.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Έτσι θα υπομένουμε τους πειρασμούς...



Όσοι είναι φίλοι του Θεού, όσοι έχουν κλείσει μέσα τους τον Κύριο σαν ένα πολύτιμο θησαυρό, δέχονται με πολλή χαρά τις βρισιές και τις ατιμίες, και αγαπούν με καθαρή καρδιά, σαν ευεργέτες, αυτούς που τους αδικούν.

Ο Χριστός, ο αναμάρτητος, ραπίσθηκε άδικα από ένα δούλο, κι έτσι έγινε το πρότυπο όλων μας στην ανεκτικότητα, τη μεγαλοψυχία και τη μακροθυμία. Αλλά μόνο ραπίσθηκε;

Αν πάρουμε από την αρχή τα γεγονότα της ένσαρκης οικονομίας Του, θα δούμε πως αυτή δεν είναι τίποτ' άλλο παρά μια αλυσίδα ταπεινώσεων και εξευτελισμών...
Πρώτα-πρώτα ο Κύριος, όντας Θεός, καταδέχθηκε να έρθει στη γη, «μορφήν δούλου λαβών», και να ζήσει ανάμεσά μας σαν ένας άσημος και φτωχός «τέκτονος υιός». Μέχρι τα τριάντα Του χρόνια βοηθούσε τον άγιο Ιωσήφ στο ταπεινό επάγγελμα του ξυλουργού.
Ύστερα, όσο κήρυττε και θαυματουργούσε, υπέμεινε το διασυρμό, τη συκοφαντία και τις επιβουλές των Φαρισαίων και Γραμματέων. Και τέλος, πιάστηκε, χλευάσθηκε, μαστιγώθηκε, ραπίσθηκε και σταυρώθηκε. Ποιος; Ο αθώος από τους φταίχτες. Ο ευεργέτης από τους ευεργετημένους. Ο Θεός από τους ανθρώπους! Και γιατί όλα τούτα; Πρώτα, για να μας σώσει, όπως όλοι ξέρουμε. Κι έπειτα, για να μας δώσει παράδειγμα, όπως γράφει ο απόστολος Πέτρος: «Χριστός έπαθεν υπέρ υμών, υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού». Όπως υπέμεινε Εκείνος όλους τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες της ζωής, και μάλιστα την αδικία και την αχαριστία εκείνων που είχε ευεργετήσει, έτσι πρέπει να υπομένουμε κι εμείς. «Τούτο γαρ χάρις, ει δια συνείδησιν Θεού υποφέρει τις λύπας, πάσχων αδίκως», γράφει πάλι ο πρωτοκορυφαίος απόστολος. «Ποίον γαρ κλέος, ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε; Αλλ' εἰ αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομενείτε, τούτο χάρις παρά Θεώ» .
«Αγαθοποιών και πάσχων» ακριβώς ο Χριστός, είναι σα να λέει στον καθένα από μας: “Αν θέλεις, άνθρωπέ μου, να ζήσεις αιώνια μαζί μου, και να γίνεις «κατά χάριν Θεός», ταπεινώσου για χάρη μου, όπως ταπεινώθηκα κι εγώ για χάρη σου. Πέταξε από πάνω σου τη δαιμονική υπερηφάνεια και μη ντραπείς να υποστείς χλευασμούς και να πάθεις κάθε κακό για τις εντολές μου. Αλλιώς, θα ντραπώ κι εγώ για σένα την ημέρα της Κρίσεως. «Ος γαρ αν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους, τούτον ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται, όταν έλθη εν τη δόξη αυτού και του πατρός και των αγίων αγγέλων». Και θα προστάξω τότε τους αγγέλους μου: «Αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου»”.
Αν λοιπόν δεν υπομείνουμε τους πειρασμούς, τότε και ο Κύριος θα μας αποδοκιμάσει στη δευτέρα παρουσία Του, γιατί προτιμήσαμε τη δόξα των ανθρώπων και δεν θελήσαμε ν' ακολουθήσουμε το παράδειγμά Του. Πώς θέλουμε να συμβασιλεύσουμε και να συνδοξασθούμε μαζί Του στη βασιλεία των ουρανών, αν δεν καταδεχόμαστε να ταπεινωθούμε από έναν άλλον άνθρωπο, εμείς, που είμαστε «γη και σποδός», τη στιγμή που ο Χριστός, ο άπειρος Θεός και δημιουργός του σύμπαντος, αυτοταπεινώθηκε, άφησε την ουράνια δόξα Του κι έγινε άνθρωπος ευτελής; Εμείς δεν καταδεχόμαστε να ταπεινωθούμε μπροστά στον αδελφό μας, που είναι ίσως ανώτερος από μας, ενώ ο Χριστός έγινε δούλος και δέχθηκε τόσες ταπεινώσεις και σταυρικό θάνατο ακόμα, από τους δούλους Του!
Ας υποθέσουμε, ότι βαδίζουμε στο δρόμο μαζί με τον Χριστό. Και μας συναντάει ένας άνθρωπος, που χτυπάει στο πρόσωπο και Εκείνον και εμάς. Ο Δεσπότης Χριστός δεν αντιδρά και δεν διαμαρτύρεται. Μπορούμε να σκεφτούμε σε τι δεινή θέση θα βρεθούμε εμείς, αν αντιδράσουμε;
Ο Κύριος είναι το υπόδειγμά μας. Και όμως, Εκείνος περιπαίζεται και δεν αγανακτεί· εμείς επαναστατούμε. Εκείνος δέχεται σταυρό και θάνατο ταπεινωτικό· εμείς δεν σηκώνουμε ούτε ένα ταπεινωτικό λόγο. Πώς λοιπόν θα γίνουμε συγκοινωνοί της δόξας Του, αφού δεν καταδεχόμαστε να γίνουμε συγκοινωνοί των παθών και των βασάνων Του; Μάταια αγωνιζόμαστε, μάταια ελπίζουμε στην αιώνια ζωή, αν δεν είμαστε αποφασισμένοι να σηκώσουμε σταυρό, όπως Εκείνος.
Δεν απομένει πάρα να Τον μιμηθούμε, με τη βεβαιότητα ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς».

Πηγή: Από το βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ” Βασισμένο σε κείμενο του Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.

Εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν


ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Δέσποτα, Κύριε οὐρανοῦ καὶ γῆς ποὺ μὲ προώρισες πρὸ καταβολῆς κόσμου νὰ ἔλθω ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Σ᾿ εὐχαριστῶ γιατί, πρὶν φθάσει ἡ μέρα καὶ ἡ ὥρα, ποὺ πρόσταξες νὰ γεννηθῶ, ἐσὺ ὁ μόνος ἀθάνατος, ὁ μόνος παντοδύναμος, ὁ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, κατέβηκες ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου σου, χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, σαρκώθηκες καὶ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο Μαρία. Ἔτσι μὲ ἀνέπλασες, μὲ ζωοποίησες, μ᾿ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν προπατορικὴ πτώση καὶ μοῦ προετοίμασες τὴν ἄνοδο στοὺς οὐρανούς. Ἔπειτα σὰν γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα λίγο, μὲ ἀνακαίνισες μὲ τὸ ἅγιο τῆς ἀναπλάσεως βάπτισμα, μὲ στόλισες μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μοῦ χάρισες φύλακα Ἄγγελο φωτεινὸ καὶ μὲ διαφύλαξες ἄτρωτο ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, μέχρι ποὺ ἐνηλικώθηκα.
Ἔκρινες ὅμως δίκαιο νὰ σῳζόμαστε ὄχι μὲ τὴν βία ἀλλὰ μὲ τὴν δική μας προαίρεση, γιατὶ θέλησες νὰ τιμηθῶ κι᾿ ἐγὼ μὲ τὸ αὐτεξούσιο καὶ νὰ σοῦ φανερώνω αὐτοπροαίρετη τὴν ἀγάπη μου μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν σου. Ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ἀχάριστος καὶ καταφρονητής, ἐπειδὴ λογίστηκα τὴν τιμὴ τῆς αὐτεξουσιότητος σὰν τὸ ἄλογο ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά, ἀποσκίρτησα ἀπὸ τὴν πατρική σου ἐξουσία καὶ ρίχτηκα στὸ γκρεμό. Κι ἐνῷ κοιτόμουν καὶ κυλιόμουν ἐκεῖ ὁ ἀναίσθητος καὶ συντριβόμουν ὅλο καὶ περισσότερο, δὲν μὲ ἀποστράφηκες καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ κείτομαι καὶ νὰ μολύνομαι ἀπὸ τὸ βόρβορο. Μὲ σπλαχνίστηκες, ἔστειλες καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἀπὸ κεῖ, μὲ τίμησες λαμπρότερα καὶ μὲ λύτρωσες μὲ τὰ ἄρρητα κρίματά σου ἀπὸ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, ποὺ ἤθελαν νὰ μὲ χρησιμοποιήσουν σὰν εὐτελὲς σκεῦος στὴν ὑπηρεσία τῶν θελημάτων τους. Δῶρα χρυσὰ καὶ ἀργυρά, ἂν καὶ ἤμουν φιλάργυρος, δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ δεχθῶ. Τὶς δόξες καὶ τὶς τιμὲς τοῦ κόσμου, ποὺ μοῦ πρόσφεραν γιὰ νὰ προδώσω τὸν ἁγιασμό σου, μ᾿ ἀξίωσες νὰ τὶς καταφρονήσω.
Ὅμως ὅλες αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες --σοῦ ἐξομολογοῦμαι, Κύριε καὶ Θεὲ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς-- περιφρονώντας τες πάλι, βυθίστηκα ὁ ἄθλιος σε λασπερὸ λάκκο αἰσχρῶν ἐννοιῶν καὶ πράξεων. Κι ὅταν ἐκεῖ κατρακύλισα, αἰχμαλωτίστηκα ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ στὸ σκοτάδι εἶναι κρυμμένοι. Ἀπὸ κεῖ οὔτε ἐγὼ μόνος, ἀλλ᾿ οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος, ἂν μαζευόταν, μποροῦσε νὰ μὲ βγάλει καὶ νὰ μὲ γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τους.
Ἤμουν λοιπὸν φυλακισμένος ἐλεεινὰ κεῖ κάτω. Μ᾿ ἔσερναν ἄθλια ἐδῶ καὶ κεῖ, μὲ σύμπνιγαν καὶ μὲ περιγελοῦσαν. Ἀλλὰ σύ, ὁ εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Δεσπότης, δὲν μ᾿ ἐγκατέλειψες, δὲν μνησικάκησες, δὲν ἀποστράφηκες τὴν ἀγνώμονα γνώμη μου καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες γιὰ πολὺ νὰ τυραννιέμαι ἐκούσια ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λῃστές. Ἐγὼ αἰχμάλωτος σ᾿ αὐτοὺς χαιρόμουν ἀπὸ τὴν πολλή μου ἀναισθησία. Ἐσὺ ὅμως Κύριε δὲν ὑπέφερες νὰ μὲ βλέπεις περίγελο τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ μὲ σπλαγχνίστηκες καὶ μ᾿ ἐλέησες. Καὶ δὲν ἔστειλες σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἄθλιο οὔτε Ἄγγελο οὔτε ἄνθρωπο. Ἔσκυψες ἐσὺ ὁ ἴδιος, κινούμενος ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ἀγαθότητός σου, στὸ βαθύτατο λάκκο τοῦ βορβόρου ποὺ ἤμουν βυθισμένος. Ἅπλωσες τὸ ἄχραντό σου χέρι, χωρὶς ἐγὼ νὰ σὲ βλέπω -ἄλλωστε πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἔτσι ποὺ ἤμουν βουτηγμένος καὶ πνιγμένος στὸ βόρβορο; μ᾿ ἅρπαξες ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ μὲ τράβηξες ἀπὸ ἐκεῖ μὲ βία. Ἐγὼ ἔνιωθα τὸν πόνο καὶ τὴν ὁρμητικὴ κίνηση πρὸς τὰ πάνω, ἀγνοοῦσα ὅμως ὁλότελα ποιὸς μὲ τραβάει καὶ μ᾿ ἀνεβάζει. 
ΟΤΑΝ μὲ ἀνέσυρες καὶ μ᾿ ἔστησες στὴ γῆ, μ᾿ ἐμπιστεύθηκες στὸν δοῦλο καὶ μαθητή σου. Ἤμουν ὅλος ρυπαρός, μὲ τὰ μάτια, τὰ αὐτιὰ καὶ τὸ στόμα φραγμένα ἀπὸ τὸν βόρβορο, γι᾿ αὐτὸ οὔτε τώρα σ᾿ ἔβλεπα, ποιὸς εἶσαι. Ἔνιωθα μόνο ὅτι εἶσαι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, ἀφοῦ μὲ λύτρωσες ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν βαθύτατο λάκκο καὶ τὸν βόρβορο. 
Μοῦ εἶπες: «Κράτησε καλά, προσκολλήσου καὶ ἀκολούθησε τὸν ἄνθρωπο τοῦτον. Αὐτὸς θὰ σὲ πλύνει καὶ θὰ σὲ καθαρίσει». Μοῦ χάρισες ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτὸν καὶ χάθηκες χωρὶς νὰ ξέρω ποὺ πῆγες.
Κατὰ τὴν προσταγή σου λοιπόν, Πανάγιε Δέσποτα, ἀκολούθησα σταθερὰ αὐτὸν ποὺ μοῦ ὑπέδειξες. Μὲ ὁδηγοῦσε στὶς βρύσες καὶ τὶς πηγὲς μὲ πολὺ κόπο, γιατὶ ἤμουν τυφλός. Τὸν κρατοῦσα γερὰ μὲ τὸ χέρι τῆς πίστεως ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἀναγκαζόμενος ν᾿ ἀκολουθῶ πίσω του. Ἐκεῖνος, ποὺ ἔβλεπε καλά, ὑπερπηδοῦσε ὅλες τὶς πέτρες, τοὺς λάκκους καὶ τὶς παγίδες, ἐνῷ ἐγὼ σκόνταφτα κι᾿ ἔπεφτα ὑποφέροντας πολλοὺς πόνους, κακώσεις καὶ θλίψεις. Ἐκεῖνος σὲ κάθε πηγὴ καὶ βρύση νιβόταν καὶ λουζόταν, ἐνῷ ἐγὼ ποὺ δὲν ἔβλεπα, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς τὶς προσπερνοῦσα. Ἂν δὲν μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ τὸ χέρι νὰ μὲ στήσει δίπλα στὴν πηγή, δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ βρῶ τὴν βρύση μὲ τὸ νερό. Μὰ κι ὅταν μὲ καθοδηγοῦσε καὶ πολλὲς φορὲς μ᾿ ἄφηνε γιὰ νὰ νιφτῶ, μαζὶ μὲ τὸ καθαρὸ νερὸ ἔπαιρνα στὶς παλάμες μου λάσπη καὶ βόρβορο, ποὺ ὑπῆρχαν κοντὰ στὴν πηγή, μολύνοντας ἔτσι τὸ πρόσωπό μου. Συχνά, ψηλαφώντας νὰ βρῶ τὴν πηγή, συμπαρέσυρα τὰ χώματα καὶ ἀνατάραζα τὸν βόρβορο, καὶ ὁλότελα τυφλός, μολύνοντας τὸ πρόσωπο μὲ τὸν βόρβορο, νόμιζα πὼς πλένομαι μὲ καθαρὸ νερό.
Πῶς πάλι νὰ περιγράψω τὸν κόπο καὶ τὴν βία ποῦ μου προξενοῦσαν ὅλα αὐτά; Κι ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ ὅσοι καθημερινὰ ἀντιδροῦσαν καὶ μὲ συμβούλευαν τάχα λέγοντας: «Τί ματαιοπονεῖς σὰν ἀνόητος καὶ ἀκολουθεῖς αὐτὸν τὸν ἐμπαίκτη καὶ πλάνο, προσδοκώντας ματαίως καὶ ἀνώφελα ν᾿ ἀναβλέψεις; Τώρα πιὰ εἶναι ἀδύνατο! Τί τὸν ἀκολουθεῖς σκοντάφτοντας καὶ ματώνοντας τὰ πόδια σου; Γιατί δὲν ἀκολουθεῖς καλύτερα ἀνθρώπους ἐλεήμονες, ποὺ παρακαλοῦν νὰ σὲ ἀναπαύσουν καὶ νὰ σὲ θρέψουν καὶ νὰ σὲ περιποιηθοῦν; Ἀποκλείεται πιὰ νὰ θεραπευθεῖς ἀπὸ τὴν ψυχικὴ λέπρα καὶ νὰ δεῖς τὸ φῶς σου. Ποῦ βρέθηκε τώρα θαυματουργὸς αὐτὸς ὁ ἐμπαίκτης νὰ σοῦ τάζει πράγματα ἀκατόρθωτά σε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς παρούσης γενεᾶς; Ἀλλοίμονο! Θὰ χάσεις καὶ αὐτὴ τὴν θεραπεία ποὺ σοῦ προσφέρουν οἱ φιλόχριστοι καὶ φιλάδελφοι καὶ συμπονετικοὶ ἄνθρωποι καὶ τὶς κακουχίες καὶ θλίψεις θὰ ὑπομείνεις γιὰ μάταιες ἐλπίδες καὶ ὅσα σου ὑπόσχεται ὁ ἀπατεῶνας αὐτὸς καὶ πλάνος, ἀναμφίβολα, δὲν πρόκειται νὰ τὰ ἀποκτήσεις. Τί μπορεῖ νὰ κάνει αὐτός; Δὲν τὸ συλλογίζεσαι καὶ μόνος σου, χωρὶς νὰ σοῦ τὸ ποῦμε ἐμεῖς; Τί φαντάζεσαι; Ἐμεῖς ὅλοι δὲν βλέπομε; Ἢ εἴμαστε τυφλοί, ὅπως σου λέει αὐτὸς ὁ πλανεμένος; Ὅλοι μας βλέπομε καλὰ καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὅραση ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δική μας. μὴν ἀπατᾶσαι». 
Ἀλλὰ σὺ ὁ ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος μ᾿ ἔσωσες ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πραγματικὰ ἀπατεῶνες καὶ πλάνους με τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ μοῦ χάρισες, ἐνισχύοντάς με νὰ ὑπομείνω κι ὅσα προανέφερα κι ἄλλα πολλά.
ΕΤΣΙ, καρτερικὰ καὶ σταθερὰ ὑπομένοντας ὅλα αὐτὰ κάθε μέρα ψηλαφητὰ μὲ θολὸ νερὸ κατὰ δύναμη πλενόμουν καὶ λουζόμουν, ὅπως μ᾿ ἐδίδασκε ὁ Ἀπόστολος ἐκεῖνος καὶ μαθητής σου. Ὥσπου κάποτε ποὺ κατευθυνόμουν τρέχοντας πρὸς τὴν πηγή, μοῦ φανερώθηκες στὸν δρόμο πάλι ἐσὺ ὁ ἴδιος, ἐσὺ ποὺ πρὸ καιροῦ ἀπὸ τὸν βόρβορο μὲ εἶχες ἀνασύρει. Καὶ τότε γιὰ πρώτη φορᾷ μὲ τὴν ἄχραντη αἴγλη τοῦ προσώπου σου ἄστραψες στὰ ἀσθενικά μου μάτια, ὥστε τὸ λίγο φῶς ποὺ νόμιζα πῶς ἔχω, τὸ ἔχασα κι αὐτό, κι ἔτσι δὲν μπόρεσα νὰ σὲ ἀναγνωρίσω. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἢ νὰ σὲ γνωρίσω ποιὸς ἤσουν, ἀφοῦ οὔτε τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀτενίσω, οὔτε νὰ γνωρίσω καὶ νὰ κατανοήσω; Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν ἀπαξίωνες ὁ ἀνυπερήφανος νὰ κατεβαίνεις συχνότερα πρὸς ἐμένα, καθὼς βρισκόμουν σ᾿ αὐτὴν τὴν πηγήν. Ἀλλὰ ἐρχόσουν καὶ κρατώντας μου τὸ κεφάλι, τὸ βύθιζες στὰ νερὰ καὶ μ᾿ ἔκανες νὰ βλέπω καθαρώτερα τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου. Εὐθὺς ὅμως χανόσουν, χωρὶς νὰ μ᾿ ἀφήνεις νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν ἐσὺ ποὺ τὰ ἔκανες αὐτὰ ἢ ἀπὸ ποὺ ἦρθες καὶ ποὺ πηγαίνεις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τώρα ἀκόμη μου δίνεις νὰ τὸ καταλάβω. Ἔτσι, ἐρχόμενος καὶ φεύγοντας γιὰ ἀρκετὸ χρόνο, λίγο-λίγο μοῦ φανερωνόσουν ὅλο καὶ καλύτερα, μ᾿ ἔλουζες στὰ νερὰ καὶ μοῦ χάριζες νὰ βλέπω περισσότερο καὶ καθαρώτερο φῶς.
Ἀφοῦ τὸ ἔκανες αὐτὸ γιὰ πολὺ χρόνο, μὲ ἀξίωσες κάποτε νὰ δῶ ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Καθὼς ἐρχόσουν καὶ μ᾿ ἔπλενες μὲ τὰ νερά, ὅπως μοῦ φαινόταν, καὶ μ᾿ ἔλουζες καὶ μὲ βύθιζες πολλὲς φορὲς μέσα σ᾿ αὐτά, εἶδα τὶς ἀστραπὲς ποὺ μὲ περιέλαμπαν καὶ τὶς ἀκτῖνες τοῦ προσώπου σου ποὺ ἀναμίχθηκαν μὲ τὰ νερά, καὶ βλέποντας νὰ λούζομαι μὲ φωτόμορφο νερὸ ἔμεινα ἐκστατικός. Δὲν ἤξερα ὅμως ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν οὔτε ποιὸς μοῦ τὸ πρόσφερε. Μόνο χαιρόμουν νὰ λούζομαι αὐξάνοντας στὴν πίστη, πετώντας μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἐλπίδος καὶ ἀνεβαίνοντας μέχρι τὸν οὐρανό. Κι ἐκείνους τοὺς πλάνους, ποὺ μοῦ ψιθύριζαν τὰ λόγια της ἀπάτης καὶ τοῦ ψεύδους, τοὺς μισοῦσα πολὺ καὶ τοὺς λυπόμουν γιὰ τὴν πλάνη τους καὶ δὲν συναναστρεφόμουν οὔτε συνομιλοῦσα καθόλου μ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ ἀπέφευγα ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς βλέπω, γιὰ νὰ μὴ βλαφθῶ. Τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου ὅμως, δηλαδὴ τὸν ἅγιο μαθητὴν καὶ ἀπόστολό σου, τὸν τιμοῦσα καὶ τὸν σεβόμουν, ὅπως ἐσένα, τὸν πλάστη μου. Τὸν ἀγαποῦσα ὁλόψυχα, ἔπεφτα στὰ πόδια του νύχτα καὶ μέρα καὶ τὸν παρακαλοῦσα «ὅ,τι μπορεῖς βοήθησέ με», μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι κοντά σου ὅσα θέλει τὰ μπορεῖ.
