώμα. Οι αφανισμοί των πόλεων , οι σεισμοί και οι νεροποντές, οι καταστροφές στρατευμάτων και τα ναυάγια και όλες οι πολυάνθρωπες συμφορές, που ενεργούνται από τη γη, από τη θάλασσα, από τον αέρα, από τη φωτιά ή από οποιαδήποτε αιτία, γίνονται για τον σωφρονισμό των επιζώντων από το Θεό , που με εκτεταμένες μάστιγες ανακόπτει την πάνδημη αμαρτωλότητα…».
Δεν είναι δυνατό να επιτύχουμε με άλλο τρόπο τα αγαθά που μας έχουν απαγγελθεί, και να αξιωθούμε την βασιλείας των ουρανών , παρά μόνον αν οδεύσουμε τον εδώ βίο μας με θλίψη. 
Εάν είμαστε ξύπνιοι , προσεκτικοί, οι θλίψεις μάς οικειώνουν πιο πολύ με τον Δεσπότη , και μαθητεύουμε να είμαστε επιεικείς.
Ο Θεός δεν εμποδίζει τις θλίψεις να έλθουν , αλλά όταν έλθουν είναι παρών, εργαζόμενος να μας καταστήσει χρήσιμους και έμπειρους. 
Μην απελπίζεσαι, αλλά τότε, όταν έλθουν οι θλίψεις, περισσότερο να αφυπνιστείς, επειδή τότε οι προσευχές γίνονται πιο καθαρές.
Η θλίψη εργάζεται ισχυρούς τους θλιβομένους , τους κάμνει κατανυκτικούς καιταπεινώνει την διάνοια.
Είναι μεγάλο κατόρθωμα το να υπομένει κανείς την θλίψη με ευχαριστία.
Οι θλίψεις είναι τα κατάλληλα φάρμακα στα δικά μας ψυχικά τραύματα. Ο Θεός επιτρέπει να γίνονται αυτά για την θεραπεία των ιδικών μας ψυχών. 
…Κανείς δεν επικοινωνεί με τον Χριστό τρυφώντας και κοιμώμενος, αλλά εκείνος που βρίσκεται σε θλίψη και πειρασμό , αυτός στέκεται κοντά σε Εκείνον. 

Απο το βιβλιαράκι "Λυτρωτικά εφόδια για την σωστή αντιμετώπιση των θλίψεων" 
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Ναι! Υπάρχει Άη – Βασίλης! Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, ο Προστάτης των φτωχών!!!



Ευλογία φέρνει, όχι παιχνίδια – δεν είναι άγιος του εμπορίου, αλλά του παραδείσου!…

Ο Άγιός μας γεννήθηκε στην Νεοκαισαρεια του Πόντου το 330 μ.Χ. (όλες οι περιοχές που αναφέρουμε ήταν κάποτε ελληνικές ενώ σήμερα ανήκουν στην επικράτεια της Τουρκίας), σπούδασε στην Αθήνα σε φιλοσοφικές σχολές μαζί με τον φίλο του Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο [σημ.: ήταν μαθηματικός, γιατρός, δικηγόρος και (όπως θα λέγαμε σήμερα) φιλόλογος – και αργότερα έγινε μοναχός, ιερέας και επίσκοπος (“δεσπότης”) της Καισάρειας] και πέθανε σε ηλικία 48 ετών τον Δεκέμβριο του 378 μ.Χ. Κηδεύτηκε την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. και κάθε πρωτοχρονιά -όπως γνωρίζουμε- γιορτάζουμε την μνήμη του.

Ο Αη Βασίλης στα 48 χρόνια που έζησε, έκαμε τόσα πολλά για τους ανθρώπους που η ιστορία τον ονόμασε ΜΕΓΑ όσο ακόμα ζούσε. Ας δούμε όμως τι έκανε ο Άγιος Βασίλης κι έγινε Μεγας. Πρώτα πρώτα μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του! Από πολύ νέος γύμναζε τον εαυτό του στο πνεύμα και τον έβαζε σε σκληραγωγίες και, όπως λένε, άλλο δρόμο δεν γνώριζε εκτός αυτόν που οδηγούσε στο πανεπιστήμιο και στην εκκλησία. Σε μεγάλες επιδημίες που ταλαιπωρούσαν τον λαό αυτός ήταν παρών και βοηθούσε σωματικά και ψυχικά διδάσκοντας την πίστη του Χριστού [ήταν και γιατρός]. Ο Άη Βασίλης ήταν πολύ αυστηρός με αυτούς που ξέφευγαν από την σωστή πίστη, έλεγε και έγραφε την αλήθεια θαρραλέα και μάλιστα δεν δίστασε να ελεγξει ακόμη και αυτοκράτορες.
Συμπλήρωσε με ευχές την Θεία Λειτουργία που ακουμε αυτές τις ημέρες στην εκκλησία και φέρει το όνομά του (“Λειτουργία Αγίου Βασιλείου”). [“Νεκρός”: Οι “ευχές” αυτές είναι μεγάλες & σπουδαίες προσευχές που λέει ο παπάς χαμηλόφωνα μέσα στο Ιερό, ενώ ο ψάλτης ψάλλει – με αυτέ τις προσευχές γίνεται η θεία Μετάληψη & τα άλλα σημαντικά πράγματα μέσα στη λειτουργία. Η λειτουργία του αγ. Βασιλείου γίνεται 10 φορές το χρόνο: την 1η Ιανουαρίου (όπου γιορτάζεται και η μνήμη του), τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής, τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο. Τις άλλες μέρες γίνεται η λειτουργία που έχει γράψει ένας άλλος μεγάλος άγιος των γραμμάτων & της φιλανθρωπίας, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος].

Επίσης, ο Άγ. Βασίλης έγραψε πολλά βιβλία για την καθοδήγηση των χριστιανών και ίδρυσε πολλά μοναστήρια, όπου αρκετοί μαθητές του αφιερώθηκαν στον Θεό. Το πιο σπουδαίο του έργο όμως ήταν η οργάνωση της ελεημοσύνης και φιλανθρωπίας στην επαρχία του: έφτιαξε κοντά στην Καισάρεια μια ολόκληρη πόλη από φιλανθρωπικά ιδρύματα, γηροκομεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία, ορφανοτροφεία κ.α. Ιδρυσε και καθιέρωσε την διανομή αγαθών, τρόφιμα, ρούχα, χρήματα και κάθε είδους βοήθεια σε φτωχές οικογένειες, άπορους κ.λ.π.

Η πόλη αυτή [μετά το θάνατό του] ονομάστηκε Βασιλειάδα. Φανταστείτε τι ανακούφιση θα ένιωθαν τότε οι φτωχοί, τα ορφανά, οι γέροι, οι ταξιδιώτες, η Καισάρεια είχε γίνει μια μεγάλη οικογένεια με πατέρα τον άγιο Βασίλειο, τον επίσκοπό της. Τον αγαπούσαν τόσο πολύ που στην κηδεία του σημειώθηκαν λιποθυμίες και θανατοι, τόσες χιλιάδες κόσμος που συγκεντρώθηκε!

Αυτός ήταν ο Αη Βασίλης από την Καισαρεία που πάντα θα ζει μέσα στις καρδιές μας και θα μας θυμίζει με το έργο του ότι πρέπει να είμαστε όλοι εμείς οι άνθρωποι μικροί και μεγάλοι αγαπημένοι.

[Ενώ ζούσε ο άγιος Βασίλης, ο αδελφός του, ο άγιος Γρηγόριος της Νύσσης, είδε το εξής όραμα: “’Ηταν νύχτα, όταν έγινε μία θεία λάμψη (“έλλαμψη”) από φως, την ώρα που (ο Βασίλειος) προσευχόταν στο σπίτι. Το φως εκείνο ήταν άυλο (άκτιστο) και, με τη δύναμη του Θεού, πλημμύρισε (καταφώτισε) όλο το οίκημα, χωρίς να το ανάβει κάποιο εύφλεκτο υλικό”!!!]

Να τιμήσουμε τον Άγιο Βασίλειο τον Μέγα και όχι το διαφημιστικό έκτρωμα με όνομα «Santa Claus»!



Ἅγιος Βασίλειος καὶ ὄχι Santa Claus

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ εἷς ἐκ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γεννήθηκε γύρω στὸ 330 μ.Χ. στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου.

Προερχόταν ἀπὸ πλούσιο χριστιανικὸ οἶκο εὐγενῶν. Ἀπὸ νεαρῆς ἡλικίας σπούδασε στὰ σημαντικότερα ἐπιστημονικὰ πνευματικὰ κέντρα τῆς ἐποχῆς τουˑ στὴν Καισαρεία, στὸ Βυζάντιο, στὴν Ἀθήνα. Καταρτήστηκε σὲ ἐπιστήμες ὅπως φιλοσοφία, ρητορική, γραμματική, ἀστρονομία, ἰατρική. Ὁ ἴδιος δίδασκε ρητορικὴ τέχνη. Οἱ ἀρετὲς του τὸν ἀνεβίβασαν μέχρι τὸν ἀρχιερατικὸ θρόνο τῆς ἐπισκοπῆς τῆς Καισαρείας. Πρωτοστάτησε στοὺς ἀγῶνες κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ἵδρυσε τὴν περίφημη «Βασιλειάδα», συγκρότημα εὐαγῶν ἱδρυμάτων, πτωχοκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, γηροκομεῖο, ξενοδοχεῖο, νοσοκομεῖο κ.ἄ.. Ἡ φιλανθρωπικὴ του δράση ἦταν ἴσως πρωτοπόρος γιὰ τὴν ἐποχή. Ὁ Μέγας Βασίλειος ὄντας ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων, παρουσίασε πλούσιο καὶ σημαντικὸ συγγραφικὸ ἔργο. Ἔχουν διασωθεῖ 365 ἐπιστολὲς του, καθῶς καὶ 19 συγγράμματα δογματικοῦ, ἀσκητικοῦ καὶ ρητορικοῦ περιεχομένου. Ἐκοιμήθη τὸ 357 μ.Χ. καὶ ἐθρηνήθη ἀπὸ χριστιανούς, ἐθνικοὺς καὶ ἰουδαίους.

Σκεπτόμενος τὸν βίο του, μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ φαντάζομαι αὐτὴν τὴν σεβάσμια, πνευματικὴ καὶ ἀσκητικὴ μορφὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, σὰν ἕνα παχύσαρκο κατεργάρηˑ σὰν ἕναν γέρο Οὗννο ἐνδεδυμένο στὰ χρώματα τῆς CocaCola, ὁ ὁποῖος σκαρφαλώνει σὰν τὸν κλέφτη στοὺς ἐξώστες μας πάνω σὲ κλίμακες ἀπὸ λαμπάκια.

Κάτι ἄλλο συμβαίνει. Καὶ αὐτὸ που συμβαίνει εἶναι ὅτι ‘’αὐτό’’ που βλέπουμε ὡς χριστουγεννιάτικο διάκοσμο πάνω σὲ ἐξώστες, ἔλατα(μὴ χειρότερα) καὶ καταστήματα, δὲν εἶναι ὁ Ἅγιος Βασίλειος. Εἶναι ἕνα δυτικὸ εἰδωλολατρικὸ κατάλοιπο που ἀκούει στὸ ὄνομα Santa Claus(Σάντα Κλάους).

Ὁ Σάντα Κλάους εἶναι ἕνα στοιχείο τῆς εὐρωπαϊκῆς λαογραφίας. Συμβολίζει τὴν ἐπάρκεια τῶν άγαθῶν, τὴν καλοτυχία, τὸν ἅγιο Νικόλαο(κατὰ τοὺς Γερμανούς), τὸν θεὸ Ὄντιν καὶ διάφορα ἄλλα κατὰ τόπους. Ἀντίστοιχη μορφὴ συναντᾶται καὶ στὴν ὁμόδοξη Ρωσσία, ὑπὸ τὴν προσωνυμία ΄΄ὁ Γερο-Ψῦχος΄΄(Дед Мороз), ὁ ὁποῖος μάλιστα συνοδεύεται ἀπὸ τὴν νεαρὴ ἐγγονὴ του(νέα ἐποχή;). Ὡστόσο καὶ ἐκεῖ ὁ σλαυικὸς παραδοσιακὸς τύπος ἔχει ἀντικατασταθεῖ αἰσθητικὰ ἀπὸ τὸν Σάντα Κλάους.

Τὶ εἶναι οὐσιαστικὰ ὁ σύγχρονος Σάντα Κλάους; Ἕνα σύμβολο τῆς δυτικῆς εὐδαιμονίας(βλέπε στραβωμάρας) που μόνο σὲ ἅγιο ἀσκητὴ δὲν παραπέμπει. Μία ἀκαλαίσθητη σουρωμένη παχύδερμη μορφὴ τῆς βαρβαρικῆς αφθονίας, ἔλλειψης μέτρου καὶ ἐγκράτειας. Εἶναι μία φράγγικη ἑτερόδοξη παράδοση, τὴν ὁποῖα τεχνηέντως προωθεῖ ἡ παγκοσμιοποίηση, μέσα στὰ πλαίσια ἐπιβολῆς πανθησκειῶν καὶ πανεθίμων. Δὲν εἶναι τυχαῖο που ὁ ἴδιος καὶ τὰ σύμβολά του(τάρανδροι,σκοῦφος,κάλτσα) διαδίδονται καὶ στὸν μουσουλμανικὸ κόσμο. Ἀρκεῖ νὰ ρίξετε μιὰ ματιὰ στὶς νέες τάσεις πρωτοχρονιάτικης διακόσμησης σὲ κάποιες ἀνατολικὲς χώρες, ὅπου κυριαρχεῖ τὸ Ἰσλάμ. Στὶς ἴδιες μουσουλμανικὲς χώρες ἑορτάζονται καὶ ἄλλες παγκόσμιες ἐμπορικὲς ἑορτὲς καὶ ἡμέρες, ὅπως τῆς γυναῖκας, τοῦ ἁγίου Βαλεντίνου, τοῦ τιμίου διαζυγίου, τοῦ νεφροῦ, τοῦ μακαρονιοῦ, καθῶς καὶ ἄλλες νεοεποχίτικες σαχλαμάρες. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἕνα ἄλλο τεράστιο θέμα…

Αὐτὸ που δὲν ἀντιλαμβανόμαστε εἶναι ὅτι ὁ τέτοιου εἴδους ἐμπορικὸς ‘’ἁηβασίλης’’, οὐδεμία σχέση ἔχει μὲ τὰ Χριστοῦγενναˑ μὲ τὰ δικὰ μας ρωμαίϊκα Χριστούγεννα. Οἱ Ἑλληνορωμηοί, διατηρήσαμε πάμπολλα ὡραῖα κατάλοιπα τῶν προχριστιανικῶν μας πρωτοχρονιάτικων παραδόσεων. Τέτοιο εἶναι οἱ καλικάντζαροι καὶ τὸ δένδρο τῆς ζωῆς. Ἀπὸ πότε μᾶς προέκυψε ὁ Σάντα Κλάους; Ποιοὶ τὸν εἰσήγαγαν καὶ τὸν προωθοῦν στὸ ἐμπόριο καὶ στὴν τηλεόραση; Διότι ἀποκλείεται νὰ τὸν λάβαμε αὐθόρμητα ὡς μιὰ ἑλκυστικὴ ξένη ἐπιρροή, ἐμεῖς καὶ ὁ ὑπόλοιπος πλανήτης. Πιστεύω ὅτι αὐτοὶ που ἔχουν συμφέρον ἀπὸ τὴν καθιέρωση τέτοιων συμβόλων προσβλέπουν σὲ δύο κυρίως πράγματα. Στὸ οἰκονομικὸ κέρδος καὶ στὴν ἀποχριστιανοποίηση τῶν ἑορτῶν μας. Λίγο-πολὺ γνωρίζουμε ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ καὶ ποιὰ εἶναι ἡ θρησκεία τους.