Ἔτσι περνοῦσα μὲ τὴν χάρη σου γιὰ ἀρκετὸ καιρό, ὅταν εἶδα πάλι ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Μὲ πῆρες καὶ μὲ ἀνέβασες μαζί σου στοὺς οὐρανοὺς (δὲν ξέρω ἂν ἤμουν μὲ τὸ σῶμα ἢ χωρὶς τὸ σῶμα, ἐσὺ μόνο ξέρεις, ποὺ τὸ ἔκανες). Ἔμεινα ἀρκετὴ ὥρα μαζί σου. Θαύμασα τὸ μεγαλεῖο τῆς δόξης -ἀγνοῶ ὅμως ποιὰ καὶ τίνος ἦταν αὐτὴ ἡ δόξα- θαμπώθηκα ἀπὸ τὸ ὕψος κι ἔμεινα ἐκστατικός. Ἀλλὰ καὶ πάλι μ᾿ ἄφησες μόνον στὴν γῆ, ὅπου στεκόμουν πρωτύτερα καὶ βρέθηκα νὰ θρηνῶ καὶ νὰ ὀδύρομαι γιὰ τὴν ἀναξιότητά μου. Μὰ σὲ λίγο, ἐνῷ ἤμουν στὴ γῆ, ἄνοιξαν πάνω ψηλὰ οἱ οὐρανοὶ καὶ μ᾿ ἀξίωσες νὰ μοῦ ἀποκαλύψεις τὸ πρόσωπό σου σὰν ἥλιο ἀσχημάτιστο. Ἀλλ᾿ οὔτε τότε μ᾿ ἄφησες νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν (γιατί πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ γνωρίσω, ἀφοῦ δὲν μοῦ μίλησες;) Κρύφτηκες ἀμέσως κι ἐγὼ τριγυρνοῦσα ἀναζητώντας σε, ἂν καὶ δὲν σὲ γνώριζα, καὶ ποθοῦσα νὰ δῶ τὴν μορφή σου καὶ νὰ γνωρίσω καλὰ ποιὸς ἤσουν. Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τὸν πολὺ πόθο καὶ τῆς ἀγάπης σου τὴν φλόγα ἔκλαιγα ἀσταμάτητα, μὴ γνωρίζοντας ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ μ᾿ ἔφερες ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, μὲ λύτρωσες ἀπὸ τὸν βόρβορο κι᾿ ἔγινες γιὰ χάρη μου ὅλα ὅσα προεῖπα.
Ἔτσι λοιπόν, πολλὲς φορὲς μοῦ φανερώθηκες καὶ πολλὲς φορὲς πάλι χωρὶς νὰ μιλήσεις, μοῦ κρύφθηκες καὶ δὲν σ᾿ ἔβλεπα καθόλου. Ἔβλεπα τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου νὰ μὲ περικυκλώνουν συνεχῶς, ὅπως κάποτε μέσα στὰ νερά, ἀλλ᾿ ἀδυνατοῦσα ὁλότελα νὰ τὶς συγκρατήσω. Θυμόμουν πόσο ψηλὰ σὲ εἶδα κάποτε. Καὶ νομίζοντας ὁ ἀνόητος ὅτι εἶσαι ἄλλος, ζητοῦσα μὲ δάκρυα πάλι νὰ σὲ δῶ.
Καταπίεζα λοιπὸν τὸν ἑαυτό μου μὲ πολὺ λύπη καὶ θλίψη καὶ στενοχώρια καὶ λησμόνησα ὁλότελα ὅλο τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια, μὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, μὴ βάζοντας στὸ νοῦ μου ὅτι ὑπάρχει τίποτε ὁρατὸ ἢ σκιὰ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Τότε ἦταν ποὺ ἐσὺ ὁ ἴδιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀψηλάφητος καὶ ἄπιαστος μοῦ φανερώθηκες. Ἔνιωσα νὰ μοῦ καθάρεις τὸν νοῦ, νὰ μοῦ πλαταίνεις τὸ ὀπτικὸ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μ᾿ ἀξιώνεις νὰ βλέπω ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὴν δόξα σου. Ἔβλεπα πῶς καὶ σὺ ὁ ἴδιος ὅλο καὶ περισσότερο μεγαλώνεις καὶ λάμποντας πλαταίνεις πιὸ πολύ. Αἰσθανόμουν σιγὰ-σιγὰ νὰ ἔρχεσαι καὶ νὰ μὲ πλησιάζεις, καθὼς ὑποχωροῦσε τὸ σκοτάδι, ὅπως μᾶς συμβαίνει πολλὲς φορὲς καὶ μὲ τὰ αἰσθητά: ὅταν π.χ. ἡ σελήνη φέγγει στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ σύννεφα μοιάζουν νὰ περπατοῦν, τότε μας φαίνεται πὼς ἡ σελήνη τρέχει πολὺ γρήγορα, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα δὲν αὐξάνει καθόλου τὴν συνηθισμένη της ταχύτητα, οὔτε ἀλλάζει τὴν ἀρχική της πορεία. Ἔτσι καὶ σὺ Δέσποτα, φαινόσουν νὰ ἔρχεσαι ὁ ἀκίνητος καὶ νὰ μεγαλώνεις ὁ ἀναλλοίωτος καὶ νὰ παίρνεις μορφὴ ὁ ἀσχημάτιστος.
Ὅταν ἕνας τυφλὸς ἀρχίζει σταδιακὰ νὰ βρίσκει τὸ φῶς του καὶ νὰ διακρίνει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ περιγράφει λίγο-λίγο πῶς εἶναι, δὲν μεταποιεῖται οὔτε μεταβάλλεται ἡ ἴδια ἡ μορφή. Ἀλλὰ ὅσο καθαρίζεται ἡ ὀπτικὴ δύναμη τῶν ὀφθαλμῶν του, τόσο βλέπει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅπως εἶναι, γιατὶ ὁλόκληρη τυπώνεται στὴν ὀπτικὴ αἴσθηση καὶ μέσῳ αὐτῆς εἰσχωρεῖ, ἀποτυπώνεται καὶ χαράζεται σὰν σὲ πίνακα στὴ νοερὴ καὶ μνημονευτικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ σὺ μοῦ φανερώθηκες, ἀφοῦ τέλεια καθάρισες τὸ νοῦ μου μὲ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλέποντας πιὰ ὁ νοῦς μου διαυγέστερα καὶ καθαρώτερα, νόμιζα ὅτι ἀπὸ κάπου βγαίνεις καὶ φαίνεσαι λαμπρότερος. Μοῦ ἀποκάλυψες τότε χαρακτῆρα ἀσχημάτιστης μορφῆς καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο (μπορῶ νὰ πῶ καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα, γιατὶ δὲν μοῦ ἔδωσες νὰ τὸ κατανοήσω ἀκριβῶς). Ἄστραψες λοιπὸν καὶ μοῦ φάνηκε πὼς φανερώθηκες ὅλος σε ὅλον ἐμένα, ποὺ ἔβλεπα πιὰ καλά. Σοῦ εἶπα. 
-Ὢ Δέσποτα, ποιὸς νὰ εἶσαι; 
Τότε μ᾿ ἀξίωσες γιὰ πρώτη φορᾷ, τὸν ἄσωτο, ν᾿ ἀκούσω τὴν φωνή σου. Μοῦ μίλησες μὲ πολλὴ προσήνεια καὶ μοῦ εἶπες: 
-Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος γιὰ σένα. Μὲ ἀναζήτησες μ᾿ ὅλη σου τὴν ψυχή. γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι ἀδελφὸς καὶ φίλος καὶ συγκληρονόμος μου! 
Ἔκπληκτος, ἔκθαμβος κι ἔντρομος ἐγώ, λίγο καταλάβαινα καὶ μονολογοῦσα: 
-Τί θέλει ἄραγε ἡ δόξα αὐτὴ κι λαμπρότητα ἡ μεγάλη; Καὶ πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ ἐγὼ ἀξιώθηκα τέτοια ἀγαθά; 
Κατάπληκτος, μὲ τὴν ψυχὴ φοβισμένη καὶ τὴν δύναμη παραλυμένη ἀναρωτιόμουν: 
-Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ Δέσποτα ἢ τί καλὸ ἔπραξα ὁ ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος, γιὰ νὰ μὲ καταστήσεις ἄξιον τέτοιων ἀγαθῶν καὶ συμμέτοχο καὶ συγκληρονόμο τέτοιας δόξης; 
Κι ἐνῷ σκεφτόμουν ὅτι αὐτὴ ἡ δόξα καὶ χαρὰ ξεπερνάει τὸ νοῦ, ἐσὺ ὁ Δεσπότης συνομιλώντας πάλι μ᾿ ἐμένα σὰν φίλος μὲ φίλο, μοῦ εἶπες μὲ τὸ πνεῦμα ποὺ μιλοῦσε ἐντός μου: 
-Αὐτὰ σοῦ τὰ δώρησα μόνο γιὰ τὴν πρόθεση, τὴν προαίρεση καὶ τὴν πίστη σου. Κι ἄλλα ἀκόμη θὰ σοῦ δωρήσω. Γιατί τί ἄλλο ἔχεις ἢ εἶχες ποτὲ δικό σου, ἀφοῦ πλάστηκες ἀπὸ μένα γυμνός, ὥστε νὰ τὸ λάβω καὶ νὰ σοῦ δώσω ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνο αὐτά; Ἂν βέβαια δὲν ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴν σάρκα, δὲν θὰ δεῖς τὸ τέλειο οὔτε θὰ μπορέσεις νὰ τὸ ἀπολαύσεις ὁλόκληρο. 
Ἐγὼ ρώτησα τότε: 
-Ἀλλὰ τί μεγαλύτερο ἢ λαμπρότερο ἀπ᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει; Ἐμένα μοῦ ἀρκεῖ νὰ εἶμαι ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο. 
Πόσο μικρόψυχος εἶσαι, μοῦ εἶπες, ποὺ ἀρκεῖσαι σ᾿ αὐτά! Αὐτά, συγκρινόμενα μὲ τὰ μέλλοντα, εἶναι τὸ ἴδιο σὰν ἕνα οὐρανὸ ποὺ τὸν ζωγράφισες στὸ χαρτὶ καὶ τὸν κρατᾷς στὰ χέρια σου. Ὅσο αὐτὸς ὑστερεῖ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ οὐρανό, τόσο ἀσύγκριτα περισσότερο θὰ σοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ μέλλουσα δόξα ἀπ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις τώρα.
Λέγοντας αὐτὰ σώπασες καὶ λίγο-λίγο ὁ καλὸς καὶ γλυκὸς δεσπότης κρύφτηκες ἀπὸ τὰ μάτια μου, εἴτε ἐπειδὴ ἐγὼ ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ σένα, εἴτε ἐπειδὴ σὺ ἔφυγες ἀπὸ κοντά μου, δὲν ξέρω. Τότε ἦρθα πάλι στὸν ἑαυτό μου, νομίζοντας ὅτι ἀπὸ κάπου ἐπέστρεψα, καὶ μπῆκα στὸ πρῶτο μου σκήνωμα. Θυμόμουν λοιπὸν τὸ κάλλος τῆς δόξης καὶ τῶν λόγων σου, καθὼς περπατοῦσα, καθόμουν, ἔτρωγα, ἔπινα, προσευχόμουν κι ἔκλαιγα ζώντας μέσα σὲ ἀνέκφραστη χαρὰ ποὺ σὲ γνώρισα, τὸν Ποιητὴ τῶν ἁπάντων. Καὶ πῶς νὰ μὴ χαιρόμουν; ὅμως πάλι λυπόμουν, γιατί ποθοῦσα ἔτσι νὰ σὲ ξαναδῶ. Κάποτε λοιπὸν ποὺ πῆγα νὰ ἀσπασθῶ τὴν εἰκόνα ἐκείνης ποὺ σὲ γέννησε κι᾿ ἔπεσα νὰ τὴν προσκυνήσω, πρὶν σηκωθῶ, μοῦ φανερώθηκες μέσα στὴν ταλαίπωρη καρδιά μου, ποὺ τὴν μετέβαλες σὲ φῶς. Τότε κατάλαβα ὅτι σ᾿ ἔχω μέσα μου συνειδητά. Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν σὲ ἀγαποῦσα ἀναπολώντας στὴν μνήμη μου ἐσένα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ σένα, ἀλλὰ πίστεψα ὅτι ἔχω ἀληθινὰ μέσα μου ἐσένα, τὴν ἐνυπόστατη ἀγάπη, γιατὶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶσαι σύ, ὁ Θεός.
Σ᾿ αὐτὴ τὴν πίστη φυτεύθηκε ἡ ἐλπίδα, ποτίστηκε μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα, λαμπρύνθηκε μὲ τὶς ἐλλάμψεις τοῦ φωτός σου κι ἔτσι ριζώθηκε κι αὐξήθηκε πολύ. Ἔπειτα, σὺ ὁ ἴδιος, ὁ καλὸς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ἦλθες μὲ τὴν μάχαιρα τῶν πειρασμῶν, δηλαδὴ μὲ τὴν ταπείνωση καὶ κόβοντας τὰ κλωνάρια τῶν λογισμῶν ποὺ εἶχαν ἀνέβει πολὺ ψηλά, μπόλιασες στὴν ἐλπίδα μόνη τὴν ἁγία σου ἀγάπη σὰν σὲ μία ρίζα δένδρου. Βλέποντάς την λοιπὸν μέρα μὲ τὴ μέρα ν᾿ αὐξάνει καὶ νὰ μοῦ μιλάει συνεχῶς, -ἢ μᾶλλον σὺ δι᾿ αὐτῆς νὰ μὲ διδάσκεις καὶ νὰ μὲ περιλάμπεις- ζῶ μὲ τόση χαρά, σὰν νὰ εἶμαι ἤδη πάνω ἀπὸ κάθε πίστη καὶ ἐλπίδα, καθὼς φωνάζει ὁ Παῦλος: 
«Αὐτὸ ποὺ ἤδη βλέπει κανείς, Ποιὸς λόγος ὑπάρχει νὰ τὸ ἐλπίζει;»
Ἂν λοιπὸν ἐγὼ σὲ ἔχω, τί περισσότερο νὰ ἐλπίζω; 
Μοῦ εἶπες πάλι Δέσποτα: 
- Ἄκουσέ με. Καθὼς βλέπεις τὸν ἥλιο μέσα στὰ νερά, τὸν ἴδιον ὅμως τότε καθόλου δὲν τὸν βλέπεις, ἀφοῦ εἶσαι σκυμμένος κάτω, ἔτσι νὰ σκέφτεσαι καὶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ σοῦ συμβαίνει. Ἀσφάλιζε τὸν ἑαυτό σου καὶ φρόντιζε συνεχῶς νὰ μὲ βλέπεις ἐντός σου καθαρὰ καὶ ζωηρά, ὅπως τὸν ἥλιο στὰ καθαρὰ νερά. Κι᾿ ἔπειτα θ᾿ ἀξιωθεῖς, καθώς σου εἶπα, νὰ μὲ δεῖς ἔτσι μετὰ τὸν θάνατον. Εἶ δὲ μή, ὅλος ὁ κύκλος αὐτῶν τῶν ἔργων καὶ κόπων καὶ λόγων σου δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν καθόλου. Μᾶλλον θὰ σὲ καταδικάσουν περισσότερο καὶ θὰ σοῦ προξενήσουν μεγαλύτερη θλίψη, ἐπειδὴ καθὼς ξέρεις, «οἱ δυνατοὶ θὰ ἐξετασθοῦν δυνατά». 
Γιατὶ ἡ φτώχεια δὲν εἶναι αἰτία ντροπῆς τόσο γι᾿ αὐτὸν ποὺ γεννήθηκε φτωχὸς οὔτε ἡ λύπη ποὺ προξενεῖ τὸν λυπεῖ αὐτὸν τόσο, ὅσο ἐκεῖνον πού, ἀφοῦ πλούτισε καὶ δοξάσθηκε καὶ ὑψώθηκε κι ἔγινε φίλος μὲ τὸν ἐπίγειο βασιλέα, ἔπειτα ἐξέπεσε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ κατάντησε σὲ παντελῆ φτώχεια. Ἂν καὶ οἱ ἀναλογίες δὲν εἶναι ἴδιες ἀνάμεσα στὰ ἐπίγεια καὶ ὁρατὰ καὶ στὰ πνευματικὰ καὶ ἀόρατα. Σ᾿ αὐτοὺς δηλ. ποὺ γιὰ κάποια αἰτία ξέπεσαν ἀπὸ τὴ φιλία καὶ τὴν δουλεία τοῦ ἐπιγείου βασιλέως, ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι κύριοι τῶν ὑπαρχόντων τους καὶ νὰ τ᾿ ἀπολαμβάνουν καὶ νὰ ζοῦν. Ἂν ὅμως ἐκπέσει κανεὶς ἀπὸ τὴ δική μου ἀγάπη καὶ φιλία, δὲ μπορεῖ καθόλου νὰ ζήσει -γιατὶ ἡ ζωή του εἶμαι ἐγὼ -ἀλλὰ εὐθὺς γυμνώνεται ἀπ᾿ ὅλα καὶ παραδίνεται αἰχμάλωτος στοὺς δικούς μου καὶ δικούς του ἐχθρούς. 
Ἐκεῖνοι τὸν παραλαμβάνουν καὶ λόγω τῆς προηγουμένης ἀγάπης εὐνοίας καὶ ἀγάπης ποὺ εἶχε πρὸς ἐμένα, τοῦ ἐπιτίθενται μὲ μεγαλύτερη μανία τιμωρώντας, καταγελώντας καὶ περιπαίζοντάς τον.
ΝΑΙ, Πανάγιε Βασιλιᾶ μου, πιστεύω κι᾿ ἐγὼ σὲ σένα τὸν Θεό μου, πὼς πράγματι ἔτσι εἶναι καὶ προσπέφτοντας σὲ θερμοπαρακαλῶ.
Φύλαξέ με τὸν ἁμαρτωλὸ κι ἀνάξιο ποὺ ἐλέησες, καὶ τὸ βλαστάρι τῆς ἀγάπης σου ποὺ μπόλιασες στὸ δένδρο τῆς ἐλπίδας μου στήριξέ το μὲ τὴ δύναμή σου, νὰ μὴν τὸ σαλέψουν οἱ ἄνεμοι, νὰ μὴν τὸ συντρίψει ἡ καταιγίδα, νὰ μὴν τὸ σπάσει κανένας ἐχθρός, νὰ μὴν τὸ κάψει ὁ καύσωνας τῆς ἀμελείας, νὰ μὴν ξεραθεῖ ἀπὸ τὴ ῥᾳθυμία καὶ τοὺς μετεωρισμούς, νὰ μὴν ἐξαφανισθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Ξέρεις ἐσὺ ποὺ μοῦ τὸ χάρισες καὶ μοῦ τὸ φύτεψες αὐτό, πὼς ἐξαιτίας του εἶμαι ἀβοήθητος ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, ἀφοῦ τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου καὶ δικό σου ἀπόστολο, καθὼς ἐσὺ θέλησες, τὸν χώρισες σωματικὰ ἀπὸ μένα.
Ξέρεις ἐσὺ τὴν ἀσθένειά μου, ξέρεις καλὰ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν μεγάλη ἀδυναμία μου. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, σπλαγχνίσου με πιὸ πολὺ ἀπὸ δῶ καὶ μπρός, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιὰ πέφτω στὰ πόδια σου ἱκετεύοντας ἐσένα, ποὺ μοῦ φανέρωσες τόσες ὡραιότητες. Στερέωσε στὴν ἀγάπη σου τὴν ψυχή μου καὶ δῶσε νὰ ριζώσει βαθιὰ στὴν ψυχή μου ἡ ἀγάπη σου, γιὰ νὰ εἶσαι, σύμφωνα μὲ τὴν ἄχραντη κι᾿ ἅγια κι᾿ ἀψευδῆ σου ἐπαγγελία, ἐσὺ μέσα σε μένα κι ἐγὼ νὰ ὑπάρχω μέσα σὲ σένα. Ἡ ἀγάπη σου θὰ μὲ σκεπάζει κι ἐγὼ θὰ τὴν σκεπάζω καὶ θὰ τὴν φυλάω ἐντός μου, θὰ μὲ βλέπεις Δέσποτα μέσα σ᾿ αὐτὴν κι ἐγὼ θ᾿ ἀξιώνομαι νὰ σὲ βλέπω μέσα ἀπ᾿ αὐτήν, τώρα μὲν σὰν σὲ καθρέπτη καὶ ἀμυδρά, καθὼς εἶπες, ἐνῷ τότε, σ᾿ ὅλη τὴν ἀγάπη ὅλον ἐσένα ποὺ εἶσαι ἀγάπη κι ἔτσι μας ἀξίωσες νὰ σὲ ὀνομάζουμε, γιατὶ σὲ σένα πρέπει κάθε εὐχαριστία, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνηση, στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων. 
Ἀμήν.

Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

Eμπόδια για την επίσκεψη της Θείας Χάριτος στον άνθρωπο

Κάθε αμαρτία ως επανάσταση εναντίον του Θεού αντιστρατεύεται το έργο της Θείας Χάριτος. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος επισημαίνει πως υπάρχουν και μερικές αδυναμίες που αποτελούν φράγματα και παρεμποδίζουν την έλευση της Θ. Χάριτος.
Και αυτά είναι:

– Η ΑΜΕΛΕΙΑ για την μετάνοιά μας. Θα καταδικαστούμε όχι γιατί αμαρτήσαμε, αλλά γιατί δεν μετανοήσαμε, δεν ζητήσαμε το έλεος του Θεού για να λυτρωθούμε από την ψυχική μας ασθένεια.

– Η ΡΑΘΥΜΙΑ που παραλύει τις ψυχικές μας δυνάμεις και τις ακινητοποιεί. Χωρίς σκληρούς αγώνες δεν ενεργοποιείται η Χάρη του Θεού. Όχι γιατί ο Θεός χρειάζεται τους κόπους του μετανοούντος ανθρώπου, αλλά για να μην λάβει ο άνθρωπος τη Χάρη του Θεού χωρίς κόπο και την καταφρονήσει όπως παλαιότερα.

– Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ. Αν δέχθηκες, λέγει, ο ιερός πατέρας τη Χάρη του Αγ. Πνεύματος και φωτίσθηκες, πρόσεξε μην νομίσεις πως είναι δικός φωτισμός, γιατί αν το νομίσεις αυτό, τότε θα αναχωρήσει και θα πάθεις χειρότερα από πρώτα.

– Η ΑΣΠΛΑΧΝΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟ. Αυτή σβήνει τον φωτισμό της ψυχής. Γιατί εκείνος που θα βρει τη σωτηρία του με την ευσπλαχνία του προς τους αδελφούς του, πάλι με το δικό του έλεος προς τους αδελφούς του θα μπορέσει να φανεί άξιος της χάριτος του Θεού και να πετύχει τη σωτηρία του.

Κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο

Aν ποθοῦμε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν

Ἄν ποθοῦμε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πρέπει νά ἔχουμε πολλή προσοχή καί ἐπιμέλεια καί προθυμία στήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Για νά σωθοῦμε, δέν φτάνει μόνο νά πιστεύουμε στόν ἀληθινό Θεό καί νά εἴμαστε ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Πρέπει καί ν᾿ ἀγωνιζόμαστε «τόν καλόν ἀγῶνα», νά ζοῦμε «ἀξίως τῆς κλήσεως, ἧς ἐκλήθημεν», δηλαδή νά κάνουμε καί ἔργα χριστιανικά, ἀφοῦ εἴμαστε βαπτισμένοι χριστιανοί καί τιμημένοι μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. 

Ἄς μή νομίζουμε πώς θά σωθοῦμε μόνο μέ τήν πίστη. Ἡ πίστη χωρίς ἔργα δέν ὠφελεῖ σέ τίποτα. Ὁ Κύριος βέβαια εἶπε, ὅτι «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». Ὁ ἴδιος ὅμως εἶπε καί τοῦτο: Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι “Κύριε, Κύριε” εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει γιά κείνους πού δέν ἔχουν καλά ἔργα: «Θεόν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δέ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοί ὄντες καί ἀπειθεῖς καί πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν ἀδόκιμοι». 

Ἄν σωζόταν κανείς μόνο μέ τήν πίστη, τότε ὅλοι θά ἐξασφάλιζαν εὔκολα τή σωτηρία. Γιατί «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι». Ἄς θυμηθοῦμε αὐτό πού ἔλεγαν οἱ δαίμονες μέ τό στόμα τῆς «μαντευομένης παιδίσκης» τῶν Φιλίππων γιά τούς ἀποστόλους Παῦλο καί Σίλα: Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ὑμῖν ὁδόν σωτηρίας». Αὐτοί λοιπόν οἱ δαίμονες, πού πιστεύουν, καταδικάστηκαν στή γέεννα τοῦ πυρός γιά τά πονηρά τους ἔργα. 

Ὅπως τό σῶμα χωρίς τήν ψυχή εἶναι ἀκίνητο καί ἀνενέργητο, ἔτσι καί ἡ πίστη χωρίς ἔργα εἶναι νεκρή. Ἄς ἀκούσουμε τόν ἅγιο Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο, πού μέ τόση ἐνάργεια τονίζει: «Τί τό ὄφελος, ἀδελφοί μου, ἐάν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δέ μη ἔχῃ; Μή δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; Ἐάν δέ ἀδελφός ἤ ἀδελφή γυμνοί ὑπάρχωσι καί λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, εἴπῃ δέ τις αὐτοῖς ἐξ ὑμῶν, “ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καί χορτάζεσθε”, μή δῶτε δέ αὐτοῖς τά ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τό ὄφελος; Οὕτω καί ἡ πίστις, ἐάν μή ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ᾿ ἑαυτήν». 

Μετά ἀπ᾿ αὐτά, εἶναι φανερό πώς πρέπει νά ἔχουμε καί ἔργα μαζί μέ τήν πίστη. Καί ὅποιος ἔχει, εἶναι καλύτερος ἀπ᾿ αὐτόν πού κάνει θαύματα. Ἀλήθεια, τί ὠφελεῖται ἐκεῖνος πού κάνει θαύματα τώρα, ἀλλά θά χάσει τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν; Πῶς θά σωθεῖ ἀκόμα κι ἕνας θαυματουργός, ἄν δέν ἔχει ἔργα, πού θά τόν δικαιώσουν; Νά γιατί ὁ Χριστός προειδοποίησε ρητά: «Πολλοί ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· “Κύριε, Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καί τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καί τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλάς ἐποιήσαμεν;” Καί τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι “οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν”». Βλέπουμε λοιπόν, πώς κι ἐκεῖνοι πού ἔχουν χαρίσματα θαυματουργίας, προφητείας κ. ἄ., δέν μποροῦν νά ὠφελήσουν τόν ἑαυτό τους χωρίς ἔργα. 

Ὅποιος πιστεύει πραγματικά στόν Θεό καί στήν πρόνοιά Του, αὐτός σκορπίζει στούς φτωχούς τά χρήματά του, ἐλπίζοντας ὅτι θά πάρει «μισθόν ἑκατονταπλασίονα» καί θά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή. Αὐτό ἔκαναν οἱ πρῶτοι χριστιανοί, ὅπως διαβάζουμε στίς Πράξεις: «Πάντες οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπί τό αὐτό καί εἶχον ἅπαντα κοινά, καί τά κτήματα καί τάς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καί διεμέριζον αὐτά πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε». 

Ὅποιος πιστεύει, ἀγωνίζεται νά ταπεινωθεῖ, μετανοεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του, εἶναι πρᾶος καί εἰρηνικός, μισεῖ τήν ἀδικία καί ἀγαπάει τή δικαιοσύνη, γιατί θυμᾶται τό ψαλμικό: 
«Ὁ ἀγαπῶν τήν ἀδικίαν μισεῖ τή νἑ αυτοῦ ψυχήν». 

Ὅποιος πιστεύει, ὑπομένει ἀγόγγυστα κάθε πειρασμό, γιά νά στεφανωθεῖ μέ τό στεφάνι τῆς ἄφθαρτης δόξας. Φυλάει τή σωφροσύνη καί δέν μολύνει τόν ἑαυτό του μέ πορνεῖες καί ἄλλες ἀκαθαρσίες, γνωρίζοντας πώς ὅποιοι μολύνουν τά σώματά τους δέν θά σωθοῦν: «πόρνους γάρ καί μοιχούς κρινεῖ ὁ Θεός». 

Αὐτός πού πιστεύει ἀληθινά, δέν εἶναι ὀκνηρός καί ἀμελής στήν προσευχή, δέν κατακρίνει κανένα καί δέν ἀκολουθεῖ «τήν εὐρύχωρον ὁδόν», ἀλλά «τήν στενήν καί τεθλιμμένην». Δέν ἀγαπάει τόν κόσμο οὔτε γονεῖς, ἀδέλφια, γυναίκα καί παιδιά περισσότερο ἀπό τόν Κύριο. Δέν ξεφαντώνει μέ μεθύσια καί ἁμαρτωλά τραπέζια, ὅπου ἀκούγονται τραγούδια καί λόγια ἄσεμνα, ἀλλά θυμᾶται τόν θάνατο καί τή φοβερή ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Γι᾿ αὐτό προσεύχεται καί νηστεύει, καί ἐγκρατεύεται καί ἑτοιμάζεται ὅπως πρέπει, γιά νά δώσει «καλήν ἀπολογίαν» στόν οὐράνιο Κριτή. 

Ὅσοι πιστεύουν, ἀγαποῦν τόν Κύριο καί μισοῦν τά πονηρά ἔργα. Δέν μνησικακοῦν ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ τους καί δέν ἀποδίδουν κακό στό κακό. Κάνουν καλό σ᾿ αὐτούς πού τούς κακομεταχειρίζονται, εὐλογοῦν αὐτούς πού τούς καταριῶνται καί ὑπομένουν καρτερικά αὐτούς πού τούς κατατρέχουν. Ὅταν τούς βρίζουν, χαίρονται. Ἔχουν ἀγάπη καθαρή, ἀνόθευτη καί ἀληθινή, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔφτασε στό σημεῖο νά λέει: «Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καί ἀδιάλειπτος ὀδύνη ἐν τῇ καρδίᾳ μου. Ηὐχόμην γάρ αὐτός ἐγώ ἀνάθεμα εἶναι ἀπό τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου». Τέτοια ἀγάπη εἶχε καί ὁ προφήτης Μωϋσῆς, πού, ὅταν οἱ Ἰσραηλίτες ἀρνήθηκαν τόν Θεό καί προσκύνησαν ἕνα εἴδωλο – ἕνα χρυσό μοσχάρι – τούς εἶπε: «Ὑμεῖς ἡμαρτήκατε ἁμαρτίαν μεγάλην· καί νῦν ἀναβήσομαι πρός τόν Θεόν, ἵνα ἐξιλάσωμαι περί τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν». Καί ἀνέβηκε στό ὄρος Σινᾶ καί εἶπε στόν Θεό: «Δέομαι, Κύριε· ἡμάρτηκεν ὁ λαός οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην καί ἐποίησαν ἑαυτοῖς θεούς χρυσοῦς. Καί νῦν εἰ μέν ἀφεῖς αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δέ μή, ἐξάλειψον κἀμέ ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας». Τέτοια διάθεση εἶχε καί ὁ προφήτης Δαβίδ, ὅταν ἔλεγε: «Μετά τῶν μισούντων τήν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός». 

Ὅσοι πιστεύουν, δέν ξέρουν τί εἶναι ὑποκρισία ἤ κολακεία ἤ προσωποληψία, γιατί σ᾿ ὅλες τους τίς ἐνέργειες εἶναι εὐθεῖς, τίμιοι καί εἰλικρινεῖς. Δέν ὑπερηφανεύονται καί δέν «ὑψηλοφρονοῦν» γιά τούς ἐπαίνους καί τίς κολακεῖες, πού τούς κάνουν οἱ ἄλλοι. Ἀποστρέφονται τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, ἀκολουθώντας τήν ὑπόδειξη τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οὐδείς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. Ἐάν δέ καί ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ». 

Ὅσοι πιστεύουν, δέν λένε ποτέ ψέματα, δέν εἶναι πλεονέκτες, δέν κοινωνοῦν ἀνεξομολόγητοι, δέν κατακρίνουν τούς ἄλλους. Μέ δυό λόγια, βαδίζουν προσεκτικά καί σταθερά στόν δρόμο τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, καί πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν ὄχι μέ τά λόγια, ἀλλ᾿ «ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ». 

Βλέπετε τώρα πῷς ζοῦν ὅσοι πιστεύουν; Λοιπόν, πῶς εἶναι δυνατό νά θεωροῦμε κάποιον πιστό, ὅταν εἶναι φτωχός σέ ἔργα; 

Ἄν πιστεύουμε πραγματικά, ἄς πολεμήσουμε τήν ἁμαρτία καί ἄς ἀφήσουμε κάθε κακό, πού μέχρι τώρα κάναμε. Ἄς ἀγωνιστοῦμε μέ προθυμία, γιά νά βρεθοῦμε ἕτοιμοι μπροστά στόν Κύριο τή φοβερη ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἄς ξυπνήσουμε ἀπό τόν ὕπνο τῆς ἀμέλειας. Ἄς ἐπανορθώσουμε τά σφάλματά μας καί ἄς διώξουμε τούς πονηρούς λογισμούς. Ἄς προσπαθοῦμε νά ἐκπληρώνουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, γιά νά στεφανωθοῦμε ἀπ᾿ Αὐτόν καί νά κληρονομήσουμε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 

(Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ” Βασισμένο σέ κείμενο τοῦ Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ) 

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή. 

Ἱερομόναχος Σάββας Αγιορείτης

Πως να υπομένουμε τους πειρασμούς

Όσοι είναι φίλοι του Θεού, όσοι έχουν κλείσει μέσα τους τον Κύριο σαν ένα πολύτιμο θησαυρό, δέχονται με πολλή χαρά τις βρισιές και τις ατιμίες, και αγαπούν με καθαρή καρδιά, σαν ευεργέτες, αυτούς που τους αδικούν.
Ο Χριστός, ο αναμάρτητος, ραπίσθηκε άδικα από ένα δούλο, κι έτσι έγινε το πρότυπο όλων μας στην ανεκτικότητα, τη μεγαλοψυχία και τη μακροθυμία. Αλλά μόνο ραπίσθηκε; Αν πάρουμε από την αρχή τα γεγονότα της ένσαρκης οικονομίας Του, θα δούμε πως αυτή δεν είναι τίποτ' άλλο παρά μια αλυσίδα ταπεινώσεων και εξευτελισμών...
Πρώτα-πρώτα ο Κύριος, όντας Θεός, καταδέχθηκε να έρθει στη γη, «μορφήν δούλου λαβών», και να ζήσει ανάμεσά μας σαν ένας άσημος και φτωχός «τέκτονος υιός». Μέχρι τα τριάντα Του χρόνια βοηθούσε τον άγιο Ιωσήφ στο ταπεινό επάγγελμα του ξυλουργού. Ύστερα, όσο κήρυττε και θαυματουργούσε, υπέμεινε το διασυρμό, τη συκοφαντία και τις επιβουλές των Φαρισαίων και Γραμματέων. Και τέλος, πιάστηκε, χλευάσθηκε, μαστιγώθηκε, ραπίσθηκε και σταυρώθηκε. Ποιος; Ο αθώος από τους φταίχτες. Ο ευεργέτης από τους ευεργετημένους. Ο Θεός από τους ανθρώπους! Και γιατί όλα τούτα; Πρώτα, για να μας σώσει, όπως όλοι ξέρουμε. Κι έπειτα, για να μας δώσει παράδειγμα, όπως γράφει ο απόστολος Πέτρος: «Χριστός έπαθεν υπέρ υμών, υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού». Όπως υπέμεινε Εκείνος όλους τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες της ζωής, και μάλιστα την αδικία και την αχαριστία εκείνων που είχε ευεργετήσει, έτσι πρέπει να υπομένουμε κι εμείς. «Τούτο γαρ χάρις, ει δια συνείδησιν Θεού υποφέρει τις λύπας, πάσχων αδίκως», γράφει πάλι ο πρωτοκορυφαίος απόστολος. «Ποίον γαρ κλέος, ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε; Αλλ' εἰ αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομενείτε, τούτο χάρις παρά Θεώ» . 
«Αγαθοποιών και πάσχων» ακριβώς ο Χριστός, είναι σα να λέει στον καθένα από μας: “Αν θέλεις, άνθρωπέ μου, να ζήσεις αιώνια μαζί μου, και να γίνεις «κατά χάριν Θεός», ταπεινώσου για χάρη μου, όπως ταπεινώθηκα κι εγώ για χάρη σου. Πέταξε από πάνω σου τη δαιμονική υπερηφάνεια και μη ντραπείς να υποστείς χλευασμούς και να πάθεις κάθε κακό για τις εντολές μου. Αλλιώς, θα ντραπώ κι εγώ για σένα την ημέρα της Κρίσεως. «Ος γαρ αν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους, τούτον ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται, όταν έλθη εν τη δόξη αυτού και του πατρός και των αγίων αγγέλων». Και θα προστάξω τότε τους αγγέλους μου: «Αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου»”.
Αν λοιπόν δεν υπομείνουμε τους πειρασμούς, τότε και ο Κύριος θα μας αποδοκιμάσει στη δευτέρα παρουσία Του, γιατί προτιμήσαμε τη δόξα των ανθρώπων και δεν θελήσαμε ν' ακολουθήσουμε το παράδειγμά Του. Πώς θέλουμε να συμβασιλεύσουμε και να συνδοξασθούμε μαζί Του στη βασιλεία των ουρανών, αν δεν καταδεχόμαστε να ταπεινωθούμε από έναν άλλον άνθρωπο, εμείς, που είμαστε «γη και σποδός», τη στιγμή που ο Χριστός, ο άπειρος Θεός και δημιουργός του σύμπαντος, αυτοταπεινώθηκε, άφησε την ουράνια δόξα Του κι έγινε άνθρωπος ευτελής; Εμείς δεν καταδεχόμαστε να ταπεινωθούμε μπροστά στον αδελφό μας, που είναι ίσως ανώτερος από μας, ενώ ο Χριστός έγινε δούλος και δέχθηκε τόσες ταπεινώσεις και σταυρικό θάνατο ακόμα, από τους δούλους Του!
Ας υποθέσουμε, ότι βαδίζουμε στο δρόμο μαζί με τον Χριστό. Και μας συναντάει ένας άνθρωπος, που χτυπάει στο πρόσωπο και Εκείνον και εμάς. Ο Δεσπότης Χριστός δεν αντιδρά και δεν διαμαρτύρεται. Μπορούμε να σκεφτούμε σε τι δεινή θέση θα βρεθούμε εμείς, αν αντιδράσουμε;
Ο Κύριος είναι το υπόδειγμά μας. Και όμως, Εκείνος περιπαίζεται και δεν αγανακτεί· εμείς επαναστατούμε. Εκείνος δέχεται σταυρό και θάνατο ταπεινωτικό· εμείς δεν σηκώνουμε ούτε ένα ταπεινωτικό λόγο. Πώς λοιπόν θα γίνουμε συγκοινωνοί της δόξας Του, αφού δεν καταδεχόμαστε να γίνουμε συγκοινωνοί των παθών και των βασάνων Του; Μάταια αγωνιζόμαστε, μάταια ελπίζουμε στην αιώνια ζωή, αν δεν είμαστε αποφασισμένοι να σηκώσουμε σταυρό, όπως Εκείνος.
Δεν απομένει πάρα να Τον μιμηθούμε, με τη βεβαιότητα ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς».

(Από το βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ” Βασισμένο σε κείμενο του Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ).

Δέηση πρός τόν Θεό "Μή μοῦ δώσης, Δέσποτα..."



Μή μοῦ δώσης, Δέσποτα, τή μάταιη δόξα πάνω στή γῆ, μήτε τόν πλοῦτο πού χάνεται, μήτε νομίσματα χρυσά, μήτε θρόνο ὑψηλό, μήτε ἀρχήν (ἐξουσίαν) ἐπί τούτων ἐδῶ τῶν φθειρομένων! Ἀλλά μέ τούς ταπεινούς σύζευξέ με καί τούς πράους καί φτωχούς, γιά νά γίνω κι ἐγώ ταπεινός καί πρᾶος. Καί τήν διακονία μου, ἄν δέν τήν ἐκτελῶ πρός τό συμφέρον καί σύμφωνα πρός τήν ἀρέσκειά σου καί πρός τήν ὑπηρεσία στου (ὥστε νά ἐξυπηρετῶ τό θέλημά σου), εὐδόκησε, Δέσποτα, ν' ἀπαλλαγῶ ἀπ' αὐτήν, καί μόνο νά θρηνῶ τίς ἁμαρτίες μου καί νά μεριμνῶ γιά τή δίκαιη Κρίση σου μόνο, καί γιά τό πῶς θ' ἀπολογηθῶ, πού σ' ἐξόργισα πολύ!

Ναί, ὁ συμπαθής ποιμένας, ὁ ἀγαθός καί πρᾶος, ὁ θέλων νά σωθοῦνε ὅλοι ὅσοι πιστεύουνε σέ σένα, ἐλέησέ με καί εἰσάκουσε αὐτήν τήν δέησή μου. Μήν ὀργισθῆς, μήν ἀποστρέψης τό πρόσωπό σου ἀπό μένα, διότι δέν ζητῶ νά γίνη τό δικό μου θέλημα, ἀλλά τό δικό σου, καί γιά νά σέ ὑπηρετήσω, Οἰκτίρμον!

Σ ἐξορκίζω (θερμοπαρακαλῶ), ἐλέησέ με, σύ ὁ φύσει Ἐλεήμων, καί ποίησε τό συμφέρον στήν ἄθλια ψυχή μου, διότι σύ ὁ ἴδιος εἶσαι ὁ μόνος φιλάνθρωπος Θεός, ἄκτιστος, ἀτελεύτητος, παντοδύναμος ὅντως, ζωή τῶν πάντων καί φῶς ὅλων ὅσων σέ ἀγάπησαν καί ἀπό σένα, Φιλάνθρωπε, ἀγαπωμένων πάρα πολύ! 

Μαζί μέ τούς ὁποίους εἴθε νά συντάξης καί μένα, Δέσποτα, καί νά μέ κάνης κοινωνόν τῆς θείας σου δόξης καί συγκληρονόμο· διότι σέ σένα πρέπει δόξα στόν Πατέρα μαζί μέ τόν συνάναρχο Υἱό καί τό Θεῖον Πνεῦμα, στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, ἀμήν.


Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος Σελ. 291-292
Συγγραφή, ἐπιμέλεια, copy right, διάθεση:
Ἱερομόναχος πατήρ Μάξιμος Αγιορείτης, 
Γέροντας τοῦ Παντοκρατορινοῦ Κελλίου Ἅγιος Νικόλαος
Ταχ. Θυρίδα 49, Καρυές 630 86 Ἅγιον Ὄρος

Η σημασία της θυσίας του Χριστού για τη ζωή του ανθρώπου

«Ο Κύριος Ιησούς και Θεός μας χωρίς να φταίει σε τίποτε ραπίσθηκε, ώστε οι αμαρτωλοί που θα τον μιμηθούν, όχι μόνον να λάβουν άφεση των αμαρτιών τους, αλλά και να γίνουν συγκοινωνοί στη θεότητά του με την υπακοή τους.
Εκείνος ήταν Θεός κι έγινε για μας άνθρωπος. Ραπίσθηκε, φτύστηκε και σταυρώθηκε, και με όσα έπαθε ο απαθής κατά τη θεότητα είναι σαν να μας διδάσκει και να λέει στον καθένα μας:
«Αν θέλεις, άνθρωπε, να γίνεις Θεός, να κερδίσεις την αιώνια ζωή και να ζήσεις μαζί μου, πράγμα που ο προπάτοράς σου, επειδή το επεδίωξε με κακό τρόπο, δεν το πέτυχε, ταπεινώσου, καθώς ταπεινώθηκα κι εγώ για σένα– απόφυγε την αλαζονεία και την υπερηφάνεια του δαιμονικού φρονήματος, δέξου ραπίσματα, φτυσίματα, κολαφίσματα, υπόμεινέ τα μέχρι θανάτου και μην ντραπείς.
Αν όμως εσύ ντραπείς να πάθεις κάτι χάρη των εντολών μου, καθώς εγώ ο Θεός έπαθα για σένα, θα θεωρήσω κι εγώ ντροπή μου το να είσαι μαζί μου κατά την ένδοξη έλευσή μου και θα πω στους αγγέλους μου:
Αυτός κατά την ταπείνωσή μου ντράπηκε να με ομολογήσει και δεν καταδέχθηκε να εγκαταλείψει τον κόσμο και να γίνει όμοιός μου. Τώρα λοιπόν που απογυμνώθηκε από τη φθαρτή δόξα του Πατέρα μου, θεωρώ ντροπή μου ακόμη και να τον βλέπω. Πετάξτε τον λοιπόν έξω: «αρθήτω ο ασεβής, ίνα μή ίδη τήν δόξαν Κυρίου» (Ησ. 26:10) (διώξτε τον ασεβή για να μη δει τη δόξα του Κυρίου).
Φρίξετε, άνθρωποι, και τρομάξετε, και υπομείνετε με χαρά τις ύβρεις που ο Θεός υπέμεινε για τη σωτηρία μας... Ο Θεός ραπίζεται από έναν τιποτένιο δούλο... και εσύ δεν καταδέχεσαι να το πάθεις αυτό από τον ομοιοπαθή σου άνθρωπο; Ντρέπεσαι να γίνεις μιμητής του Θεού, και πώς θα συμβασιλεύσεις μ’ αυτόν και θα συνδοξασθείς στη βασιλεία των ουρανών, αν δεν υπομείνεις τον αδελφό σου; Αν και ’κείνος δεν καταδεχόταν να γίνει άνθρωπος για σένα και σ’ άφηνε να κείτεσαι μέχρι τώρα στην πτώση της παραβάσεως, δεν θα βρισκόσουν τώρα στον πυθμένα του Άδη, άθλιε, με τους άπιστους και τους ασεβείς;
Αλλά τί θα πούμε προς αυτούς πού δήθεν εγκατέλειψαν τα πάντα κι έγιναν φτωχοί για την βασιλεία των ουρανών;
— Αδελφέ, φτώχυνες και μιμήθηκες το Δεσπότη Χριστό και Θεό σου. Βλέπεις λοιπόν ότι τώρα ζει και συναναστρέφεται μαζί σου, αυτός που βρίσκεται υπεράνω όλων των ουρανών. Να, βαδίζετε τώρα οι δυο μαζί– κάποιος σας συναντάει στο δρόμο της ζωής, δίνει ράπισμα στον Δεσπότη σου, δίνει και σε σένα. Ο Δεσπότης δεν αντιλέγει και συ αντεπιτίθεσαι; «Ναι», λέει, γιατί είπε σε εκείνον που τον ράπισε: «ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού– ει δε καλώς, τί με δέρεις;» (Ιω. 18,23). (Αν είπα κάτι κακό, πες ποιο ήταν– αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;)».
Αυτό όμως δεν το είπε αντιμιλώντας, όπως φαντάστηκες, αλλά επειδή εκείνος «αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (δεν έκανε αμαρτία, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του).
Και για να μη νομισθεί, ότι, επειδή τάχα αμάρτησε, δίκαια τον χτύπησε ο δούλος λέγοντάς του: «ούτως αποκρίνει τω αρχιερεί;» (Ιω. 18,22)– (έτσι αποκρίνεσαι στον αρχιερέα;), για να αποδείξει λοιπόν ανεύθυνο τον εαυτό του, είπε τον παραπάνω λόγο. Δεν είμαστε όμως όμοιοί του εμείς οι υπεύθυνοι για πολλές αμαρτίες.
Έπειτα, μολονότι υπέμεινε πολύ χειρότερα απ’ αυτό, δεν μίλησε καθόλου, αλλά μάλλον προσευχήθηκε για τους σταυρωτές Του.
Εκείνος, αν και τον περιέπαιζαν, δεν αγανακτούσε, και σε γογγύζεις;
Εκείνος ανέχεται φτυσίματα, κολαφίσματα και φραγγελώσεις, και σε δεν ανέχεσαι ούτε ένα σκληρό λόγο;
Εκείνος δέχεται σταυρό και την οδύνη των καρφιών κι ατιμωτικό θάνατο, και συ δεν καταδέχεσαι να εκτελέσεις τα ταπεινά διακονήματα;
Πώς λοιπόν θα γίνεις συγκοινωνός στη δόξα, αφού δεν καταδέχεσαι να γίνεις συγκοινωνός στον ατιμωτικό του θάνατο; Μάταια στ’ αλήθεια εγκατέλειψες τον πλούτο, αφού δεν δέχθηκες να σηκώσεις τον σταυρό, δηλ. να υπομείνεις πρόθυμα την επίθεση όλων των πειρασμών – έτσι απόμεινες μόνος στον δρόμο της ζωής και χωρίσθηκες δυστυχώς από τον γλυκύτατο Δεσπότη και Θεό σου!»

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

Ταπεινός υπεράνω σκανδαλισμού

Κάποτε ο άρχοντας του τόπου επισκέφθηκε τον αββά Παλλάδιο, γιατί ήθελε να τον δει.
Είχε ακούσει βέβαια τα σχετικά μ' αυτόν. και είχε πάρει μαζί του και έναν στενογράφο, στον οποίο έδωσε την εξής εντολή: «Εγώ τώρα μπαίνω να δω τον αββά, εσύ λοιπόν όσα θα μου πει, να τα γράψεις με ακρίβεια».
Μπαίνει μέσα ο άρχοντας και λέει στον Γέροντα: «Προσευχήσου για μένα, αββά, γιατί έχω πολλές αμαρτίες». «Μόνο ο Ιησούς Χριστός είναι αναμάρτητος» αποκρίνεται ο Γέροντας. Τον ρωτά ο άρχοντας: «Άραγε, αββά, θα τιμωρηθούμε για κάθε αμαρτία;» Κι απαντά ο Γέροντας: «Γράφει στην αγία Γραφή: Εσύ θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του».
«Εξήγησέ μου τον λόγο αυτόν» παρακαλεί ο άρχοντας. «Το νόημά του είναι ολοφάνερο» αποκρίνεται ο Γέροντας, «αλλ' όμως άκουσε και λεπτομερώς. Στενοχώρησες τον πλησίον; Περίμενε από κάποιον να πάθεις το ίδιο.
Άρπαξες από τους κατωτέρους σου, γρονθοκόπησες φτωχό, ήσουν προσωπολήπτης σε δικαστήριο, ντρόπιασες, κακολόγησες, συκοφάντησες, είπες ψέματα εναντίον κάποιου, επιβουλεύθηκες την οικογενειακή τιμή των άλλων, ορκίστηκες ψευδόμενος, μετέθεσες όρια πατρικών χωραφιών, πρόσβαλες κτήματα ορφανών, καταστενοχώρησες χήρες, προτίμησες την εδώ πρόσκαιρη ηδονή από τα μελλοντικά αγαθά; Περίμενε την ανταπόδοση αυτών. Γιατί ό,τι λογής έργα σπείρει ο άνθρωπος, τέτοια και θα θερίσει. Και βέβαια εάν έχεις κάνει και κάποια καλά έργα, να περιμένεις να σου ανταποδοθούν κι αυτά πολλαπλάσια, γιατί "Εσύ (ο Θεός) θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του". Έχοντας στον νου σου, σ' όλη τη διάρκεια της ζωής σου, αυτή την τελική απόφαση, θα μπορέσεις να αποφύγεις τα περισσότερα αμαρτήματα».
«Και τί πρέπει να κάνω, αββά;» ρωτάει ο άρχοντας. «Να συλλογιέσαι -του απαντά ο Γέροντας- τα αιώνια, τα ατελεύτητα, τα συνεχόμενα.... Εκεί είναι χώρα ζώντων που δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά ζουν την αληθινή ζωή ενωμένοι με τον Χριστό».
Στέναξε τότε ο άρχοντας και είπε: «Πράγματι, αββά, έτσι είναι όπως τα είπες». και ξεκίνησε να επιστρέψει στο σπίτι του ευχαριστώντας τον Θεό για τη μεγάλη ωφέλεια που πήρε.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος θα μας πει: «Με τη μετάνοια γίνεται το πλύσιμο του μολυσμού των αισχρών πράξεων. Μετά δε από αυτήν, ακολουθεί η μετοχή του Αγίου Πνεύματος, όχι απλά, αλλά ανάλογα με την πίστη και την διάθεση και την ταπείνωση εκείνων που μετανοούν από όλη τους την ψυχή...».

«Γι' αυτό ο Θεός, επειδή είναι φιλάνθρωπος και οικτίρμων και επειδή θέλει τη σωτηρία μας, τοποθέτησε ανάμεσα σε μας και σ' Εκείνον την εξομολόγηση και τη μετάνοια και έδωσε την εξουσία σε καθένα που θέλει, να ανακαλέσει τον εαυτόν του από την πτώση του και με αυτήν να ξαναμπεί στην προ της πτώσεως κατάσταση και να αποκτήσει οικειότητα με τον Θεό και να βρεθεί μέσα στη δόξα του και στην παρρησία προς αυτόν. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και να γίνει πάλι κληρονόμος όλων των αγαθών που μας υποσχέθηκε ή και μεγαλυτέρων ακόμα, εάν θελήσει να επιδείξει θερμή μετάνοια. Γιατί, ανάλογα με τη μετάνοια, θα βρει και την ανάλογη παρρησία και οικειότητα προς τον Θεό κάθε άνθρωπος...».

"Για την ΜΕΤΑΝΟΙΑ,
την μοναδική λύση στα αδιέξοδά μας"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Ο Λόγος σαρξ εγένετο: Η πληρότητα της ύπαρξης