Τὸ θέμα εἶναι τὶ κάνουμε ἐμεῖς. Δὲν εἶμαι κάποιος κληρικὸς ἤ θεολόγος, ἀλλὰ ἕνας ἁπλὸς λαϊκὸς ἀνάμεσα στοὺς πολλούς. Δόξα τῷ Θεῷ, ἐδῶ καὶ χρόνια στὸ θέμα αὐτὸ ἔχουν ἀναφερθεῖ καὶ συνεχίζουν νὰ ἀναφέρονται ἄνθρωποι πιὸ ἁρμόδιοι ἀπὸ ἐμένα, πιὸ σημαντικοί, πιὸ ἀξιόλογοι. Παρ’ ὅλα αὐτά, τίποτε δὲν ἀλλάζει. Τὸ φαινόμενο παραμένει καὶ ριζώνει στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ μας.

Συχνὰ τέτοιες ἡμέρες δυσαρεστούμαστε ἐπειδὴ ἡ σύγχρονη ζωὴ μᾶς κάνει νὰ βιώνουμε ‘’Χριστούγεννα δίχως Χριστό’’. Θὰ συμπλήρωνα ἐπίσης, Χριστούγεννα δίχως Ἁη Βασίλη.

Καλῶ ὅλους τοὺς λαϊκούς. Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν εἴκοσι μὲ τριάντα ἑορταστικῶν ἡμερῶν, νὰ ἐνημερώνουν σχετικὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Νὰ μὴν ἀγοράζουν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.

Καλῶ τοὺς ἱερεῖς μας νὰ κάνουν εἰδικὰ κηρύγματα. Καλῶ τοὺς ἀναδόχους νὰ διδάσκουν τὰ πνευματικὰ τους παιδιά. Καλῶ ὅλους τοὺς γονεῖς νὰ πετάξουν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἀπὸ τὰ σπίτια τους. Διότι ὁ Σάντα Κλάους δὲν εἶναι Ἅγιος Βασίλης. Δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν πίστη μας. Δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν Χριστοῦ Γέννα.

Χρόνια πολλὰ καὶ καλὰ ἀδελφοὶ μου.

Σπάρτακος Τανασίδης 
tanasidisspartakos@yahoo.gr

ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΖΥΓΟΝ ΤΟΥ ΑΡΙΝΘΑΙΟΥ γιὰ νὰ τὴν παρηγορήσει γιὰ τὸ θάνατό του

Ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχα κάνει γιὰ τὴν κατάστασή σου αὐτή, θὰ ἦταν νά ῾χα ῾ρθεῖ καὶ νὰ παραβρισκόμουνα στὴν περίσταση ποὺ σὲ βρῆκε, ἔτσι καὶ ἐγὼ θὰ εἶχα παρηγορηθεῖ καὶ τὸ καθῆκον μου ἀπέναντι στὴ εὐγένειά σου θὰ εἶχα ξεπληρώσει. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ σῶμα μου δὲν μπορεῖ πλέον νὰ μετακινηθεῖ μακριά, κατέφυγα στὴ γραπτὴ ἐπικοινωνία, γιὰ νὰ μὴ φανῶ ὅτι εἶμαι τελείως ἀδιάφορος πρὸς τὰ συμβάντα.

Ποιός δὲν ἐστέναξε διὰ τὸν ἄνδρα ἐκεῖνο; Καὶ ποιός ἔχει τόσο λίθινη καρδιά, ὥστε νὰ μὴ χύσει γιὰ αὐτὸν θερμὰ δάκρυα; Ἐμένα βάρυνε περισσότερο ἡ ψυχή μου καὶ πόνεσα καθὼς θυμήθηκα τὴν ἰδιαίτερη τιμὴ ποὺ δέχτηκα ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν προστασία ποὺ ἔχει μὲ χίλιους δυὸ τρόπους προσφέρει στὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾽ ὅμως σκέφθηκα ὅτι, ἀφοῦ εἶναι καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος καὶ ξεπλήρωσε τὰ καθήκοντα ποὺ εἶχε σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωὴ τὸν πῆρε πίσω πάλι τὴν κατάλληλη ὥρα, ὁ προνοητὴς Θεός, ποὺ κατευθύνει τὴ ζωή μας. Αὐτὰ εἶναι ποὺ παρακαλῶ τὴ φρόνησή σου νὰ θυμᾶται, ὥστε νὰ διατηρήσει τὴ γαλήνη της καί, κατὰ τὸ δυνατόν, νὰ βαστάσει μὲ ψυχραιμία τὴ συμφορά. Βεβαίως ὁ χρόνος εἶναι ἱκανὸς νὰ μαλάξει τὴν καρδιά σου καὶ νὰ ἐπιτρέψει τὴν ἐπικράτηση τῆς λογικῆς. Ἀλλ᾽ ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη σου πρὸς τὸν ἄνδρα σου, καὶ ἡ πρὸς ὅλους καλωσύνη σου ἄλλωστε, μᾶς βάζει στὴν ὑποψία μήπως παραδοθεῖς στὴν ἀπελπισία, ἀφοῦ λόγω τῆς λεπτότητος τῶν συναισθημάτων σου δέχθηκες τόσο βαθιὰ πληγὴ τῆς λύπης.

Λοιπὸν ἡ διδασκαλία τῶν Γραφῶν εἶναι πάντοτε, καὶ πολὺ περισσότερο σ᾽ αὐτὲς τὶς περιστάσεις, χρήσιμη. Νὰ θυμᾶσαι λοιπὸν τὴν ἀπόφαση τοῦ Δημιουργοῦ μας, κατὰ τὴν ὁποίαν ὅλοι ὅσοι προήλθαμε ἀπὸ τὴ γῆ πάλι στὴν γῆ θὰ ἐπιστρέψουμε καὶ κανεὶς δὲν εἶναι τόσο μεγάλος ὥστε νὰ ξεπεράσει τὸ νόμο τῆς φθορᾶς.

Ἑπομένως ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος ἦταν καλὸς καὶ μέγας, καὶ εἶχε τὴν ἀρετὴ τῆς ψυχῆς ἐφάμιλλο μὲ τὴν ἀνδρεία τοῦ σώματος, τὸ παραδέχομαι καὶ ἐγώ, καὶ μάλιστα ὑπερέβαλλε ὅλους καὶ στὰ δύο. Ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ἦταν ἄνθρωπος καὶ φυσικὰ πέθανε, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ὅπως ὁ Ἄβελ, ὅπως ὁ Νῶε, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὅπως ὁ Μωυσῆς, ὅπως ὁποιοσδήποτε ἄλλος τὸν ὁποῖον εἶναι δυνατὸν νὰ μνημονεύσεις, ἀπὸ ὅλους ὅσους εἶχαν τὴν ἴδια χοϊκὴ φύση. Ἂς μὴ ἀγανακτοῦμε λοιπὸν ποὺ τὸν στερηθήκαμε, ἀλλ᾽ ἀντίθετα ἂς χρεωστοῦμε εὐγνωμοσύνη πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς εὐλόγησε τὴ συζυγία. Διότι τὸ νὰ στερηθεῖς τὸν ἄνδρα σου εἶναι κάτι ποὺ συμβαίνει καὶ στὶς ἄλλες γυναῖκες. Γιὰ τὸ πόσο ὅμως καλὰ πέρασες ἐσὺ μὲ τὸ σύζυγό σου στὴ ζωή, δὲν εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ κάποια ἄλλη γυναίκα τὸ ἴδιο νὰ ὑπερηφανευτεῖ.

Διότι πράγματι ὁ Κτίστης μας δημιούργησε τὸν ἄνδρα σου σὰν μοναδικὸ καὶ ὑποδειγματικὸ τύπο ἀνδρός, ὥστε ὅλοι νὰ τὸν προσέχουν καὶ νὰ μιλοῦν γι᾽ αὐτόν. Ὅσα φτιάχνουν μὲ ἰδανικὸ τρόπο οἱ ζωγράφοι καὶ οἱ γλύπτες δὲν εἶναι τίποτα μπροστά του. Οἱ δὲ ἱστορικοί, ὅταν διηγοῦνται τὰ ἀνδραγαθήματά του στοὺς πολέμους, προχωροῦν στὸν χῶρο τῶν ἀπίστευτων μύθων. Γι᾽ αὐτὸ πολλοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν τὴν θλιβερὴ ἐκείνη εἴδηση ποὺ κυκλοφόρησε οὔτε νὰ καταδεχθοῦν κἂν νὰ ἀκούσουν, ὅτι πέθανε ὁ Ἀρινθαῖος. Ἀλλ᾽ ὁ σύζυγός σου ἔπαθε ὅτι πρόκειται κάποτε νὰ πάθουν ὅλα τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα δημιουργήματα.

Ἀπεδήμησε μὲ λαμπρὸ θάνατο, χωρὶς νὰ ἔχει καμφθεῖ ἀπὸ τὸ γῆρας χωρὶς νὰ ἔχει στερηθεῖ τίποτα ἀπὸ τὴ δόξα του. Μεγάλος ὑπῆρξε σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή, μεγάλος θὰ ἀναδειχτεῖ καὶ στὴ μέλλουσα. Τίποτε ἀπὸ τὴν λαμπρότητα αὐτῆς τῆς ζωῆς δὲν ἔχει χάσει, γιατὶ πρόκειται νὰ ἀπολαύσει τὴν μέλλουσα καὶ γιατὶ λίγο πρὶν φύγει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ εἴχε καθαρίσει κάθε κηλῖδα τῆς ψυχῆς του μὲ τὸ «λουτρὸ τῆς παλιγγενεσίας».

Τὸ γεγονὸς δέ, ὅτι σὺ ἔγινες πρόξενος καὶ συνεργὸς σ᾽ αὐτό, φέρει μεγάλη παρηγοριά. Μετάφερε τώρα τὴν ψυχή σου ἀπὸ τὰ παρόντα στὴ φροντίδα τῶν μελλόντων, ὥστε νὰ καταξιωθεῖς μὲ ἔργα ἀγαθὰ νὰ κερδίσεις τὸν ἴδιο τόπο ἀναπαύσεως ποὺ κέρδισε καὶ ὁ σύζυγός σου. Λυπήσου τὴ γριὰ μάνα σου καὶ ἀκόμα τὴ νέα κορούλα σου, στὶς ὁποῖες ἔχεις μείνει ἡ μοναδικὴ παρηγοριά. Γίνε ὑπόδειγμα ἀνδρείας στὶς ἄλλες γυναῖκες καὶ ρύθμισε τὴν λύπη σου ἔτσι ὥστε οὔτε νὰ τὴν βγάλεις ἀπὸ τὴν καρδιά σου οὔτε νὰ τὴν ἀφήσεις νὰ σὲ καταπιεῖ.

Καὶ τέλος ρίξε τὰ βλέμματά σου πρὸς τὸ μεγάλο μισθὸ τῆς ὑπομονῆς, τὸν ὁποῖο ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ ἀνταπόδοση τῶν ὅσων κάναμε σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή.

Τοῦ Ἁγίου ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ τοῦ Μεγάλου, Ἐπιστολὴ 269

Και ο θάνατος και καθετί γίνεται με την καθοδήγηση της Θείας Πρόνοιας

Προς τη μάνα που 
έχασε το παιδί της...

Εσκόπευα να σιωπήσω απέναντι της κοσμιότητάς σου σκεπτόμενος ότι, όπως εις οφθαλμόν, ο οποίος πάσχει από φλεγμονήν, και το απαλώτερον επίθεμα προκαλεί ερεθισμόν, ούτω και εις την ψυχήν, η οποία έχει κτυπηθή από βαρειάν θλίψιν, ο λόγος, όσην παρηγορίαν και αν της φέρη, φαίνεται κάπως να την ενοχλή, όταν προσφέρεται την ώραν της αγωνίας.

Επειδή όμως εσκέφθην ότι πρόκειται περί Χριστιανής εκπαιδευ­μένης εις τα θεία από πολύν καιρόν και πεπειραμένης εις τα ανθρώπινα, δεν ενόμισα ότι θα ήτο ορθόν να παραλείψω το καθήκον μου.

Γνωρίζω ποια είναι τα σπλάγχνα των μητέρων και, όταν ιδίως ενθυμηθώ τους ιδικούς σου καλούς και ημέρους τρόπους προς όλους, λογαριάζω πόσον μεγάλος πρέπει να είναι ο πόνος διά την παρούσαν συμφοράν. Έχασες υιόν, τον οποίον εμακάριζαν όλαι αι μητέρες, όσον εζούσε, και ηύχοντο τέτοιοι να είναι και οι ιδικοί των, όταν δε απέθανεν, έκλαυσαν σαν να είχε θάψει κάθε μία τον ιδικόν της. Ο θάνατος εκείνου υπήρξε πλήγμα εις δύο πατρίδας, την ιδικήν μας και την των Κιλίκων. Μ’ εκείνον μαζί έπεσε το μέγα και ένδοξον γένος, κατέρρευσε σαν να μετεκινήθη η βάσις του. Ω συναπάντημα πο­νηρού δαίμονος, πόσον τρομερόν κακόν κατώρθωσες νά προκαλέσης! Ω γη, που ηναγκάσθης να υποφέρης ένα πάθος σαν αυτό! Και ο ήλιος ασφαλώς θα έφριττεν, αν είχεν αίσθησιν, εμπρός εις εκείνο το σκυθρωπόν θέαμα. Και τί ημπορεί να είπη κανείς που να εκφράζη όσα η απελπισία τής ψυχής του υπο­βάλλει να είπη;

Αλλά, όπως εδιδάχθημεν από το Ευαγγέλιον, τα όσα μας συμβαίνουν δεν είναι άνευ της καθοδηγήσεως της προνοίας, διότι ούτε σπουργίτης δεν πίπτει χωρίς το Θέλημα του πατρός ημών. Ώστε ό,τι έγινεν έγινε με το θέλημα του κτίστου ημών. Εις το βούλημα δε του Θεού ποιός ημπορεί ν’ αντισταθή; Ας δεχθώμεν λοιπόν το συμβάν· διότι με την δυσανασχέτησιν ούτε το γενόμενον διορθώνομεν και επί πλέον καταστρέφομεν τους εαυτούς μας. Ας μη κατηγορήσωμεν την δικαίαν κρίσιν τού Θεού, διότι είμεθα πολύ αμαθείς, διά να ελέγχωμεν τας ανεκφράστους κρίσεις αυτού. Τώρα ο Κύριος δοκιμάζει την προς αυτόν αγάπην σου. Τώρα έχεις την ευκαιρίαν να λάβης διά της υπομονής την μερίδα των μαρτύρων. Η μητέρα των Μακκαβαίων είδε τον θάνατον επτά παιδιών και δεν εστέναξεν, ούτε έχυσεν αγενές δάκρυον, αλλά λόγω των ευχαριστιών της προς τον Θεόν, την ώραν που τους έβλεπε ν’ απαλλάσσωνται από τα δεσμά τής σαρκός με πυρ και σίδηρον και σκληρά βα­σανιστήρια, εκρίθη από μεν τον Θεόν ευδόκιμος, από δε τους ανθρώπους αοίδιμος. Μεγάλη η συμφορά, το ομολογώ και εγώ· αλλά μεγάλοι και οι μισθοί που απόκεινται από τον Κύ­ριον εις τους υπομένοντας.

Όταν έγινες μητέρα και είδες το παιδί σου και ηυχαρίστησες τον Θεόν, εγνώριζες πάντως ότι είσαι θνητή και εγέννησες θνητόν. Τί το παράδοξον λοιπόν, που ο θνητός απέθανεν; Αλ­λά μας λυπεί ότι τούτο συνέβη προώρως. Είναι άγνωστον, εάν τούτο δεν είναι εύκαιρον, διότι ημείς δεν γνωρίζομεν να εκλέγωμεν τα συμφέροντα εις τας ψυχάς και να ορίζωμεν προθεσμίας εις την ανθρωπίνην ζωήν. Στρέψε τα μάτια σου γύρω εις όλον τον κόσμον όπου κατοικείς, και θα κατανοήσης ότι όλα τα βλεπόμενα είναι θνητά και ότι υπόκεινται όλα εις την φθοράν. Κύτταξε επάνω εις τον ουρανόν κάποτε θα διαλυθή και αυτός. Προς τον ήλιον· ούτε αυτός θα παραμείνη. Οι αστέρες όλοι, τα ζώα τής ξηράς και των υδάτων, αι ωραιότητες της γης, η ιδία η γη, όλα είναι φθαρτά, όλα δεν θα υπάρχουν ολίγον αργότερα.

Ας είναι λοιπόν η περί τούτων σκέψις παρηγορία διά το συμβάν. Μη μετράς το πάθος καθ’ εαυτό, διότι τότε θα σου φανή αφόρητον· αλλά, αν το συγκρίνης με όλα τα ανθρώπινα, τότε θα ευρής δι’ αυτό παρηγορίαν. Επάνω δε από όλα έχω να είπω εκείνο το σπουδαίον, λυπήσου τον σύζυγον· να γίνετε παραμυθία ο ένας εις τον άλλον· μη του κάμης σκληροτέραν την συμφοράν με το να διαλύης τον εαυτόν σου εις το πένθος. Γενικώς δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος που είναι αρκετός διά να δώση παρηγορίαν, αλλά πιστεύω ότι διά την παρούσαν λύπην απαιτείται προσευχή.

Εύχομαι λοιπόν ο ίδιος ο Κύριος εγγίζων την καρδίαν σου κατά την ανέκφραστον δύναμίν του να ανάψη το φως εις την ψυχήν σου διά των αγαθών λογισμών, ώστε να έχης από μέ­σα σου τας πηγάς τής παραμυθίας.

(Μεγάλου Βασιλείου Έργα, ΕΠΕ τόμος 2, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

Ομιλία εκφωνηθείσα εις περίοδον πείνης και ξηρασίας (Μέγας Βασίλειος)

«Στην παρούσα εξαιρετική ομιλία του Μ. Βασιλείου, ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει πλήθος ομοιοτήτων με την σημερινή κατάσταση κρίσης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι σημερινές αιτίες των οικονομικών προβλημάτων δεν φαίνονται να είναι τόσο άμεσες με την ανομβρία και την έλλειψη αγαθών από την μη καρποφορία της γης»...

«Όταν o λέων βρυχηθή, ποιός δεν θα φοβηθή; Όταν Κύριος ο Θεός ομιλή, ποιός δεν θα προφητεύση;». Ας αρχίσωμεν τον λόγον μας με τα προφητικά λόγια και ας πάρωμεν συνεργόν εις την ανάγκην των προκειμένων, δηλαδή τώρα που εκθέτομεν και την σκέψιν και την γνώμην διά αυτά που είναι συμφέροντα, τον θεοφόρον Αμώς, ο οποίος εθεράπευσε συμφοράς, όμοιας με τα κακά που υπερβολικά ενοχλούν ημάς. Διότι και ο προφήτης αυτός, κατά την διαδρομήν των παλαιοτέρων χρόνων, όταν ο λαός είχεν εγκαταλείψει την πατρικήν ευσέβειαν και είχε καταπατήσει την ακρίβειαν των νόμων και είχε ξεγλυστρίσει εις την λατρείαν των ειδώλων, εκήρυξε την μετάνοιαν, με το να συμβουλεύη την επιστροφήν και με το να εξαγγέλλη την απειλήν των τιμωριών. Εγώ δε μακάρι να επωφεληθώ μέχρι ενός σημείου από τον ζήλον τής παλαιάς ιστορίας, όχι όμως και το να ιδώ επί πλέον να ακολουθή η έκβασις των τότε γεγονότων. Αφού δηλαδή ο λαός απείθησε και ωσάν άγριον και δυσυπότακτον πουλάρι εδάγκασε τα χαλινάρια, δεν ωδηγήθη προς το συμφέρον· αλλά αφού εξέφυγεν από τον ίσιον δρόμον, έτρεξε τόσον πολύ άτακτα και εξηγριώθη εναντίον τού καβαλλάρη μέχρι του σημείου να πέση εις τα βάραθρα και τους κρημνούς και να υποστή πανωλεθρίαν, άξιαν προς την ανυπακοήν του. Αυτό μακάρι να μη συμβή τώρα εις ημάς, παιδιά μου, «που σας εγέννησα διά του Ευαγγελίου» και σας εσπαργάνωσα δια της ευλογίας των χεριών μου. Αλλ’ ας υπάρχη αγαθή ακοή, ψυχή πρόθυμος, που να δέχεται απαλά τας συμβουλάς, να υποχωρή εις τον ομιλητήν, όπως το κηρί εις τον σφραγιστήν, διά να λάβω και εγώ με μίαν τέτοιαν επι­μέλειαν, γλυκύν καρπόν από τους κόπους και εσείς να επαινέ­σετε την συμβουλήν που γίνεται, όταν θα έχωμεν απαλλαγή από τας συμφοράς. Ποίον λοιπόν είναι αυτό που επισημαίνει μεν ο λόγος, αλλά κρατεί ακόμη εις αβεβαιότητα τας ψυχάς, με την ελπίδα να το ακούσουν, διότι βραδύνει να ανακοινώση το αναμενόμενον;

Βλέπομεν, αδελφοί, τον ουρανόν ερμητικά κλειστόν, γυμνόν και ανέφελον, να κάμνη μισητήν αυτήν την αιθρία και να προκαλή λύπην με την καθαρότητα, την οποίαν πάρα πολύ επεθυμούσαμεν προηγουμένως, όταν κάποτε, αφού εσκεπάσθη διά πολύν καιρόν με τα σύννεφα, μας έκαμε σκοτεινούς και ανήλιους. Και η γη αφού κατηξηράνθη εις το έπακρον εί­ναι δυσάρεστος εις το να την ιδή κανείς· είναι στείρα δε και άγο­νος διά την γεωργίαν· έχει κομματιασθή εις σχίσματα και δέχεται κατάβαθα την ακτίνα να την φωτίζη. Και αι πλούσιαι και α­στείρευτοι πηγαί μάς έλειψαν και τα νερά τών μεγάλων ποτα­μών εστείρευσαν, μικρότατα δε παιδιά τα διαβαίνουν πεζά και αι γυναίκες τα περνούν φορτωμέναι. Πολλούς από ημάς, μας έλειψεν ακόμη και το πόσιμον νερόν και κινδυνεύομεν διά τούτο να πεθάνωμεν. Ως νέοι Ισραηλίται, που αναζητούν νέον Μωυσήν και θαυματουργικόν ραβδί, διά να ικανοποιή­σουν, αφού και πάλιν κτυπηθούν αι πέτραι, την ανάγκην τού λαού που διψά· σύννεφα δε παράδοξα να καταβρέξουν εις τους ανθρώπους τροφήν ασυνήθη, όπως το μάννα. Ας προσέξωμεν να μη γίνωμεν εις τους μεταγενεστέρους θλιβερόν διή­γημα πείνης και τιμωρίας.

Αντίκρυσα τα χωράφια και έκλαψα πολύ διά την ακαρ­πίαν των, και εσκόρπισα τον θρήνον, επειδή εις ημάς δεν έπεσε βροχή. Αλλά μεν από τα σπέρματα έχουν ξηρανθή προτού φυτρώσουν, διότι παρέμειναν μέσα εις τους σβώλους, όπως τα εσκέπασε το αλέτρι. Αλλά, δε μόλις εφύτρωσαν ολίγον και εβλάστησαν, τα κατεμάρανεν αξιολύπητα ο καύσων, έτσι ώστε τώρα ευκαίρως να αντιστρέψη κάνεις τον ευαγγελικόν λόγον και να ειπή· οι μεν εργάται πολλοί, ο δε θερισμός ού­τε ολίγος. Και οι γεωργοί, καθήμενοι εις τα χωράφια και πιάνοντες τα γόνατά τους με τα χέρια των (διότι αυτός εί­ναι ο τρόπος αυτών που πενθούν), κλαίουν διά τους χαμέ­νους κόπους των. Αντικρύζουν τα μικρά παιδιά και οδύρον­ται, ατενίζουν τας γυναίκας και θρηνούν, χαϊδεύουν και ψηλαφίζουν τα ξηρά χορτάρια τών γεννημάτων και κραυγάζουν δυνατά, ωσάν οι πατέρες που έχουν χάσει τα παιδιά των επά­νω εις το άνθος τής ηλικίας των. Ας λεχθή λοιπόν και προς ημάς από τον ίδιον προφήτην, που ολίγον προηγουμένως εις το προοίμιον ανεφέραμεν «εγώ επίσης, λέγει, κατεκράτησα από σας την βροχήν τρεις μήνας προ του θερισμού και έβρεξα εις μίαν πόλιν και εις άλλην πόλιν δεν έβρεξα. Το ένα χωράφι εποτίσθη και το άλλο, εις το οποίον δεν έβρεξα, εξηράνθη. Και συνηθροίζοντο δύο ή τρεις πόλεις εις μίαν διά να πίουν νερόν, χωρίς να ημπορούν να κατασβέσουν την δίψαν των· και αυτά διότι σεις δεν επιστρέψατε εις εμέ, λέγει, ο Κύριος». Ας μάθωμεν λοιπόν ότι ο Θεός μάς δίδει αυτά τα χτυπήματα, διότι απεμακρύνθημεν από αυτόν και αμελήσαμεν. Δεν επιδιώκει να μας συντρίψη, αλλά φροντίζει να μας διορθώση, όπως κάμνουν οι καλοί από τους πατέρες και αυτοί που φροντίζουν διά τα τέκνα, οι οποίοι θυμώνουν εναντίον τών νέων και εξοργίζονται, όχι διότι θέλουν να τους κακοποιήσουν, αλλά διά να τους οδηγήσουν από την νηπιώδη αδιαφορίαν και τα αμαρτήματα της νεότητος εις την επιμέλειαν. Κυττάτε λοιπόν πως η πληθώρα των ιδικών μας αμαρτημάτων έβγαλε και τας εποχάς από την ιδίαν των την φύσιν και ήλλαξε τα είδη τών καιρών εις αλλόκοτα ανακατώματα. Ο χειμών δεν είχε την συνήθη υγρασίαν μαζί με την ξηρασίαν, αλλά όλην την υγρασίαν την έκαμε παγωνιάν και την απεξήρανε και επέρασε χωρίς χιόνια και βροχάς. Η άνοιξις πάλιν έδειξε μεν το ένα μέρος από τα χαρακτηριστικά της, εννοώ την θερμότητα, δεν είχεν όμως την βροχεράν περίοδον. Ζέστη δε και παγωνιά παραδόξως υπερέβησαν τα φυσικά όρια και αδίκως συνεφώνησαν εις το να μας βλάψουν και εξαποστέλλουν από τον βίον και την ζωήν τούς ανθρώπους. Ποία λοιπόν είναι η αιτία τής αταξίας και της συγχύσεως; Από πού προέρχεται αυτός ο νεωτερισμός των καιρών; Ως άνθρωποι μυαλωμένοι ας ερευνήσωμεν ως λογικοί ας συλλογισθούμεν. Μήπως ο κυβερνήτης τού σύμπαντος δεν υπάρχει; Μήπως ο αριστοτέχνης Θεός εξέχασε την πρόνοιάν του; Μήπως έχασε την εξου­σίαν και την δύναμιν; Ή κατέχει μεν την ίδιαν δύναμιν και δεν απώλεσε την εξουσίαν, παρεφέρθη δε εις σκληρότητα και μετέβαλεν εις μισανθρωπίαν την υπερβολικήν αγαθότητα και την κηδεμονίαν του προς ημάς; Σώφρων άνθρωπος δεν θα ημπορούσε να το ειπή.Αλλ’ είναι ολοφάνερα τα αίτια λόγω των οποίων δεν κυβερνώμεθα. Ενώ ημείς λαμβάνομεν, δεν δίδομεν εις άλλους. Ενώ επαινούμεν την ευεργεσίαν, την αποστερούμεν από εκείνους που την χρειάζονται. Ενώ είμεθα δού­λοι και ελευθερωνόμεθα, δεν ευσπλαγχνιζόμεθα τους συνδούλους μας. Ενώ πεινώμεν και τρεφόμεθα, περιφρονούμεν τον ενδεή. Ενώ έχομεν Θεόν, ανενδεή χορηγόν και ταμίαν, έχομεν γίνει σφιχτοχέρηδες και αμέτοχοι εις τας ανάγκας τών πτωχών. Τα πρόβατά μας είναι γόνιμα και όμως οι γυμνοί είναι περισ­σότεροι από τα πρόβατα. Αι αποθήκαι από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών στενοχωρούνται και ημείς δεν ελεούμεν αυτόν που στενάζει. Διά τούτο η δικαία κρίσις μάς απειλεί. Διά τούτο και ο Θεός δεν ανοίγει το χέρι του, διότι ημείς απεκλείσαμεν την φιλαδελφίαν. Διά τούτο τα χωράφια είναι ξηρά, διότι η αγάπη επάγωσεν.