Λοιπόν δεν σας φανέρωσα αυτά τα μυστήρια για να αποδείξω ότι ο άνθρωπος μπορεί να γεννήσει τον Χριστό κατά τον ίδιο τρόπο που τον γέννησε η Παναγία, αλλά για να φανερωθεί η υπεράπειρη και γνήσια αγάπη του σ’ εμάς και ότι αν το θέλουμε όλοι μπορούμε να γίνουμε μητέρα και αδελφοί του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, καθώς και ο ίδιος το διακηρύττει: «Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί που ακούνε τον λόγο του Θεού και τον εκτελούν» (Λουκ. 8:21). Έτσι θα γίνουμε ίσοι με τους μαθητές και αποστόλους του, όχι κατά την αξία, ούτε κατά τις περιοδείες και τους κόπους που υπέφεραν, αλλά κατά τη χάρη του Θεού και τη δωρεά την οποία εξέχεε σ’ όλους που τον πίστευαν και τον ακολουθούσαν, χωρίς να στραφούν ποτέ πίσω.
Είδες πως όλους εκείνους που ακούνε και πράττουν το λόγο του τούς ανύψωσε στην αξία της μητέρας του και τους αποκαλεί αδελφούς και συγγενείς του; Όμως μόνο εκείνη υπήρξε η κυρίως μητέρα του, επειδή όπως ανέφερα τον γέννησε ανερμηνεύτως και χωρίς άνδρα, ενώ όλοι οι άγιοι τον συλλαμβάνουν και τον κατέχουν κατά χάριν και δωρεάν. Και από μεν την άμωμη μητέρα του δανείστηκε την παναμώμητη σάρκα του και σε αντάλλαγμα της δώρισε την θεότητα – ω τι παράξενη και ασυνήθιστη συναλλαγή – ενώ από τους αγίους δεν παίρνει σάρκα, αλλά αντίθετα αυτός τους μεταδίδει τη θεωμένη σάρκα του. Ας εξετάσουμε λοιπόν το βάθος αυτού του μυστηρίου.
Η χάρη του Πνεύματος στον Χριστό, δηλαδή το πυρ της θεότητος, προέρχεται από τη θεία του φύση και ουσία. Όμως το σώμα του δεν έχει την ίδια προέλευση, αλλά προέρχεται από την πάναγνη και αγία σάρκα της Θεοτόκου, την οποία προσέλαβε κατά το ιερό λόγιο: «ο Λόγος έγινε σάρκα» (Ιω. 1:14). Έκτοτε ο Υιός του Θεού και της αχράντου Παρθένου μεταδίδει στους αγίους, από μεν τη φύση και την ουσία του συναϊδιου Πατρός του τη χάρη του Πνεύματος, δηλαδή τη θεότητα, καθώς και μέσω του προφήτη λέγει: «Θα συμβεί τούτο κατά τις έσχατες ημέρες, θα εκχύσω από το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο» (Ιωήλ 3:1), εννοώντας κάθε πιστό, από δε τη φύση και ουσία εκείνης που κυρίως και αληθώς τον γέννησε με τη σάρκα, την οποία έλαβε από αυτή.
Και όπως από την πληρότητά του λάβαμε όλοι εμείς, έτσι ακριβώς μεταλαμβάνουμε από την άμωμη σάρκα της Παναγίας μητέρας του, την οποία και εκείνος προσέλαβε και όπως έγινε υιός και Θεός της ο Χριστός και Θεός μας γενόμενος και αδελφός μας, έτσι ακριβώς και εμείς, ω τι ανέκφραστη φιλανθρωπία, γινόμαστε υιοί της Θεοτόκου μητέρας του και αδελφοί του Χριστού, επειδή χάρη στον υπεράμωμο και υπεράγνωστο γάμο που τελέστηκε μ’ αυτήν και σ’ αυτήν γεννήθηκε ο Υιός του Θεού και απ’ αυτόν πάλι όλοι οι άγιοι. Πράγματι, όπως από τη συνουσία και τη σπορά του Αδάμ πρώτη η Εύα γέννησε και από εκείνη και μέσω εκείνης γεννήθηκαν όλοι οι άνθρωποι, έτσι και η Θεοτόκος, αφού δέχτηκε αντί σποράς τον Λόγο του Θεού συνέλαβε και γέννησε μόνο τον προ αιώνων μονογενή του Πατρός και μετέπειτα σαρκωθέντα δικό της μονογενή. Και μολονότι η ίδια έπαψε να συλλαμβάνει και να γεννά, ο Υιός της γέννησε και γεννά καθημερινά όσους πιστεύουν σ’ αυτόν και τηρούν τις άγιες εντολές του. Ασφαλώς έπρεπε η πνευματική μας αναγέννηση και ανάπλαση να γίνει δια του ανδρός, δηλαδή του δευτέρου Αδάμ και Θεού, επειδή η γέννησή μας στη φθορά έγινε δια της γυναικός Εύας.
Και πρόσεχε την ακρίβεια του λόγου: ανδρός θνητού και φθαρτού η σπορά φθαρτούς υιούς και θνητούς δια γυναικός γέννησε και γεννά, αθανάτου και άφθαρτου Θεού ο αθάνατος και άφθαρτος Λόγος αθάνατα και άφθαρτα τέκνα γέννησε και διαρκώς γεννά, αφού πρώτα αυτός γεννήθηκε από την Παρθένο εν αγίω Πνεύματι βεβαίως.
Γι’ αυτό λοιπόν είναι δέσποινα και βασίλισσα και κυρία και μητέρα όλων των αγίων η μητέρα του Θεού, ενώ όλοι οι άγιοι είναι και δούλοι της αφού είναι μητέρα του Θεού και παιδιά της αφού μεταλαμβάνουν από την πανάχραντη σάρκα του Υιού της. Πιστός ο λόγος: η σάρκα του Υιού της είναι σάρκα της Θεοτόκου. Μεταλαμβάνοντας και εμείς απ’ αυτήν τη θεωμένη σάρκα του Κυρίου, ομολογούμε και πιστεύουμε ότι μεταλαμβάνουμε ζωή αιώνια, εκτός αν αναξίως και εις κατάκριμα μεταλαμβάνουμε.
Πράγματι όλοι οι άγιοι είναι συγγενείς προς την Παναγία μητέρα του Θεού κατά τρεις τρόπους: Πρώτον επειδή προέρχονται από τον ίδιο πηλό μ’ αυτήν και την ίδια πνοή, δηλαδή τη ψυχή. Δεύτερον επειδή έχουν κοινωνία και μετουσία με αυτήν διά της προσλήψεως της σαρκός της από τον Χριστό. Και τρίτον επειδή, λόγω της εν Πνεύματι αγιωσύνης που ενυπάρχει σε αυτούς, καθένας συλλαμβάνει εντός του και κατέχει τον Θεό των όλων, όπως ακριβώς και εκείνη τον είχε εντός της. Διότι αν και τον γέννησε σωματικώς, όμως πάντοτε τον είχε όλον και πνευματικώς μέσα της και εξακολουθεί να τον έχει και τώρα και πάντοτε αχώριστον από αυτήν. Σ’ αυτόν πρέπει η δόξα και το κράτος στους αιώνες. 
Αμήν.

(Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: Βίβλος των Ηθικών Λόγος Α΄. Κεφάλαιο γ΄: Περί της του Λόγου Σαρκώσεως και κατά τίνα τρόπον δι’ υμάς εσαρκώθη. Έκδοση Ι. Μονής Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Αττικής)

Στὸν κάθε πλησίον ὑπάρχει ὁ Χριστός

Ὅλοι οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ ὀφείλουμε νὰ σκεπτόμαστε ὅτι στὸν κάθε ἄλλο πιστὸ ὑπάρχει ὁ Χριστὸς καὶ πρέπει νὰ ἔχουμε τόσην ἀγάπη πρὸς αὐτόν, ὥστε νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ θυσιάσουμε πρὸς χάρη του τὴν ψυχή μας. Δὲν ἔχουμε δὲ δικαίωμα νὰ ὀνομάζουμε ἢ νὰ θεωροῦμε κάποιον κακό, ἀλλὰ πρέπει νὰ τοὺς βλέπουμε ὅλους σὰν καλούς. Ἂν δεῖς κάποιον νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὰ πάθη, μὴ μισήσεις τὸν ἀδελφό, μὰ τὰ πάθη ποὺ τὸν πολεμοῦν, κι ἂν τὸν δεῖς νὰ τυραννιέται ἀπὸ κακὲς ἐπιθυμίες, πιὸ πολὺ νὰ τὸν σπαχνισθεῖς, μὴ τυχὸν καὶ σὺ πειρασθεῖς, ἀφοῦ εἶσαι τρεπτὸς καὶ εὐάλωτος στὴν εὐπερίστατη ἁμαρτία.

Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος
Προέλευση κειμένου: Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους


Μη αποκρύψης το Φώς του προσώπου Σου



Ελέησέ με, μόνε Κύριε, ελέησέ με, συ που με εσκέπασες από της νεαράς μου ηλικίας, συ που από την αγαθότητά σου μού εσυμπάθησες τα πάμπολλά μου πταίσματα που γνωρίζω πως σου έπταισα. Συ που με ελευθέρωσες από τον πλάνον και μάταιον κόσμον και από συγγενείς και φίλους και ατόπους ηδονάς και με αξίωσες να κάθωμαι εδώ ωσάν εις όρος [1] και μου έδειξες την θαυμαστήν σου, Θεέ μου, δόξαν και με εχαρίτωσες γεμίζοντας με όλον από θείον σου Πνεύμα και από Πνευματικόν φωτισμόν.
Συ πάλιν Θεέ μου, δος μου του δούλου σου τελείαν και ολόκληρον την Χάριν σου, χωρίς να μετανοήσης εις τούτο. Μην την αφαίρεσης, Δέσποτα, μηδέ αποστραφής με παραβλέποντάς με, συ που εξ αρχής με έστησες έμπροσθεν εις το πρόσωπόν σου και με εσυναρίθμησες εις τους δούλους σου και, σφραγίζοντάς με με την σφραγίδα [2] της Χάριτός σου, με επωνόμασες εδικόν σου.
Μη με πάλιν απορρίψης, μηδέ αποκρύψης το φως του προσώπου σου και με καλύψη σκότος· και με καταπίη η άβυσσος και συγκλείση ο ουρανός εμένα, τον οποίον με ανεβίβασες ανώτερα από αυτόν, καταξιώνοντάς με να συνευρίσκωμαι με τους αγγέλους σου, ή, να ειπώ καλύτερα, με εσένα τον των όλων ποιητήν και να συνευφραίνωμαι μαζί με εσένα και να θεωρώ την απαραμοίαστον δόξαν του προσώπου σου, απολαμβάνοντας χορταστικά και από το απλησίαστον φως· και να χαίρω ευφραινόμενος χαράν ανεκλάλητον, με την παρουσίαν της ανερμήνευ­του σου ελλάμψεως.
Οπόταν και κατατρυφώντας εγώ από εκείνο το ανερμήνευτον φως, εσκιρτούσα και έχαιρον ομού με εσένα τον ποιήτην και πλάστην μου, θεωρώντας το απαρομοίαστον κάλλος του προσώπου σου. Τόσον που και καταβιβάζοντας πά­λιν τον νουν μου εις την γην τότε, δεν έβλεπα μήτε τον κόσμον, με το να ήμουν πεφωτισμένος από εσένα, μήτε τα του κόσμου πράγματα, αλλά ήμουν ανώτερος και από τα πάθη και από τας φροντίδας.
Και συστρεφόμενος εις πράγματα και τα κακά ελέγχοντας, δεν συμμετείχα κατ' αρχάς εις τας κακίας των ανθρώπων. Αφ' ου δε, εγχρονίζοντας μέσα εις αυτά, επροτίμησα τα των άλλων και συνεσύρθηκα εις φιλονείκους ανθρώπους [3] με την ελπίδα της διορθώσεως των, εμέθεξα από την κακίαν. Και τώρα κυριευ­θείς από άγρια θηρία, κινδυνεύω. Διότι θέλοντας να αποσπάσω άλλους από την βλάβην εκείνων των θηρίων, εγώ πρώτος έγινα ξέσχισμα θηρίων.
Αλλά συ, φιλάνθρωπε, πρόφθασε σπλαγχνισθείς, τάχυνε και ελευθέρωσε εμέ, που διά εσένα έπεσα μέσα εις αυτά. Διότι καθώς ορίζει η εντολή σου[4], ελεήμον, έθεσα την αθλίαν μου ψυχήν διά την σωτηρίαν των αδελφών μου.
Αλλά αν και επληγώθηκα, συ όμως δύνασαι να με ιατρεύσης. Αν και εκρατήθηκα από τους εχθρούς αιχμάλωτος ο ταλαίπωρος, αλλά συ, ωσάν που είσαι δυ­νατός και ισχυρός κατά πάντα, δύνασαι να με λύτρωσης με το θέλημα σου μόνον. Αν και επιάσθηκα εις τα στόματα και τας χείρας των θηρίων, αλλά συ να φανής μόνον και ευθύς αυτά μεν θέλουσιν αποθάνη, να ζήσω δε εγώ.
Ναι, πανοικτίρμον και πολυέλεε, ελέησε και σπλαγχνίσου εμένα τον περιπεσόντα. Διότι κατέβηκα εις το πηγάδι, διά να ανασπάσω τον πλησίον μου και συγκατέπεσα και εγώ με αυτόν. Μη με αφήσης να κάθωμαι έως τέλους εις τον λάκκον, μη παρακαλώ.
Ηξεύρω που επρόσταξες, φιλάνθρωπε Θεέ μου, ότι χωρίς άλλο χρεωστούμεν να ελευθερώνωμεν τον αδελφόν από τον θάνατον και το δάγκαμα της αμαρτίας, μα όχι διά την αμαρτίαν να συναπολεσθώμεν με αυτόν (το οποίον το έπαθα ο ταλαίπωρος και αμελήσας έπεσα, θαρρώντας εις τον εαυτόν μου [5]), αλλά να ελευ­θερώνωμεν και εκείνον και ομοίως και τον εαυτόν μας· είδε μη, τουλάχιστον να μένωμεν επάνωθεν και να θρηνώμεν τον πεσόντα [6] και να φεύγωμεν όσον δυνάμε­θα το να μη πέσωμεν ωσάν εκείνον.
Αλλά και τώρα ανάστησέ με, ανάσυρέ με από το χάσμα και στήσε με επάνω εις την στερεάν πέτραν των εντολών σου [7]. Και δείξε μου πάλιν το φως, το οποίον δεν το χωρεί ο κόσμος, άλλα κάμνει εκείνον που το θεωρεί έξω από τον κόσμον και από το αισθητόν φως και από τον αισθητόν αέρα και από τον ουρανόν και από όλα τα αισθητά, και δεν ηξεύρει κατ' εκείνην την ώραν είτε χωρίς του σώματος είναι είτε τελείως με το σώμα[8].
Μου φαίνεται δε τότε να είναι ένας φωστήρας άυλος, ο οποίος λαμπόμενος από το κάλλος του νοητού ηλίου δεν δύναται να θεώρηση με αίσθησιν το εδικόν του φως, μόνον δε εκείνον θεωρεί τον άδυτον φωστήρα, κατανοώντας το υπερβολικόν και ασύγκριτον κάλλος της δόξης του. Και από την πολλήν του έκπληξιν δεν δύναται να κατανόηση μηδέ να καταλάβη τον τρόπον της θεωρίας, που δη­λαδή ευρίσκεται εκείνος ανερμηνεύτως ή πώς θέλει και οράται και περικλείεται μέσα εις τους άγιους [9].
Τούτο δε και μόνον ηξεύρομεν όλοι οι μαθηταί και δοκιμασταί των τοιούτων, ότι τότε γινόμεθα και μένομεν κατά αλήθειαν έξω από τον κόσμον, εν όσω βλέπομεν αυτό- και πάλιν έπειτα ευρισκόμεθα μέσα εις το σώμα και τον κόσμον. Ενθυμούμενοι δε την χαράν και το φως εκείνο και την γλυκυτάτην ηδονήν, θρηνούμεν και πενθούμεν καθώς το νήπιον παιδίον όταν βλέπη την μητέρα του και ενθυμούμενον τον γλυκασμόν του γάλακτος κλαυθηρίζει, έως οπού να το δράξη και να θηλάση χορταστικά.
Τούτο, Σωτήρ, ζητούμεν και τώρα, τούτο σε παρακαλούμεν προσπίπτοντες να το λάβωμεν αναπόσπαστον, διά να τρεφώμεθα, εύσπλαγχνε, και τώρα από αυτό· από τον άρτο λέγω τον νοητόν που καταβαίνει εξ ουρανού και μεταδίδει ζωήν εις όλους όσοι μετέχουσιν από αυτόν[10].
Και όταν αναχωρούντες των εντεύθεν, ερχώμεθα εις εσένα, Δέσποτα, να το έχωμεν συνοδοιπόρον, βοηθόν και φύ­λακα, και ομού με αυτό και διά μέσου αυτού να σου προσφερθώμεν. Και εις την φοβεράν κρίσιν αυτό να σκεπάση τας αμαρτίας μας διά να μην αποκαλυφθώσι μηδέ να φανώσι εις όλους, αγγέλους τε και ανθρώπους, αλλά και λαμπρόν να μας γίνη ένδυμα[11] και δόξα ως στέφανος εις αιώνας αιώνων. 
Αμήν.