Η φωνή αυτών που κάμνουν λιτανείαν εις τα χαμένα βοά και διασκορπίζεται εις τον αέρα. Διότι ούτε ημείς ηκούσαμεν αυτούς που εζητούσαν από ημάς. Οποία δε η προσευχή μας και η δέησις; Οι άνδρες, πλην ολίγων, ασχολείσθε με το εμπόριον και αι γυναίκες τούς υπηρετείτε εις την εργασίαν του μαμωνά.Ολίγοι είναι μαζί μου και με την προσευχήν, και αυτοί αισθάνονται ζάλην, χασμωριούνται, συνεχώς γυ­ρίζουν και παρακολουθούν πότε θα τελειώση ο ψάλτης τους στίχους, πότε θα απολυθούν από την εκκλησίαν, ωσάν από φυλακήν και από την ανάγκην τής προσευχής. Και μάλιστα τα παιδιά, οι μικροί αυτοί που άφησαν τα βιβλία των εις τα σχολεία και συμπροσεύχονται μαζί μας, περιτριγυρίζουν το πράγμα μάλλον ωσάν ευκολίαν και διασκέδασιν και μεταβάλλουν την λύπην μας εις εορτήν, διότι απαλλάσσονται δι’ ολίγον από την φορτικότητα του διδασκάλου και την φρον­τίδα τών μαθημάτων. Το πλήθος όμως των ώριμων ανδρών και ο λαός που είναι περιπεπλεγμένος εις τας αμαρτίας, αχαλίνωτος και ελεύθερος και χαρούμενος βολτάρει εις την πόλιν. Αυτός περιφέρει την αιτίαν τών κακών εις τας ψυχάς, αυτός υπεκίνησε και απειργάσθη την συμφοράν. Βρέφη δε που δεν νοιώθουν και είναι ακατηγόρητα σπεύδουν και συνωθούνται προς την εξομολόγησιν, χωρίς να έχουν ούτε την αιτίαν αυτών που προξενούν την λύπην ούτε την γνώσιν ή την δύναμιν της συνήθειας να προσευχηθούν. Εσύ, παρακαλώ, προχώρησε εις το μέσον, εσύ που είσαι ανακατωμένος με τας αμαρτίας. Εσύ γονάτισε και κλάψε και στέναξε. Αφησε το βρέφος να κάμνη αυτά που αρμόζουν εις την ηλικίαν. Διατί, ενώ κατηγορείσαι, κρύβεσαι και οδηγείς εις εξομολόγησιν το ανεύθυνον; Μή­πως δηλαδή ξεγελιέται ο κριτής, ώστε να αντικαταστήσης κρυφά τον εαυτόν σου με άλλο πρόσωπον; Έπρεπε βέβαια και εκείνο να παρίσταται εξάπαντος μαζί σου, όχι μόνον. Βλέπεις πως και οι Νινευίται, όταν με την μετάνοιαν παρακαλούσαν τον Θεόν και επενθούσαν διά τα αμαρτήματά των, αυτά που μετά την θάλασσαν και το κήτος ανεβόησεν ο Ιωνάς, δεν ωδήγησαν μόνον τα βρέφη εις την μετάνοιαν αλλά και τους μεγάλους. Οι ίδιοι δεν εζούσαν την ζωήν των με τρυφήν και ευωχίας, αλλ’ η νηστεία καθυπέταξε πρώτα τους πατέρας, αυτούς που είχαν αμαρτήσει. Και η τιμωρία εβασάνιζε τους πατέρας και κατά ένα λόγον παραπάνω εξ ανάγκης εθρηνούσαν και τα βρέφη, διά να κυριαρχήση εις κάθε ηλικίαν η σκυθρωπότης, και εις αυτήν που νοιώθει την αμαρτίαν και εις αυτήν που δεν την νοιώθει, και εις την μεν μίαν προαιρετικώς εις δε την άλλην κατ' ανάγκην. Και έτσι αφού ο Θεός τους είδε να ταπεινώνωνται, διότι κατεδίκασαν τους εαυτούς των εις πάνδημον κακουχίαν, εξαιρετικά υπερβολικήν, και ευσπλαγχνίσθη διά την συμφοράν και την τιμω­ρίαν επήρεν οπίσω και την χαράν εχάρισεν εις αυτούς που με συναίσθησιν επένθησαν. Ω πόσον φροντισμένη μετάνοια! Ω πόσον σοφή και συμπυκνωμένη θλίψις! Ούτε τα ζώα τα άφη­σαν έξω από την τιμωρίαν, αλλά και δι’ αυτά επενόησαν, ώστε κατ' ανάγκην να φωνάζουν. Πράγματι το μοσχάρι το εχώρισαν από την αγελάδα και το αρνί το απεμάκρυναν από το μητρικόν μαστάρι και το βρέφος που εβύζανε δεν εκρατείτο εις τας αγκάλας τής μητρός του. Εις ξεχωριστάς μάνδρας ήταν αι μητέρες και εις ξαχωριστάς τα τέκνα. Φωναί δε θλιβεραί από όλα που αντιβοούσαν και αντηχούσαν η μία προς την άλλην. Τα τέκνα που επεινούσαν, εζητούσαν τας πηγάς τού γάλακτος και αι μητέρες, που εσπάρασαν από το φυσικόν πάθος, με συμπαθείς φωνάς εκαλούσαν τα τέκνα τους. Τα βρέφη που καθ’ όμοιον τρόπον επεινούσαν, εξεσπούσαν εις δυνατόν κλάμα και εσπαρταρούσαν και αι μητέρες εκεντρίζοντο εις τα σπλάγχνα από τους πόνους τής συγγένειας. Και διά τούτο ο θεόπνευστος λόγος διετήρησε γραπτώς την μετάνοιαν εκείνων διά να γίνη κοινή διδασκαλία τής ζωής. Ο γέρων εθρηνούσε δι’ εκείνα· εμαδούσε τα λευκά μαλλιά του και τα ξερίζωνεν. Ο νέος και ο ώριμος δυνατώτερα έκλαιγαν. Ο πτωχός εστέναζε και ο πλού­σιος, λησμονών την καλοπέρασιν, εζούσε την κακουχίαν ως καλήν. Ο βασιλεύς αυτών είχε μεταβάλει την λαμπρότητα και την δόξαν εις εντροπήν. Έβγαλε το στέμμα και εσκόνισε την κεφαλήν του. Έβγαλε το βασιλικόν ένδυμα και εφόρεσε τον σάκκον τού πένθους. Αφησε τον υψηλόν και μετάρσιον θρόνον και θλιμμένος εκυλίετο εις την γην. Αφησε την αξιοπρέπειαν που προσιδιάζει εις το βασιλικόν αξίωμα και εθρηνούσε μαζί με τον λαόν. Έγινεν ένας από τους πολλούς και αυτός, όταν είδε τον κοινόν Δεσπότην των όλων να οργίζεται.

Αυτό είναι το φρόνημα των ευαισθήτων δούλων. Τέ­τοια είναι η μετάνοια αυτών που ενέχονται εις αμαρτίας. Η­μείς διαπράττομεν προθύμως μεν την αμαρτίαν, αλλά με ολιγω­ρίαν και οκνηρίαν αναλαμβάνομεν την μετάνοιαν. Ποιός προσευχόμενος χύνει δάκρυα, διά να λάβη βροχήν και σταγόνας εις τον κατάλληλον καιρόν; Ποιός, που καθαρίζει αμαρτίας, έ­βρεξε το κρεββάτι του με δάκρυα κατά το παράδειγμα του Δαβίδ; Ποιός έπλυνε τα πόδια τών ξένων και εκαθάρισε την σκόνην από την οδοιπορίαν, διά να εξευμενίση τον Θεόν κατά τον καιρόν που ζητά την λύσιν τής ξηρασίας; Ποιός έθρεψε το ορφανόν από πατέρα παιδί, διά να θρέψη τώρα ο Θεός τα σιτηρά προς χάριν μας, που σαν ορφανά πλήττονται από την κακήν σύγκρασιν των ανέμων; Ποιός περιέθαλψε χήραν που βασανίζεται από τας δυσκολίας τής ζωής, διά να του αποδοθή τώρα η αναγκαία τροφή; Ξέσχισε το άδικον γραμμάτιον, διά να λυθή έτσι η αμαρτία. Εξαφάνισε την ομολογίαν τών βαρυτάτων τόκων διά να γεννήση η γη τα συνηθισμέ­να προϊόντα. Διότι όταν ο χαλκός και ο χρυσός και τα άγο­να παρά φύσιν γεννούν, τότε γίνεται στείρα αυτή που εκ φύσεως γεννά και καταδικάζεται εις ακαρπίαν προς τιμωρίαν τών κατοίκων της. Ας αποδείξουν λοιπόν αυτοί που τιμούν την πλεονεξίαν, αυτοί που συνάγουν υπερβολικά τον πλού­τον, ποία είναι η δύναμις των αποθηκευθέντων, η ποιόν το όφελος, αν ο Θεός που έχει οργισθή επιτείνει περισσότερον την τιμωρίαν. Ίσως αυτοί γίνουν πιο κίτρινοι από τον χρυσόν που επισωρεύουν, εάν δεν αποκτήσουν το ψωμί, που μέχρι χθες και προχθές επεριφρονείτο, λόγω της ευκόλου προμηθειάς του. Ας υποθέσωμεν ότι δεν υπάρχει ο πωλητής, ούτε υπάρχει σιτάρι εις τας αποθήκας· ποία είναι τότε η χρησιμότης τών βαρυτάτων πορτοφολίων; Πες μου; Δεν θα ενταφιασθής μαζί μ’ αυτά; Δεν είναι χώμα ο χρυσός; Δεν θα κήται ως άχρηστος πηλός δίπλα εις το χωμάτινον σώμα; Όλα τα απέκτησες και όμως δεν κατέχεις ένα αναγκαίον πράγμα· την δύναμιν να τρέφης τον εαυτόν σου. Ένα σύννεφον εδημιούργησεν ολό­κληρον τον πλούτον. Επινόησε τον πόρον ολίγων σταγονι­δίων, εξανάγκασε την γην να καρποφορήση. Εξαφάνισε την συμφοράν με τον υπερήφανον και κρυμμένον πλούτον. Πιθανόν να παρακαλέσης κάποιον από τους ευλαβείς, διά να σου χαρίση με τας προσευχάς του, όπως ο Θεσβίτης Ηλίας, την απαλλαγήν από τα δεινά, δηλαδή άνθρωπον ακτήμονα, ωχρόν, ξυπόλυτον, άστεγον, ανέστιον, άπορον, που φορεί ένα χιτώνα, όπως ο Ηλίας την μηλωτήν, και που έχει σύντροφον την προσ­ευχήν και τρέφεται με την εγκράτειαν. Και αν επιτύχης με την παράκλησίν σου την βοήθειάν του, δεν θα περιφρονήσης πολύ τα κτήματα που έχουν πολλάς φροντίδας; Δεν θα περιφρονήσης τον χρυσόν; Δεν θα διασκορπίσης, ωσάν κοπριάν, τον άργυρον, που, ενώ προηγουμένως τον αποκαλούσες παντοδύναμον και πολύ αγαπητόν, τώρα τον εγνώρισες οκνηρόν βοηθόν εις την ανάγκην; Διά σε έκρινεν αξίαν και την συμφοράν αυτήν. Διότι ενώ είχες δεν έδιδες, διότι παρέβλεπες τους πεινώντας, διότι δεν εγύριζες να κυττάξης αυτούς που ωδύροντο, διότι δεν έδιδες, ενώ σε επροσκυνούσαν. Τα κακά και εξ αιτίας των ολίγων ξεσπούν εις τον λαόν και ο λαός συνήθως τιμωρείται διά την μοχθηρίαν κάποιου. Ο Αχαρ διέπραξε ιεροσυλίαν, αλλ’ ολόκληρον το στρατόπεδον ετιμωρείτο. Ο Ζαμβρί επίσης επόρνευσεν εις τας γυναίκας τών Μαδιανιτών, αλλ’ ο Ισραήλ ετιμωρείτο.

Όλοι λοιπόν και ατομικώς και δημοσίως να εξετάσωμεν τον τρόπον τής ζωής μας. Να θεωρήσωμεν την ξηρασίαν ω­σάν παιδαγωγόν, που υπενθυμίζει εις τον καθένα μας την ιδίαν αμαρτίαν. Να ειπωμεν και μάλιστα με συναίσθησιν τον λόγον τού γενναίου Ιώβ· «το χέρι τού Θεού είναι που με ήγγισε». Και μάλιστα μεν να καταλογίσωμεν την συμφοράν μας πρωταρχικώς εις τα αμαρτήματα. Εάν δε πρέπη να προσθέσωμεν και κάτι άλλο, ενίοτε αι κακοτυχίαι αυταί συμβαί­νουν εις τους ανθρώπους και ως δοκιμασίαι εις τας ψυχάς, διά να αποδειχθούν οι δόκιμοι, είτε πτωχοί είτε πλούσιοι είναι αυ­τοί, επάνω εις τας δυσκολίας. Διότι και οι μεν και οι δε δοκι­μάζονται ακριβώς διά της υπομονής. Και προ παντός κατά την περίοδον αυτήν αποδεικνύεται, εάν ο μεν είναι κοινωνικός και φιλάδελφος, εάν ο δε ευγνώμων και όχι αντιθέτως βλάσφη­μος, που αλλάσσει την διάθεσιν ταχέως μαζί με τας συμφοράς τής ζωής. Εγώ γνωρίζω πολλούς (και αυτό δεν το έμαθα εξ ακοής, αλλά εκ πείρας εγνώρισα τους ανθρώπους), οι οποίοι μέχρις ότου μεν ο βίος δι’ αυτούς προχωρεί ευνοϊκά, κατά την παροιμίαν, αναγνωρίζουν εμμέσως λοιπόν, αν και όχι τελείως, την χάριν εις τον ευεργέτην. Εάν δε κάποτε τα πράγματα τραπούν προς την αντίθετον κατάστασιν και γίνη ο μεν πλού­σιος πτωχός, η υγεία τού σώματος ασθένεια, η δόξα και η περιφάνεια εντροπή και ατίμωσις, γίνονται αχάριστοι, ξεστο­μίζουν βλασφημίας, τεμπελιάζουν εις την προσευχήν.Δυσανα­σχετούν εναντίον τού Θεού, ως να είναι χρεώστης που καθυστερεί την οφειλήν και δεν συμπεριφέρονται ως προς Κύριον που αγανακτεί. Αλλά διώξε από τους λογισμούς την σκέψιν αυτήν. Όταν δε ιδής τον Θεόν να μη χαρίζη τα απαραίτητα, έτσι να συλλογίζεσαι μέσα σου· μήπως ο Θεός αδυνατεί να χορηγήση την τροφήν; Και πώς είναι δυνατόν; Αυτός που είναι Κύριος του ουρανού και ολοκλήρου της δημιουργίας, σοφός ρυθμιστής τών εποχών και των καιρών, κυβερνήτης των όλων, που ώρισεν ωσάν κάποιον εύτακτον χορόν, τας εποχάς και τας τροπάς τού ηλίου να διαδέχωνται η μία την άλλην, διά να επαρκούν με την ποικιλίαν των εις τας διαφόρους ανάγκας μας· και άλλοτε μεν να πίπτη βροχή εις τον κατάλληλον καιρόν, άλλοτε δε πάλιν η ζέστη και το κρύον να εναλλάσσωνται κατά την διάρκειαν του έτους, και να μη λείπη η ξηρα­σία. Ο Θεός λοιπόν είναι δυνατός. Αφού δε έχει και την δύναμιν και τούτο γίνεται παραδεκτόν, μήπως άραγε λείπει η αγαθότης; Και αυτός ο λόγος είναι ανύπαρκτος. Διότι ποία ανάγκη θα έπειθεν αυτόν που δεν είναι αγαθός να δημιουργήση κατ’ αρχήν τον άνθρωπον; Ποιός δε θα εξηνάγκαζε τον κτίστην να πάρη χώμα και μάλιστα χωρίς να το θέλη, και από την λά­σπην να μορφοποιήση τέτοιο κάλλος; Ποιός είναι αυτός που κατ’ ανάγκην έπεισε να δωρήση τον λόγον εις τον άνθρωπον σύμφωνα προς την ιδικήν του εικόνα, διά να δεχθή, αφού απ’ εκεί ξεκινήση, την μάθησιν των τεχνών, και διά να μάθη να φιλοσοφή διά τα ουράνια, τα οποία δεν εγγίζει με τας αισθή­σεις; Και εάν έτσι συλλογίζεσαι, θα εύρης να συνυπάρχη εις τον Θεόν η αγαθότης και μέχρι ακόμη και τώρα να μη απουσιάζη. Διότι τί θα ημπόδιζε, πες μου, να μη είναι ξηρασία αυτό που βλέπομεν, αλλά τελεία πυρπόλησις; Και ο ήλιος να παρεξέκλινεν ολίγον από την κανονικήν πορείαν και να επλησίαζε τα περίγεια σώματα και αυτομάτως να κατέκαιε κάθε τι που βλέπομεν; Ή να βρέξη φωτιάν από τον ουρανόν, καθ’ όμοιον τρόπον, που ετιμώρησεν ήδη τους αμαρτωλούς; Αυτοκυριαρχήσου και έλα εις τα σύγκαλά σου, άνθρωπε· μη κάμης αυτά που κάμνουν τα ανόητα παιδιά που, επειδή τα εμάλωσεν ο διδάσκαλος, ξεσχίζουν τα βιβλία τους· ξεσχίζουν δε το ένδυ­μα του πατρός των, που διά την ωφέλειάν των αναβάλλει την τροφήν, ή με τα νύχια τους καταγρατζουνίζουν το πρόσωπον της μητέρας. Διότι τον μεν κυβερνήτην δοκιμάζει και σκληρα­γωγεί η τρικυμία, τον αθλητήν το στάδιον, τον στρατηγόν το στρατόπεδον, τον γενναιόκαρδον η συμφορά, τον δε Χρι­στιανόν η δοκιμασία. Και αι λύπαι δοκιμάζουν την ψυχήν, όπως η φωτιά δοκιμάζει τον χρυσόν. Είσαι πτωχός; Μη καταλαμβάνεσαι από αθυμίαν. Διότι η υπερβολική κατήφεια γίνεται αιτία τής αμαρτίας. Η μεν λύπη καταβαραθρώνει την διάνοιαν και η αμηχανία εμβάλλει ζάλην, η δε έλλειψις των λογισμών γεννά την αχαριστίαν. Αλλά να ελπίζης εις τον Θεόν. Μήπως δηλαδή δεν παρατηρή την στενοχώριαν; Κρατά την τροφήν εις τα χέρια του και καθυστερεί την χορήγησιν, διά να δοκιμάση την σταθερότητά σου, διά να πληροφορηθή την διάθεσίν σου, εάν δεν είναι ομοία με αυτήν των ακολάστων και των αχαρίστων. Διότι και αυτοί, μέχρις ότου μεν συμβαίνει να έχουν την τροφήν εις το στόμα τους, ευφημούν, κολακεύουν, υπερθαυμάζουν, όταν δε επ’ ολίγον αναβληθή το τραπέζι, ωσάν λίθους αφήνουν τας βλασφημίας προς αυτούς που πριν ολίγου λόγω της τέρψεως επροσκυνούσαν ωσάν θεόν. Διάβα­σε την Παλαιάν Διαθήκην και την Καινήν και θα εύρης εκεί, εις την κάθε μίαν, πολλούς να έχουν τραφή κατά διάφορον τρόπον. Ο Κάρμηλος, βουνόν υψηλόν και ακατοίκητον, έρημον αυτό, εφιλοξενούσεν έρημον τον Ηλίαν. Διά τον δίκαιον η ψυχή του ήταν η όλη περιουσία και εφόδιον της ζωής η ελπίδα προς τον Θεόν. Με το να ζη έτσι, δεν απέθανεν από την πείναν, αλλά τα αρπακτικώτατα και τα πλέον λαίμαργα από τα όρνεα, αυτά έφεραν τα τρόφιμα και υπηρετούσαν τον δίκαιον εις την τροφήν. Αυ­τά που από την φύσιν των αρπάζουν τας ξένας τροφάς, με το πρόσταγμα του Δεσπότου ήλλαξαν την φύσιν και έγιναν πιστοί φύλακες των άρτων και των κρεάτων. Εμάθαμεν δε λοι­πόν από την ιεράν ιστορίαν ότι τα κοράκια έφεραν τας τροφάς εις τον άνδρα. Επίσης και ο λάκκος τής Βαβυλώνος εκρατούσε τον νεαρόν Ισραηλίτην αιχμάλωτον μεν κατά την συμφοράν, ελεύθερον όμως εις την ψυχήν και το φρόνημα. Μήπως όμως έπαθε κάποιο κακόν από τα λεοντάρια; Όχι! Τα λεοντάρια μεν, παρά την φύσιν των, ενήστευαν, ο δε τροφεύς αυτού Αββακούμ ήρχετο διά μέσου του αέρος· ο άγγελος εκόμιζε μαζί με τα τρόφιμα και τον άνθρωπον. Και διά να μη δεινοπαθήση από την πείναν ο δίκαιος, ο προφήτης εις ελάχιστον χρόνον επέταξεν επάνω από τόσην ξηράν και θάλασσαν, όση εκτείνεται από την Ιουδαίαν μέχρι της Βαβυλώνος.

Επίσης τί έκαμνεν ο λαός τής ερήμου, του οποίου αρχηγός ήταν ο Μωυσής; Πώς οικονόμησε την ζωήν του επί σαράντα ολόκληρα χρόνια; Δεν υπήρχεν εκεί άνδρας που να σπέρνη, ούτε βόδι που να σύρη το αλέτρι, ούτε αλώνι, ούτε πατητήρι, ούτε αποθήκη, και όμως είχαν την τροφήν χωρίς σποράν και όργωμα, και ο βράχος εχορηγούσε τας πηγάς, που πρώτα δεν υπήρχαν, αλλ’ εξετινάχθησαν εις την ανάγκην. Παραλείπω να απαριθμήσω τα επί μέρους τής προνοίας τού Θεού, που πολλάς φοράς κατά τρόπον πατρικόν ενεφάνισεν εις τους ανθρώπους. Εσύ δε να υπομείνης ολίγον την συμφοράν, ό­πως ο γενναίος Ιώβ, και να μη λυγίσης από την τρικυμίαν, μή­τε να αποβάλης τα εμπορεύματα της αρετής. Σαν πολύτιμον διαθήκην να διαφυλάξης εις την ψυχήν σου την ευχαριστίαν και θα λάβης και εσύ διά την ευγνωμοσύνην διπλάσιαν απόλαυσιν. Να ενθυμήσαι τον αποστολικόν λόγον «δι’ όλα να ευχαριστήτε». Είσαι πτωχός; έχεις εξάπαντος άλλον πτωχότερον από εσέ. Έχεις διά δέκα ημέρας τρόφιμα εσύ; εκείνος έχει διά μίαν. Σαν καλός και ευγνώμων να εξισώσης το περίσσευμά σου με τον ενδεή. Μη διστάσης να δώσης από το ολίγον. Μη προτιμήσης το συμφέρον σου εμπρός εις την κοινήν συμφοράν. Και αν ο άρτος σου περισσεύη κατά ένα ψωμί και σου κτυπήση την πόρταν ο ζητιάνος, πάρε από την αποθήκην το ένα ψωμί και αφού το βάλης εις τα χέρια του ύψωσε το βλέμ­μα σου εις τον ουρανόν και ειπέ λόγον θλιβερόν μαζί και ευγνώμονα· ένα ψωμί, όπως βλέπεις, Κύριε, και ο κίνδυνος είναι ολοφάνερος. Αλλ’ εγώ θέτω την εντολήν σου επάνω από εμέ και από το ολίγον δίδω εις τον αδελφόν μου που λιμοκτονεί. Δώσε λοιπόν και συ εις τον δούλον σου, που κινδυνεύει. Γνω­ρίζω καλά την αγαθότητά σου και ελπίζω εις την δύναμίν σου. Δεν αναβάλλεις επί πολύ τας δωρεάς, αλλά τας σκορπάς, όταν θέλης. Και αν έτσι ομιλήσης και ενεργήσης, τον άρτον που δί­δεις εις καιρόν δυσκολίας, γίνεται σπόρος γεωργικός, αποφέρει πλούσιον τον καρπόν, είναι προκαταβολή τής τροφής, γίνεται πρόξενος ελέους. Πες και συ εις παρομοίας περιστάσεις τον λό­γον τής χήρας τής Σιδωνίας. Θυμήσου επικαίρως την ιστορίαν. «Ζη Κύριος, δεν έχω τίποτε άλλο παρά μόνον μία χούφταν αλεύρου διά την διατροφήν εμού και των παιδιών μου». Και εάν δώσης από το υστέρημα, θα έχης και συ το λαδοδοχείον κατάμεστον από δωρεάν και την αλευραποθήκην ακένωτον. Διότι διά τους πιστούς φιλοτίμως η χάρις τού Θεού με το να εισάγη το διπλάσιον μιμείται τα πηγάδια, τα οποία πάν­τοτε αδειάζουν αλλά δεν εξαντλούνται. Δάνεισε συ ο άπορος, εις τον πλούσιον Θεόν. Δώσε εμπιστοσύνην εις αυτόν που πάντοτε θεωρεί προσωπικά τον εαυτόν του υπόχρεον, δι’ αυτά που δίδεις εις αυτόν που θλίβεται και ανταποδίδει την ευεργεσίαν από τα ιδικά του αγαθά. Είναι αξιόπιστος εγγυητής, διότι έχει απλωμένους τους θησαυρούς του εις όλα τα μέρη τής γης και της θαλάσσης.Και εάν, ενώ πλέεις, απαιτήσης το δά­νειον, θα λάβης το κεφάλαιον μαζί με τους τόκους εις το μέσον τού πελάγους. Διότι φιλοδοξεί να δίδη περισσότερα.

Η πείνα είναι η αρρώστια αυτού, ο οποίος πεινά. Αυτή είναι φοβερά ασθένεια.Η πείνα είναι η πιο μεγάλη από τας συμφοράς των ανθρώπων και ο φοβερώτερος θάνατος από όλους τους θανάτους. Διότι εις τους άλλους κινδύνους ή η κό­ψη τού ξίφους ταχέως επιφέρει τον θάνατον ή η ορμή τής φω­τιάς αποτόμως σβήνει την ζωήν ή τα θηρία με τα δόντια αφού κατασπαράξουν τα ζωτικώτερα από τα μέλη, δεν επιτρέπουν την τιμωρίαν με την διάρκειαν της οδύνης. Η πείνα όμως επιβραδύνει το κακόν. Παρατείνει τον πόνον με το να ενεδρεύη και να λουφάζη η αρρώστια και με το να κάμνη ώστε πάντοτε ο θάνατος να είναι παρών και πάντοτε να βραδύνη. Διότι δαπανά το υγρόν που υπάρχει εις τον οργανισμόν, καταστέλλει την θερμότητα, περιορίζει το βάρος, μαραζώνει ολίγον κατ’ ολί­γον την δύναμιν. Η σάρκα κολλά ωσάν αράχνη εις τα κόκκαλα. Το χρώμα δεν είναι ανθηρόν. Διότι το κόκκινον υποχωρεί με την φθοράν τού αίματος και η λευκότης δεν υπάρχει, αφού η επιδερμίδα μελανιάζει από την ισχνότητα. Μαυροκιτρινίζει το σώμα, διότι από την νόσον ανακατώνεται οικτρώς η ωχρότης με το μαύρον. Τα γόνατα δεν αντέχουν, αλλά λυγίζουν από την ανάγκην. Η φωνή είναι λεπτή και αδύνατη. Τα μάτια ασθενικά εις τας κόγχας, παραμένουν ανώφελα εις τας κόγχας των, όπως εκείνοι από τους καρπούς που αποξηραίνονται εις τα κελύφη των. Η κοιλία αδειανή και ζαρωμένη, άμορφος, χωρίς βάρος, δεν έχει τον φυσικόν τόνον των σπλάγχνων και είναι κολλημένη εις τα κόκκαλα του οπισθίου μέρους. Αυτός λοιπόν που περιφρονεί ένα τέτοιο σώμα πόσας κολάσεις αξίζει; Ποίαν δε υπερβολήν σκληρότητος δεν θα ξεπεράση; Πώς δεν αξίζει να συγκαταριθμηθή εις τα ανήμερα από τα θηρία και να θεωρήται μολυσμένος και ανθρωποκτόνος; Διότι αυτός, που εις το χέρι του είναι να θεραπεύση το κακόν και που με την θέλησίν του αναβάλλει εξ αιτίας τής πλεονεξίας, ευλόγως θα ημπορούσε να καταδικάζεται εξ ίσου με αυτούς που ιδιοχείρως διαπράττουν τον φόνον. Το κακόν τής πείνης εξηνάγκασε πολλάς φοράς πολλούς να παραβιάσουν και τους φυσικούς νόμους. Να φάγη δηλαδή άνθρωπος τα σώματα των συγγενών, η μητέρα δε το παιδί της που από την κοιλίαν της εγέννησε να το δεχθή αδίκως και πάλιν εις την κοιλίαν της. Και τοο δράμα αυτό το δι­εκτραγώδησε η ιουδαϊκή ιστορία, που συνέταξεν ο σπουδαίος κατά την γνώμην μου Ιώσηπος, τότε που τα φοβερά πάθη κατέλαβαν τους κατοίκους τής Ιερουσαλήμ, που επλήρωναν έτσι τας δικαίας τιμωρίας διά την ασέβειάν των εις τον Θεόν. Βλέ­πεις ότι και ο ίδιος ο ιδικός μας Θεός τα μεν άλλα από τα πα­θήματα παραβλέπει, τους πεινώντας όμως με συμπάθειαν ευσπλαγχνίζεται. «Σπλαγχνίζομαι, λέγει, τον λαόν». Διά τού­το και εις την τελικήν κρίσιν, εκεί όπου προσκαλεί τους δικαίους ο Κύριος, την πρώτην θέσιν κατέχει αυτός που δίδει. Αυτός που τρέφει είναι πρώτος εις τους τιμωμένους. Αυτός που εχορήγησε τον άρτον προσκαλείται πρώτα απ’ όλους. Ο αγαθός και μεταδοτικός μεταβαίνει εις την ζωήν πρώτος από τους άλλους δικαίους. Αυτός που δεν κοινωνεί εις τας ανάγκας του πλησίον και ο τσιγκούνης παραδίδεται εις την φωτιάν πρώτος από όλους τους αμαρτωλούς. Ο καιρός σε καλεί εις την μητέρα τών εντολών. Και να φροντίσης πάρα πολύ διά να μη χάσης τον καιρόν τής πανηγύρεως και των εμπορικών συναλλαγών. Διότι ο χρόνος τρέχει και δεν περιμένει αυτόν που αργοπορεί. Αι ημέραι φεύγουν και προσπερνούν τον οκνηρόν. Και όπως δεν ημπορεί κανείς να σταματήση το ρεύ­μα του ποταμού, εκτός εάν κάποιος χρησιμοποιήση όπως πρέ­πει το νερόν, αφού το ανακόψη, κατά την πρώτην συνάντησιν και ορμήν, έτσι ούτε τον χρόνον, που τρέχει σύμφω­να με την αναγκαστικήν πορείαν, ημπορεί να συγκρατήση, ούτε αφού περάση να τον ανακαλέση εις τα οπίσω, εκτός εάν κάποιος τον προλάβη, όταν έρχεται. Και διά τούτο κράτησε την εντολήν ωσάν να φεύγη και εφάρμοσέ την και αφού την συλλάβης από παντού άρπαξέ την εις τας αγκάλας σου. Δώσε ολίγα και απόκτησε πολλά. Εξαφάνισε την πρωταρχικήν αμαρτίαν διά της μεταδόσεως της τροφής. Διότι, όπως ο Αδάμ που παρανόμως έφαγε, μετέδωσε την αμαρτίαν, έτσι ημείς εξαλείφομεν την πονηράν βρώσιν, εάν θεραπεύσωμεν την ανάγ­κην και την πείναν τού αδελφού.

Λαοί, ακούστε! Χριστιανοί, ακούστε προσεκτικά! Αυ­τά λέγει ο Κύριος. Δεν ομιλεί εις τον λαόν με την φωνήν του, αλλά με τα στόματα των δούλων του, ωσάν με όργανά του, σαλπίζει. Ας μη φανούμεν ημείς οι λογικοί σκληρότεροι από τα άλογα ζώα. Διότι εκείνα από κοινού χρησιμοποιούν αυτά που βλαστάνει εκ φύσεως η γη. Και τα κοπάδια τών προβάτων βοσκούν εις ένα και το ίδιον βουνόν. Πάμπολλα άλογα μίαν και την ιδίαν πεδιάδα καταλαμβάνουν ως βοσκότοπον. Και όλα τα είδη τών ζώων έτσι μεταξύ των το ένα προς το άλλο παραχωρούν την αναγκαίαν απόλαυσιν των τροφών. Ημείς όμως οικειοποιούμεθα τα κοινά και κατέχομεν μόνοι αυτά που ανήκουν εις τους πολλούς. Ας εντρεπώμεθα τα φιλάνθρωπα διηγήματα των ειδωλολατρών. Εις μερικούς εξ αυτών νόμος φιλάνθρωπος απειργάζετο μίαν τράπεζαν και κοινά τρόφιμα, και σχεδόν μίαν οικογένειαν τον πολυάνθρωπον λαόν. Ας αφήσωμεν τους εθνικούς και ας έλθωμεν εις το παράδειγμα των τριών χιλιάδων. Ας ζηλέψωμεν την πρώτην εκκλησίαν τών Χριστιανών, όπου τα πάντα ήταν κοινά εις αυτούς, δηλαδή η ζωή, η ψυχή, η συμφωνία, η κοινή τράπεζα, η αδιαίρετος αδελφότης, η ανυπόκριτος αγάπη, που ήνωνεν εις ενα τα πολλά σώματα, και συνήρμοζε τας διαφόρους ψυχάς εις μίαν ομόνοιαν. Από την Παλαιάν και την Νέαν Διαθήκην έχεις πολλά παραδεί­γματα φιλαδελφίας. Εάν αντικρύσης γέροντα που πεινά να τον καλέσης και να τον θρέψης, όπως ο Ιωσήφ τον Ιακώβ. Εάν εύρης εχθρόν που ευρίσκεται εις δυσκολίαν μη προσθέσης εις την οργήν που σε κατέχει την εκδίκησιν, αλλά να τον θρέ­ψης όπως εκείνος έθρεψε τους αδελφούς, που τον επώλησαν. Εάν συναντήσης νεώτερον που καταπονείται, να κλαύσης έτσι, όπως εκείνος τον Βενιαμίν, το παιδί τών γερατειών. Ίσως να πειράζη και σε η πλεονεξία, όπως η κυρία τον Ιω­σήφ· σε τραβά από τα ενδύματα, διά να παραβής την εν­τολήν και να αγαπήσης περισσότερον εκείνην που αγαπά τα χρυσαφικά και τα στολίδια, παρά την προσταγήν του Δεσπότου. Όταν λοιπόν έλθη λογισμός που καταπολεμεί την εντολήν αυτήν και προσελκύει τον εγκρατή νουν εις την φιλαργυρίαν, και σε εξαναγκάζει να αδιαφορήσης διά την φιλαδελφίαν και σε κρατά πλησίον της, ρίξε και συ κάτω τα ενδύματα, και ωργισμένος φύγε. Να διατηρήσης την πίστιν εις τον Κύριον, όπως εκείνος εις τον Πετεφρήν. Να μεριμνήσης δι’ έν ετος, όπως εκείνος εμερίμνησε δι’ επτά έτη. Μη δίδης τα πάντα εις την ηδονήν, δώσε και κάτι εις την ψυχήν. Και να πιστέψης πως έχεις δύο θυγατέρας· την καλοπέρασιν εδώ και την ουράνιον ζωήν. Εάν δεν θελήσης να τα δώσης όλα εις την ανωτέραν, μοίρασέ τα λοιπόν εξ ίσου και εις την ακόλαστον κόρην και εις την αγαθήν. Να μη παρουσιάσης την εδώ διαγωγήν σου βαθύπλουτον και την άλλην γυμνήν και ενδεδυμένην με εμβαλώματα, αλλ’ όταν χρειασθή να παραστής εις τον Χριστόν και αντιμετωπίσης τον κριτήν, η κατ’ αρετήν ζωή να έχη νυμφικόν ένδυμα και πρόσκλησιν. Μη λοιπόν παρουσιάσης εις τον νυμφίον την νύμ­φην δύσμορφον και αστόλιστον, διά να μη την ιδή και γυρίση το πρόσωπόν του και αφού την ιδή την μισήση και αρνηθή τον γάμον. Αλλά αφού την αρματώσης με τον στολισμόν που αρμόζει, να την διαφυλάξης όμορφην ως την προθεσμίαν τών γάμων. Διά να ανάψη και αυτή μαζί με τας φρονίμους παρθέ­νους την λαμπάδα, να διατηρήση άσβεστον την φλόγα τής γνώσεως και να μη της λείψη το λάδι τών καλών έργων. Διά να επαληθευθή έτσι εμπράκτως η θεία προφητεία και εύρη εφαρμογήν εις την ψυχήν σου ο λόγος· «στέκεται εις τα δεξιά σου η βασίλισσα ενδεδυμένη και στολισμένη με ενδυμασίαν χρυσοκέντητον. Ακουσε κόρη, και ιδές και κλίνε το αυτί σου, ο βασιλεύς θα επιθυμήση την ομορφιάν σου». Αυτά βεβαίως γενικά προανήγγειλεν ο ψαλμωδός, προφητεύων την ωραιότητα ολοκλήρου του σώματος. Κατά κύριον λόγον δε θα εύρη εφαρμογήν και εις την ψυχήν του καθενός, αφού βέβαια η Εκ­κλησία αποτελείται από τα επί μέρους άτομα.

Σκέψου, παρακαλώ, λογικά το παρόν και το μέλλον, το οποίον μη προδίδης λόγω αισχροκερδίας. Το σώμα που είναι το χαρακτηριστικόν σου εις την ζωήν θα σε αφήση. Εις την εμφάνισιν του κριτού που αναμένεται και που αναμφιβόλως θα έλθη, θα αποκλείσης μεν διά τον εαυτόν σου την απονομήν τών τιμών και την επουράνιον δόξαν και θα ανοίξης την άσβεστον φωτιάν, την γέενναν, τα κολαστήρια και τους πικρούς από τας οδύνας αιώνας, αντί της αιωνίου και μακαρίας ζωής. Μη με πάρης, ωσάν κάποιαν μητέρα ή τροφόν, πως σου επισείω ψεύτικα μορμολύκεια, όπως εκείναι συνηθίζουν να κάμνουν εις τα μικρά παιδιά, όταν θρηνούν άτακτα και συν­εχώς τα καθησυχάζουν με φανταστικά διηγήματα. Αυτά δεν είναι παραμύθι, αλλά λόγος που έχει κηρυχθή προ πολλού από αδιάψευστον φωνήν. Και γνώριζε επακριβώς ότι σύμφωνα με την ευαγγελικήν προφητείαν «ένα γιώτα ή ένα γράμμα δεν θα καταργηθή από τον νόμον μέχρις ότου γίνουν όλα». Αλλά και το σώμα που έχει εξαφανισθή εις τους τάφους θα αναστηθή και η ιδία η ψυχή που με τον θάνατον έχει αποχωρισθή, πάλιν θα κατοικήση εις το σώμα. Και θα γίνη ακριβής έλεγχος των πράξεων της ζωής κατά τον οποίον δεν θα μαρτυ­ρήσουν άλλοι, αλλ’ η ιδία η συνείδησις θα καταθέση ως μάρτυς. Εις τον καθένα δε θα αποδοθή από τον δίκαιον δικαστήν το κατ’ αξίαν. Εις αυτόν πρέπει η δόξα, η δύναμις και η προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Έτσι θα βγούμε από την κρίση!

Αν ακούγαμε και συμβουλευόμασταν τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, δεν θα είχαμε ποτέ οικονομική κρίση, διότι η οικονομική κρίση είναι αποτέλεσμα της κακής πνευματικής μας κατάστασης. Πρώτα είναι πνευματική η κρίση και μετέπειτα οικονομική.

~ Ποιός σου έδωσε τα πλούτη; Πόσην μεγάλη χάριν έπρεπε να χρωστάς εις τον ευεργέτην, πόσον να είσαι χαρούμενος και να λαμπρύνεσαι με την τιμήν, διότι ο ίδιος δεν ενοχλείς την πόρταν των άλλων, αλλά άλλοι κρούουν τας ιδικάς σου!

Τώρα δε είσαι κατσούφης και αποκρουστικός, αποφεύγων τας απαντήσεις , μη τυχόν κάπου αναγκασθής να βγάλης έστω και ολίγον από τα χέρια σου. Μίαν λέξιν γνωρίζεις∙ δεν έχω∙ Ούτε θα δώσω , διότι είμαι πτωχός. Πράγματι πτωχός είσαι και στερείσαι απ’ όλα τα αγαθά. Πτωχός από φιλανθρωπίαν, πτωχός από πίστιν εις τον Θεόν, πτωχός από ελπίδα αιώνιον. Κάμε συμμέτοχους εις τα σιτηρά τους αδελφούς. Αυτό που αύριον σαπίζει, δώσε το σήμερον εις τον έχοντα ανάγκην. Η χειρότερα μορφή της πλεονεξίας είναι το να μη δίδη κανείς εις τους ενδεείς ούτε από αυτά που φθείρονται.

Ποίον, λέγει, αδικώ με το να προστατεύσω τα ιδικά μου; Ποία, πες μου, είναι ιδικά σου; Από πού τα έλαβες και τα έφερες εις την ζωήν; Όπως όταν κάποιος , αφού καταλάβη εις το θέατρον θέσιν θέας, εμποδίζη έπειτα τους εισερχόμενους με το να νομίζη ιδικόν του αυτό που είναι κοινόν κατά την χρήσιν εις όλους, τέτοιοι είναι και οι πλούσιοι. Δηλαδή, αφού εκ των προτέρων εκυρίευσαν τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούνται λόγω του ότι τα επρόλαβαν. Διότι, εάν ο καθένας , κρατών αυτό που χρειάζεται δια να θεραπεύση τας ανάγκας του, άφηνε το περίσσευμα εις τον έχοντα ανάγκην, τότε κανένας δεν θα ήταν πλούσιος , κανένας δε θα ήταν φτωχός.

Δεν εξήλθες γυμνός από την κοιλίαν; Δεν θα επιστρέψης και πάλιν γυμνός εις την γην; Αυτά δε που έχεις τώρα από πού τα έχεις; Εάν μεν λέγης ότι από την τύχην είσαι άθεος, διότι δεν γνωρίζεις τον δημιουργόν, ούτε ευχαριστείς τον δοτήρα. Εάν δε αποδέχεσαι ότι από τον Θεόν είναι, πες μου τον λόγον δια τον οποίον τα έλαβες. Μήπως ο Θεός είναι άδικος που άνισα μοιράζει εις ημάς τα αναγκαία δια την ζωήν; Διατί εσύ πλουτείς και εκείνος είναι πτωχός; Δια κανένα άλλον λόγον παρά δια να λάβης εξάπαντος και εσύ τον μισθόν της αγαθότητος και της καλής διαχειρίσεως και εκείνος δια να τιμηθή με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής.

ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Νά προσεύχεσαι κάθε φορά πού κάθεσαι στό τραπέζι

Όταν δέχεσαι το ψωμί, να αποδίδεις την ευχαριστία σ’ Αυτόν που το έδωσε. Όταν με οίνο στηρίζεις την ασθένεια του σώματος, να θυμάσαι Αυτόν που σου παρέχει το δώρο για να ευφραίνεται η καρδιά και να καταπραΰνονται οι ασθένειες.
Πέρασε η ανάγκη των φαγητών; Η μνήμη όμως του Ευεργέτη να μην παρέλθει. Κάθε φορά που φοράς τον χιτώνα να ευχαριστείς Αυτόν που σου τον έδωσε.
Όταν ντύνεσαι το ρούχο, να αυξήσεις την αγάπη στον Θεό, ο οποίος μας χάρισε κατάλληλα σκεπάσματα και για τον χειμώνα και για το καλοκαίρι, τα οποία και τη ζωή μας προφυλάσσουν και την ασχήμια καλύπτουν.
Τελείωσε η ημέρα; Να ευχαριστείς Αυτόν που μας χάρισε τον ήλιο για να μας εξυπηρετεί στα έργα της ημέρας και που έδωσε το φως για να φωτίζει τη νύχτα και να εξυπηρετεί τις λοιπές ανάγκες της ζωής»

του Αγίου Μεγάλου Βασιλείου

Έτσι γινόμαστε ναός του Θεού

Προσευχές πάλι, οι οποίες διαδέχονται την ανάγνωση, βρίσκουν την ψυχή πιο νεαρή και πιο ακμαία, αφού έχει συγκινηθεί από τον πόθο προς τον Θεό (που προκάλεσε η ανάγνωση). Καλή δε προσευχή είναι εκείνη που προκαλεί μέσα στην ψυχή, σαφή την έννοια του Θεού. Και αυτό είναι ενοίκηση του Θεού, το να έχει κανείς εγκατεστημένο μέσα του το Θεό με τη μνήμη. Έτσι γινόμαστε ναός του Θεού, όταν δεν διακόπτεται η συνέχεια αυτής της μνήμης από γήινες φροντίδες, όταν δεν ταράσσεται ο νους από απροσδόκητα πάθη, αλλά αποφεύγοντάς τα όλα ο φιλόθεος αναχωρεί στο Θεό, και εκδιώκοντας ό,τι μας προσκαλεί στην κακία, ενδιατρίβει στις ασχολίες που οδηγούν στην αρετή…

-Πώς κατορθώνει κανείς την συγκέντρωση στην προσευχή;

Εάν μέσα του βεβαιωθεί ότι μπροστά του είναι ο Θεός. Διότι εάν κάποιος που βλέπει έναν άρχοντα ή προϊστάμενο και συζητεί μαζί του έχει το βλέμμα προσηλωμένο σ’ αυτόν, πόσο μάλλον αυτός που προσεύχεται στο Θεό θα έχει το νου προσηλωμένο σ’ Αυτόν που ελέγχει καρδίες και νεφρούς -«ετάζων καρδίας και νεφρούς ό Θεός» (Ψαλμ. 10)- εφαρμόζοντας αυτό που λέγει η Γραφή: «…και τα χέρια που υψώνουν στον ουρανό να είναι καθαρά, χωρίς οργή και εριστικότητα» (Α’ Τιμόθ. 2, 8),
Όταν ο Κύριος είπε στην προσευχή του: «Πάτερα μου, αν είναι δυνατόν, ας μην πιω αυτό το ποτήρι» (Ματθ. 26′, 39), ύστερα συμπλήρωσε: «αλλά ας μη γίνει το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου». Συνεπώς πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν μας έχει επιτραπεί να ζητούμε ό,τι θέλουμε, αφού δεν γνωρίζουμε ούτε καν το συμφέρον μας: «…εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι ούτε πως να προσευχηθούμε…» (Ρωμ. 8′ 26). Ώστε τα αιτήματα πρέπει να τα υποβάλλουμε στο Θεό με πολλή περίσκεψη, σύμφωνα με το θέλημά του· κι εάν δεν εισακουσθούμε πρέπει να γνωρίζουμε ότι χρειάζεται επίμονη και καρτερία, σύμφωνα με την παραβολή του Κυρίου για το ότι «πρέπει πάντοτε να προσευχόμαστε και να μην αποκάμουμε» (Λουκ. 18, 1) και με τον άλλο λόγο του Κυρίου που είπε σε άλλη περίσταση ότι: «… για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει ό,τι χρειάζεται» (Λουκ. 11′ 8)· ή χρειάζεσαι διόρθωση και επιμέλεια, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Θεός σε κάποιους ανθρώπους διά μέσου του Προφήτη: «όταν εκτείνετε τα χέρια σας, θα αποστρέψω τα μάτια μου από σας. Και εάν αυξήσετε τις δεήσεις σας, δεν θα εισακουστείτε, γιατί τα χέρια σας είναι γεμάτα αίματα. Λουσθείτε, και γίνετε καθαροί…» κ.λπ. (Ησ. Α’ 15-16). Ότι δε και τώρα γίνονται και είναι τα χέρια των πολλών γεμάτα αίματα, δεν πρέπει καθόλου ν’ αμφιβάλλουν αυτοί που πιστεύουν σ’ εκείνη την κρίση του Θεού…

- Ποιο είναι το «ταμιείον», στο οποίο προστάζει ο Κύριος να εισέλθει ο προσευχόμενος;

Ταμείο συνήθως ονομάζουμε ένα χώρο κενό και απόμερο, που βάζουμε ό,τι θέλουμε να αποθηκεύσουμε, ή που είναι δυνατόν να κρυφτούμε, όπως αναφέρεται από τον Προφήτη: «Βάδιζε, λαέ μου, μπες μέσα στο ταμείο σου, κλείσε τη πόρτα σου, κρύψου…» (Ησ. 26′ 20). Η δύναμη της εντολής γίνεται σαφής από τα συμφραζόμενα, διότι ο λόγος απευθύνεται σ’ αυτούς που πάσχουν από ανθρωπαρέσκεια. Ώστε αν κάποιος ενοχλείται από αυτό το πάθος, καλά κάνει που αποσύρεται στην προσευχή και απομονώνεται, μέχρι να μπορέσει ν’ αποκτήσει τη διάθεση να μην προσέχει τους επαίνους των ανθρώπων, αλλά να αποβλέπει μόνο στο Θεό, όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «όπως τα μάτια των δούλων είναι προσηλωμένα στα χέρια του Κυρίου τους, και τα μάτια της δούλης στα χέρια της Κυρίας της, έτσι και τα δικά μας μάτια να είναι στραμμένα προς τον Κύριο και Θεό μας…» (Ψαλμ. 122′ 2). Εάν όμως κάποιος με τη χάρη του Θεού είναι καθαρός από εκείνο το πάθος, δεν έχει ανάγκη να κρύβει το καλό.
Όταν ο διάβολος επιχειρεί να μας επιβουλευθεί και προσπαθεί να εκτοξεύσει τους λογισμούς του σαν πυρακτωμένα βέλη με πολλή σφοδρότητα μέσα στην αμέριμνη και ήσυχη ψυχή και ξαφνικά να την πυρπολήσει και να υπενθυμίζει μακροχρόνια και επίμονα εκείνα που έσπειρε μία φορά, τότε πρέπει αυτές τις επιβουλές να τις αντιμετωπίσουμε με εγρήγορση και εντατική προσοχή, όπως ο αθλητής που αποτρέπει τις λαβές των αντιπάλων με την ακριβέστατη επιφυλακή και την ταχύτητα του σώματος, και να αναθέσουμε στην προσευχή και την πρόσκληση της συμμαχίας του Θεού τη διεξαγωγή του πολέμου και την αποφυγή των βελών. Διότι αυτό μας δίδαξε ο Παύλος, λέγοντας: «… εκτός από όλα αυτά, κρατάτε πάντα την πίστη σαν ασπίδα, πάνω στην οποία θα μπορέσετε να σβήσετε τα φλογισμένα βέλη του πονηρού…» (Εφ. 6, 16). Και αν λοιπόν υποβάλλει τις πονηρές φαντασίες του κατά την ώρα της προσευχής, να μη σταματήσει η ψυχή να προσεύχεται, ούτε να νομίζει ότι αυτή είναι υπεύθυνη για την σπορά του εχθρού στον αγρό της και για τις ποικίλες φαντασίες του πονηρού, αλλά σκεπτόμενη ότι η φαντασία των άτοπων σκέψεων οφείλεται στην αναίδεια του εφευρέτη της πονηρίας, ας εντείνει τη γονυκλισία και ας ικετεύει το Θεό να διαλυθεί το πονηρό τείχος της μνήμης των άτοπων λογισμών, ώστε ανεμπόδιστα, με τη δύναμη του νου να διαβεί στη στιγμή ακάθεκτη προς το Θεό, χωρίς να διακόπτεται σε κανένα σημείο από τις εφόδους των πονηρών ενθυμήσεων.
Εάν στέκεσαι ενώπιον του Θεού όπως πρέπει και προσφέρεις όλες σου τις δυνάμεις, μην απομακρυνθείς μέχρι να λάβεις το αίτημά σου· εάν όμως σε κατακρίνει η συνείδησή σου ότι καταφρονείς και εάν, ενώ μπορείς, δεν προσεύχεσαι συγκεντρωμένος, μην τολμήσεις να σταθείς ενώπιον του Θεού, για να μη γίνει η προσευχή σου αφορμή αμαρτίας. Εάν όμως, επειδή εξαντλήθηκες από την αμαρτία, δεν μπορείς να προσεύχεσαι απερίσπαστα, να βιάζεις όσο μπορείς τον εαυτό σου και να στέκεσαι επίμονα ενώπιον του Θεού, έχοντας το νου σου σ’ Αυτόν και συμμαζεύοντάς τον στον εαυτό του· και ο Θεός συγχωρεί, επειδή αδυνατείς να σταθείς όπως πρέπει ενώπιόν Του, όχι από καταφρόνηση, αλλά από αδυναμία. Εάν βιάζεις τον εαυτό σου μ’ αυτό τον τρόπο σε κάθε καλό έργο, μην αποκάμεις μέχρι να λάβεις το αίτημά σου, αλλά κτύπα την πόρτα Του ζητώντας το αίτημά σου. Διότι λέγει: «όποιος ζητάει παίρνει, όποιος ψάχνει βρίσκει και όποιος χτυπάει του ανοίγεται» (Λουκ. 11′, 10). Διότι τι άλλο θέλεις να επιτύχεις παρά μόνο την κατά Θεό σωτηρία;

Μέγας Βασίλειος
(Από το βιβλίο «Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος)

diakonima.gr

Ἡ μουσικὴ, γιὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, εἶναι μέσο κατευνασμοῦ τῶν παθῶν, ψυχικῆς κάθαρσης, πνευματικῆς ἀγαλλίασης

Οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας τονίζουν συχνὰ στὰ κείμενά τους τὸν ρόλο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς στὴν διαμόρφωση καὶ τὴν καλλιέργεια τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους καὶ παροτρύνουν τοὺς χριστιανοὺς νὰ ὑμνοῦν μὲ τὴν μουσικὴ τὸν Θεό. Ἡ μουσικὴ, γιὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, εἶναι μέσο κατευνασμοῦ τῶν παθῶν, ψυχικῆς κάθαρσης, πνευματικῆς ἀγαλλίασης.

Γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ἡ ψαλμωδία γαληνεύει τίς ψυχές, προξενεῖ τήν εἰρήνη, καταστέλλει τόν θόρυβο καί τά κύματα τῶν λογισμῶν». 

Μέγας Ἀθανάσιος, ἐπίσης, γράφει τὰ ἑξῆς: «Μέ τήν ψαλμωδία ἡ ταραχή καί ἡ ἀγριότητα καί ἡ ἀταξία πού ὑπάρχει στήν ψυχή ἐξομαλύνεται, ἐνῶ ἡ λύπη θεραπεύεται». 
Τέλος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ: «Γίνεται ἅγιος καί ὁ ἀέρας μέ τήν ψαλμωδία… Ἡ διάνοια ἀκούει τήν φωνή καί ἀλλάζει· εἰσέρχεται ἡ μελωδία καί δραπετεύουν τά πάθη τῆς πλεονεξίας»2.

Ἡ βυζαντινή μουσική, ὅταν τήν χρησιμοποιοῦμε, μᾶς ἁγιάζει χωρίς πολύ κόπο.
«Ἡ βυζαντινή μουσική», δίδασκε ὁ Άγιος Πορφύριος, «εἶναι πάρα πολύ ὠφέλιμη. Κανένας χριστιανός δέν πρέπει νά ὑπάρχει χωρίς νά ξέρει βυζαντινή μουσική. Πρέπει ὅλοι νά μάθομε. Ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ψυχή. Ἡ μουσική ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ἀναίμακτα. Χωρίς κόπο, ἀγαλλόμενος, γίνεσαι ἅγιος»3.

«Ὅταν μελαγχολεῖτε», ἔγραφε πρὸς πνευματικό του παιδὶ ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος, «νὰ ψάλλετε τὰ δυὸ τοῦτα τροπάριά Της: «Μακαρίζομεν σὲ πᾶσαι αἱ γενεαί, Θεοτόκε Παρθένε· ἐν Σοί γὰρ ὁ ἀχώρητος Χριστὸς ὁ Θεὸς Ἡμῶν χωρηθῆναι ηὐδόκησε. Μακάριοι ἐσμέν καὶ ἡμεῖς προστασίαν Σὲ ἔχοντες· ἡμέρας γὰρ καὶ νυκτὸς πρεσβεύεις ὑπὲρ ἠμῶν καὶ τὰ σκῆπτρα τῆς βασιλείας ταῖς Σαῖς ἱκεσίαις κρατύνονται διὸ ἀνυμνοῦντες βοῶμεν Σοί· Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά Σοῦ». «Σὲ τὸ ἀπόρθητον τεῖχος, τὸ τῆς σωτηρίας ὀχύρωμα, Θεοτόκε Παρθένε, ἱκετεύομεν. Τὰς τῶν ἐναντίων βουλάς διασκέδασον, τοῦ λαοῦ Σου τὴν λύπην εἰς χαρὰν μετάβαλε· ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ κόσμου πρέσβευε· ὅτι Σὺ εἶ, Θεοτόκε, ἡ ἐλπὶς Ἡμῶν»»4.

Ἀπόσπασμα ἀπό τό Βιβλίο:Τά πάθη καί ἡ κατάθλιψη – Τί εἶναι καί πῶς θεραπεύονται (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου)

Αν θελήσεις, θα βρεις αμέτρητους λόγους για τους οποίους πρέπει να ευχαριστείς τον Θεό

Πολλές φορές συμβαίνουν ατυχίες και θλίψεις στη ζωή του ανθρώπου, ώστε και μ' αυτές να αποδειχθεί ποιοί, πλούσιοι ή φτωχοί, είναι στερεωμένοι στην πίστη και δυνατοί. Γιατί και οι δυο αυτές κατηγορίες των ανθρώπων δοκιμάζονται στην υπομονή. Στον καιρό μάλιστα των πειρασμών και των θλίψεων, μπορεί να γίνει φανερό κατά πόσο, ο πλούσιος συμπάσχει με τους άλλους. Κατά πόσο δηλαδή ελεεί και αγαπά τους αδελφούς...

Ο φτωχός επίσης κατά πόσο δέχεται τις θλίψεις, ευχαριστώντας τον Θεό και όχι βλασφημώντας και αλλάζοντας εύκολα, ανάλογα με τις περιστάσεις, τα φρονήματά του. Ο κυβερνήτης φαίνεται το χειμώνα στις δυσκολίες που συναντά μέσα στα κύματα. Ο αθλητής δείχνει την αντοχή και την τέχνη του στο στάδιο. Ο στρατηγός φαίνεται στον πόλεμο. Και ο μεγαλόψυχος φαίνεται στη συμφορά.
Τον χριστιανό όμως τον δοκιμάζει και τον φανερώνει ο πειρασμός. Και όπως οι κόποι των αγώνων χαρίζουν τα στεφάνια στους αθλητές, έτσι και τους χριστιανούς τους πλουτίζει και τους οδηγεί στην τελείωση η δοκιμασία των πειρασμών. Αυτό βέβαια συμβαίνει όταν κανείς δέχεται με την πρέπουσα υπομονή και την ευχαριστία ότι ο Θεός οικονομεί για τη σωτηρία τους, πράγμα που τον οδηγεί στην τελείωση.

Είσαι φτωχός; Μη λυπάσαι αλλά να έχεις την ελπίδα σου στον Θεό. Μήπως δεν βλέπει Εκείνος τη δυσκολία σου; Στα χέρια Του κρατάει την τροφή που σου χρειάζεται. Μειώνει απλά τη μερίδα, για να δοκιμάσει τη σταθερότητά σου και για να επιβεβαιώσει την πίστη σου. Μήπως δηλαδή αυτή αποδειχθεί όμοια με εκείνη που έχουν οι ακόλαστοι και οι αγνώμονες. Γιατί και αυτοί, όσο τους τρέφουν, τόσο και κολακεύουν λέγοντας χίλια γλυκόλογα, εξυμνώντας τους τροφοδότες τους. Μόλις όμως χορτάσουν και απομακρυνθούν λίγο από το τραπέζι, αρχίζουν να πετροβολούν με τα κακόλογά τους εκείνους που πριν από λίγο -και για χάρη της ευχαρίστησης του φαγητού- τους προσκυνούσαν.

Και συ λοιπόν τώρα, αδελφέ μου, έχε υπομονή στις συμφορές που σε βρήκαν. Πρόσεξε μήπως από τη φουρτούνα χάσεις την ειρήνη σου. Φρόντισε να μην πετάξεις το σταυρό σου, ο οποίος θα σε οδηγήσει στην απόκτηση της αρετής. Σαν βαρύτιμο θησαυρό κράτησε μέσα σου την ευχαριστία. Και τότε θα δεχθείς και συ διπλάσιο καρπό γι' αυτή την ευχαριστία σου. Θα σου χαρισθεί η απόλαυση των αγαθών και η ανάπαυση. Καρτερικός δεν είναι εκείνος που στερείται τα απαραίτητα και κατ' ανάγκη υπομένει, αλλά εκείνος που, ενώ τα έχει όλα με αφθονία, τον βρίσκουν ξαφνικά πολλές συμφορές και τις σηκώνει αδιαμαρτύρητα.

Είσαι άρρωστος; Να είσαι χαρούμενος. Γιατί «εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί» (Εβρ. 12, 6). Είσαι φτωχός; Να ευφραίνεται η ψυχή σου, γιατί σε περιμένουν τα αγαθά του φτωχού Λαζάρου. Σε συκοφαντούν και σε κακομεταχειρίζονται για το Όνομα του Χριστού; Είσαι μακάριος, γιατί η καταισχύνη σου θα μετατραπεί σε δόξα αγγελική. Είσαι δούλος; Ευχαρίστησε τον Θεό και έτσι θα έχεις μαζί σου πάντα Εκείνον που ταπεινώθηκε περισσότερο από όλους τους ανθρώπους. Ευχαρίστησέ Τον, γιατί είσαι σε καλύτερη κατάσταση από κάποιον άλλο, γιατί ούτε σε καταναγκαστικά έργα σε έστειλαν, ούτε σε μαστιγώνουν.

Αν θελήσεις, θα βρεις αμέτρητους λόγους για τους οποίους πρέπει να ευχαριστείς τον Θεό. Σε ξυλοδέρνουν άδικα; Να χαίρεσαι με τη σκέψη της μέλλουσας ελπίδας. Δίκαια καταδικάσθηκες; Και πάλι να ευχαριστείς.

Αν θα φέρναμε στο νου μας τα κατορθώματα ανθρώπων της αρχαίας εποχής, όπως ορισμένων ποιητών ή συγγραφέων -παρόλο που αυτοί δεν ήταν χριστιανοί- και αν ακολουθούσαμε το παράδειγμα και τους λόγους τους, ακόμα κι απ' αυτούς θα είχαμε μεγάλο κέρδος.

Κάποτε, για παράδειγμα, έβριζε ένας άνθρωπος της αγοράς τον Περικλή. Αυτός όμως δεν του έδινε καμιά σημασία. Αυτό κράτησε μια ολόκληρη ημέρα. Ο ένας έβριζε ασταμάτητα και τον βύθιζε σε πλήθος από κατηγορίες και ο άλλος δεν έδινε καμιά σημασία σε τίποτε από αυτά. Τελικά, όταν βράδιασε και έπεσε το σκοτάδι, τότε αποφάσισε και ο υβριστής να σταματήσει. Τότε λοιπόν, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, ο Περικλής τον ξεπροβόδισε φωτίζοντας το δρόμο του. Έτσι δεν έχασε, με κάποια αντεκδίκηση, το μισθό της υπομονής του.

Κάποτε άλλοτε, κάποιος έπεσε πάνω στον Σωκράτη και τον χτύπησε αλύπητα. Αυτός όμως δεν αντέδρασε, αλλά άφηνε να τον χτυπά, μέχρι που να ξεσπάσει όλη η οργή του. Τον χτύπησε μάλιστα σε τέτοιο σημείο, ώστε πρήσθηκε από τις πληγές ολόκληρο το πρόσωπό του. Μόλις εκείνος σταμάτησε να τον χτυπά, ο Σωκράτης, καθώς λένε, δεν του είπε τίποτα περισσότερο, παρά μονάχα έγραψε στο μέτωπό του -όπως συνήθιζαν τότε να γράφουν πάνω στα αγάλματα- το όνομα εκείνου που τον είχε φέρει σ' αυτή την κατάσταση: Ο τάδε με έκανε έτσι. Και αυτή ήταν μονάχα η αντίδραση και η άμυνά του.

Τον Ευκλείδη επίσης, κάποιος από τα Μέγαρα που θύμωσε μαζί του, τον απειλούσε με όρκο ότι θα τον σκότωνε. Τότε και εκείνος έκανε έναν άλλο όρκο. Ορκίσθηκε να τον κάνει να χάσει αυτή την οργή που είχε εναντίον του και να ξαναγίνουν φίλοι.

Σ' έναν γνωστό του Πυθαγόρα επίσης, τον Κλείνιο -ο οποίος βέβαια τον είχε μιμηθεί με κόπους και θυσίες συνέβη κάτι που ακόμα και σήμερα στους χριστιανούς δύσκολα θα το συναντούσαμε. Τί συνέβη λοιπόν σ’ αυτό τον άνθρωπο; Επειδή του ζητούσαν να ορκισθεί ότι θα δώσει οπωσδήποτε τρία τάλαντα, για να αποφύγει κάποια ζημιά που επρόκειτο να του κάνουν, εκείνος έδωσε περισσότερα από όσα του ζητούσαν. Κι αυτό δεν το έκανε ειρωνικά ή για να τους ξεγελάσει, αλλά το έκανε με την πρόθεση να τηρήσει την υπόσχεσή του. Γιατί, καθώς νομίζω, θα είχε ακούσει την εντολή εκείνη, η οποία και σήμερα μας απαγορεύει τον όρκο.

Να μιμηθείς λοιπόν τον Κλείνιο και τον Ευκλείδη στην τήρηση των εντολών, ώστε να ενεργείς καθώς και εκείνοι. Να εύχεσαι δηλαδή και εσύ για εκείνους που σε καταδιώκουν και να μην τους καταριέσαι. Γιατί, αν δεν είχε αυτός ασκηθεί από πριν σ' αυτά που τώρα και εγώ σας διδάσκω, δεν θα ήταν σε θέση να τα υπερβεί σαν τιποτένια και ασήμαντα.

Ας είναι μόνιμος σύντροφός σου, σαν άλλο φως και καθαρή διόπτρα, η εντολή του Θεού. Αυτή ας σου χαρίζει παντού και πάντα τη δωρεά της διάκρισης των περιστάσεων. Αυτή ας εποπτεύει τον ορίζοντα της ψυχής σου για να σου φανερώνει την πραγματική και αληθινή κατάσταση των πραγμάτων και των περιστάσεων, που κάθε φορά θα αντιμετωπίζεις. Γιατί αυτή, ό,τι και να συμβεί, δεν θα σ’ αφήσει να χάσεις τη δύναμη και την ειρήνη της ψυχής σου.

Παράλληλα, να είσαι πάντοτε πνευματικά προετοιμασμένος, ώστε να αντιμετωπίζεις με ανδρεία και να υπομένεις με καρτερία, σαν σκόπελο που ξαφνικά ορθώνεται στο δρόμο σου, τις προσβολές των βίαιων κυμάτων και πνευμάτων, με τη Χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Άγιος Βασίλειος ο Μέγας

Πηγή: (Αγίου Βασιλείου του Μέγα, «Αλγηδών η αγιωτικός: 
Η Υπομονή και η Ευχαριστία κατά τους Πατέρες»), Αγἀπη εν Χριστώ

Να είσαι χαρούμενος



Είσαι άρρωστος; Να είσαι χαρούμενος. Γιατί «εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί» (Εβρ. 12, 6). 
Είσαι φτωχός; 
Να ευφραίνεται η ψυχή σου, γιατί σε περιμένουν τα αγαθά του φτωχού Λαζάρου. Σε συκοφαντούν και σε κακομεταχειρίζονται για το Όνομα του Χριστού; Είσαι μακάριος, γιατί η καταισχύνη σου θα μετατραπεί σε δόξα αγγελική. 
Είσαι δούλος; 
Ευχαρίστησε τον Θεό και έτσι θα έχεις μαζί σου πάντα Εκείνον που ταπεινώθηκε περισσότερο από όλους τους ανθρώπους. Ευχαρίστησέ Τον, γιατί είσαι σε καλύτερη κατάσταση από κάποιον άλλο, γιατί ούτε σε καταναγκαστικά έργα σε έστειλαν, ούτε σε μαστιγώνουν.

Μέγας Βασίλειος

Θυμός καί ὀργή



Δύο πράγματα κι ἐσύ ν’ ἀποφεύγεις:
· Νά μή θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου ἄξιο γιά ἐπαίνους
· καί νά μή νομίζεις κανέναν κατώτερό σου.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ποτέ δέν θ’ ἀνάψει μέσα σου ὁ θυμός γιά τίς προσβολές πού σοῦ γίνονται.

Τόν θυμό σου νά τόν στρέφεις ἐναντίον τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου, πού εἶναι ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους καί ὁ πρόξενος κάθε ἁμαρτίας. Να εἶσαι ὅμως σπλαχνικός μέ τόν ἀδελφό σου, γιατί ἄν συνεχίσει ν’ ἁμαρτάνει, θά παραδοθεῖ στό αἰώνιο πῦρ μαζί μέ τόν διάβολο.


Ὅπως διαφέρουν οἱ λέξεις θυμός καί ὀργή, ἔτσι διαφέρουν καί οἱ σημασίες τους.
Θυμός εἶναι μια ἔντονη ἔξαψη κι ἕνα ξέσπασμα τοῦ πάθους.

Ἐνῶ ὀργή εἶναι μια μόνιμη λύπη καί μιά διαρκής τάση γιά ἐκδίκηση, σά νά φλέγεται ἡ ψυχή ἀπό τόν πόθο ν’ ἀνταποδώσει τό κακό.

Οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουν καί μέ τίς δυό καταστάσεις. Ἄλλοτε ὁρμοῦν ἀπερίσκεπτα νά χτυπήσουν ὅσους τούς προκάλεσαν καί ἄλλοτε καιροφυλακτοῦν δόλια νά ἐκδικηθοῦν ὅσους τούς λύπησαν.

Ἐμεῖς καί τά δύο πρέπει νά τ’ ἀποφεύγουμε. Ἄς συμμορφωθοῦμε, λοιπόν, μέ τήν ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «πᾶσα πικρία καὶ θυμὸς καὶ ὀργὴ καὶ κραυγὴ καὶ βλασφημία ἀρθήτω ἀφ᾿ ὑμῶν σὺν πάσῃ κακίᾳ» ( Ἐφ. 4, 31 ), καί ἄς περιμένουμε τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως πού ἔδωσε ὁ Κύριος στούς πράους: «μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσιν τήν γῆν»( Ματθ. 5, 5 ).

Μέγας Βασίλειος