[1] Εδώ ο Ιερός συγγραφεύς παρομοιάζει τη μονή του και το κελλί του με το όρος της Μετα­μορφώσεως, διότι εκεί βλέπει το φως της δόξης του Χριστού και ακούει την φωνή του Θεού.
[2] Ας προσέξουμε εδώ ότι ο Άγιος θεωρεί την είσοδό του στον χώρο της μυστικής ζωής των θείων εμφανειών ως δεύτερο Βάπτισμα (βάπτισμα φωτός) και γι' αυτό ομιλεί περί σφραγίδος.
[3] Προφανώς ο υπαινιγμός εδώ αναφέρεται σε ορισμένους ανυπότακτους μοναχούς της μονής
του (του αγ. Μάμαντος).
[4] βλ. Α' Ιωάν. γ' 16: «και ημείς οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι».
[5] Ας προσέξουμε ότι ο Άγιος δεν τα βάζει με τον Θεό, παραπονούμενος ότι έπεσε ψυχικώς χάριν τηρήσεως των εντολών Του, αλλά μέμφεται τον εαυτό του, λέγοντας ότι φταίει το ότι "εθάρρησε εις τον εαυτόν του", δηλ. περιέπεσε σε έπαρσι, ενώ αλλιώς δεν επρόκειτο να του συνέ­βαινε κανένα κακό. Βλέπουμε λοιπόν έμπρακτη εφαρμογή της βασικής μοναχικής αρετής της αυτομεμψίας και μπορούμε να θαυμάσουμε πόσο βαθειά ποτισμένος με το γνήσιο μοναχικό πνεύμα ήταν ο Άγιος.
[6] Με αυτή την φράσι υπαινίσσεται ο Άγιος την μετά δακρύων προσευχή για τον "πεσόντα αδελφόν", η οποία συχνά αποτελεί ουσιωδέστερη εφαρμογή του πνεύματος της διδασκαλίας του Κυρίου, παρά η απροϋπόθετη κηρυκτική ("ιεραποστολική") δράσις.
[7] πρβλ. Ματθ. ζ' 24.
[8] πρβλ. τις ανάλογες εμπειρίες του Αποστόλου Παύλου (Β' Κορ. ιβ' 3).
[9] Τούτο συμβαίνει, καθ' ότι ο Θεός καταξιώνει να έλθη και να κατοίκηση μυστικώς μέσα
στους Αγίους («και μονήν παρ' αυτώ ποιήσσομεν» Ιωάν. ιδ' 23).
[10] Με όσα λέγει εδώ ο Άγιος υπονοεί ασφαλώς την θείαν Ευχαριστίαν. Σε όλο το έργο του αγίου Πατρός δεσπόζει αυτή η πολλαπλή συνάφεια ανάμεσα στην (νοερά και μυστική) "μέθεξιν Θεού" και την επαξία «μετάληψιν του Σώματος και Αίματος του Κυρίου» και πολλές φορές ε­σκεμμένα ποιητικώ τω τρόπω δεν διαχωρίζει σαφώς τα όριά τους, δεικνύοντας πόσο στην πράξι συχνά συμπλέκονται μεταξύ τους.
[11] Σύμφωνα με όσα είπαμε στην προηγούμενη σημείωσι, εδώ ο Άγιος συμπλέκει, κατά την ενέργειαν και τα αποτελέσματα, τον ουράνιο Άρτο και το θείον Φως· αυτό το τελευταίο είναι που θα σκεπάσει ως ιμάτιο τους Αγίους κατά την μέλλουσα κρίσι.

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου
ΜΗ ΑΠΟΚΡΥΨΗΣ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΣΟΥ
Παράφρασις Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
Τεύχος 6


Βλέπω τον Θεό και μιλάω μαζί Του



Βλέποντας πρόσωπο με πρόσωπο τον Προσωπικό Θεό κάθομαι στην κλίνη μου, όλη την ώρα βρισκόμενος πέραν του κόσμου τούτου. Μέσα στο κελί μου, Τον βλέπω να είναι παρών, Εκείνον που είναι πέραν του κόσμου. Τον βλέπω και μιλάω μαζί Του. Τολμώ να πω ότι Τον αγαπώ και Εκείνος, με τη σειρά του, με αγαπά. Τρέφομαι μόνο και μόνο από αυτήν την ενατένιση. Νιώθοντας ένα μαζί Του, βρίσκομαι στα ουράνια. Αυτό είναι αλήθεια, το ξέρω. Όμως το που βρίσκεται το σώμα μου δεν το γνωρίζω. Ξέρω ότι ο Ένας που παραμένει αμετακίνητος, κατεβαίνει. Ξέρω ότι ο Ένας που είναι ξεχωριστός από όλα τα άλλα πλάσματα με κρατάει μέσα Του και με κρύβει στην αγκαλιά Του και τότε είναι που βρίσκω τον εαυτό μου έξω από ολόκληρο τον κόσμο. Ωστόσο με τη σειρά μου, παρόλο που δεν μπορώ να προσδιορίσω τον εαυτό μου μέσα στον κόσμο, βλέπω μέσα μου τόσο απόλυτα τον Δημιουργό του κόσμου. Ξέρω ότι δεν θα πεθάνω όσο βρίσκομαι μέσα στην ζωή: ολόκληρη η ζωή ξεχειλίζει από μέσα μου. Εκείνος υπάρχει μέσα στην καρδιά μου, όμως Εκείνος παραμένει ταυτόχρονα στα ουράνια. Εδώ και εκεί, εξίσου εκτυφλωτικά, Εκείνος αποκαλύπτει τον Εαυτό Του σε έμενα, Πώς μπορεί να γίνονται όλα αυτά; Πώς είναι δυνατόν ακριβώς να το καταλάβω; Πώς θα ήταν δυνατόν να εκφράσω όλα αυτά που αντιλαμβάνομαι και βλέπω; Στ’ αλήθεια, αυτά είναι εμπειρίες που δεν περιγράφονται, εμπειρίες που με τίποτα δεν μπορείς να εκφράσεις.

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

xristianos.gr

Τι σημαίνει η Ανάσταση του Χριστού για μας;



Πως είναι ή πως γίνεται μέσα μας η Ανάσταση του Χριστού και με αυτήν η ανάσταση της ψυχής. Επίσης, ποιο είναι το Μυστήριο αυτής της Αναστάσεως.

Ακολουθεί απόσπασμα από τον 13ο κατηχητικό λόγο, ενός από τους μεγάλους νηπτικούς Πατέρες της Εκκλησίας, του αγίου Συμεών, που ονομάστηκε«Νέος Θεολόγος». Στον λόγο του, προσπαθεί να δώσει να καταλάβουμε τι σημαίνει η Ανάσταση του Χριστού για μας τους πιστούς, στο «σήμερα». Δεν ασχολείται στον λόγο αυτό και τόσο με την Ανάσταση του Χριστού ως ιστορικό γεγονός, ούτε με την κοινή Ανάσταση όλου του ανθρώπινου γένους στα έσχατα. Αυτά είναι δεδομένα. Προσαρμόζει το λόγο στις πνευματικές ανάγκες του πιστού ανθρώπου κάθε εποχής. Ασχολείται «[..]με το μυστήριο της Αναστάσεως του Χριστού του Θεού μας, το οποίο γίνεται μυστικώς πάντοτε σε μας που θέλουμε [..]». Πως δηλαδή θάπτεται ο Χριστός μέσα μας σαν σε μνήμα, και πως ανασταίνεται μέσα μας, συνανασταίνοντας και μας.
Ας απολαύσουμε το λόγο του, και ας πάρουμε αυτό που έχουμε και εμείς ανάγκη για τον πνευματικό μας αγώνα.

«Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού, όμως πολύ λίγοι είναι εκείνοι που την βλέπουν καθαρά, και αυτοί βέβαια που δεν την είδαν ούτε να προσκυνήσουν μπορούν τον Ιησού Χριστό ως άγιο και Κύριο. Διότι λέγει,«κανένας δεν μπορεί να πει Κύριο τον Ιησού, παρά μόνο με το Πνεύμα το Άγιο» (Α’ Κορινθίους, 12:3)· και αλλού· «Πνεύμα είναι ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν πνευματικά και αληθινά» (Κατά Ιωάννη, 4:24). Και ακόμη το ιερότατο λόγιο, που το προφέρομε κάθε ημέρα, δεν λέγει, «Ανάσταση Χριστού πιστεύσαντες», αλλά τι λέγει; «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον Ιησούν, τον μόνον αναμάρτητον». Πως λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Πνεύμα το Άγιο να λέμε σαν να είδαμε αυτήν που δεν είδαμε, «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι», ενώ αναστήθηκε ο Χριστός μία φορά πριν από χίλια έτη και ούτε τότε τον είδε κανένας να ανασταίνεται; Άραγε μήπως η θεία Γραφή θέλει να ψευδόμαστε; Μακριά μια τέτοια σκέψη· αντίθετα συνιστά μάλλον να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή μέσα στον καθένα από εμάς τους πιστούς γίνεται η ανάσταση του Χριστού και αυτό όχι μία φορά, αλλά κάθε ώρα, όπως θα έλεγε κανείς, ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός ανασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας και απαστράπτοντας τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητας. Διότι η φωτοφόρα παρουσία του Πνεύματος μας υποδεικνύει την ανάσταση του Δεσπότη, που έγινε το πρωί, ή καλύτερα μας επιτρέπει να βλέπομε τον ίδιο εκείνον τον αναστάντα. Γι’ αυτό και λέμε· «Θεός είναι ο Κύριος και εφανερώθηκε σε μας», και υποδηλώνοντας την Β’ Παρουσία του λέμε συμπληρωματικά· «ευλογημένος είναι αυτός που έρχεται στο όνομα του Κυρίου». Σε όποιους λοιπόν φανερωθεί ο αναστημένος Χριστός, οπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικώς στα πνευματικά τους μάτια. Διότι, όταν έλθει μέσα μας δια του Πνεύματος, μας ανασταίνει από τους νεκρούς και μας ζωοποιεί και μας επιτρέπει να τον βλέπομε μέσα μας αυτόν τον ίδιο όλο ζωντανό, αυτόν τον αθάνατο και άφθαρτο, και όχι μόνον αυτό, αλλά και μας δίνει τη χάρη να γνωρίζομε ευκρινώς ότι συνανασταίνει και συνδοξάζει και εμάς μαζί του, όπως μαρτυρεί όλη η θεία Γραφή.
Αυτά λοιπόν είναι τα θεία μυστήρια των Χριστιανών, αυτή είναι η κρυμμένη μέσα τους δύναμη της πίστεώς μας, την οποία οι άπιστοι ή δύσπιστοι, ή καλύτερα να πω ημίπιστοι, δεν βλέπουν, ούτε βέβαια μπορούν καθόλου να τη δουν.Και άπιστοι, δύσπιστοι και ημίπιστοι είναι αυτοί που δεν φανερώνουν την πίστη με τα έργα. Διότι χωρίς έργα πιστεύουν και οι δαίμονες και ομολογούν ότι είναι Θεός ο Δεσπότης Χριστός. «Σε γνωρίζομε» (Μάρκος 1:24. Λουκάς 4:34), λένε,«εσένα τον Υιό του Θεού» (Ματθαίος 8:29), και αλλού· «αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου» (Πράξεις 16:17). Αλλά όμως ούτε τους δαίμονες ούτε τους ανθρώπους αυτούς θα ωφελήσει η τέτοια πίστη. Διότι δεν υπάρχει κανένα όφελος από τέτοια πίστη, επειδή είναι νεκρή κατά το θείο Απόστολο. Διότι λέγει· «η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή» (Ιακώβου, 2:26), όπως και τα έργα χωρίς την πίστη. Πως είναι νεκρή; Επειδή δεν έχει μέσα της τον Θεό που τη ζωογονεί, επειδή δεν απέκτησε μέσα της εκείνον που είπε· «αυτός που με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιωάννης, 14:21.23), «και εγώ και ο Πατέρας μου θα έλθουμε και θα κατοικήσομε μέσα του» (Ιωάννης, 14:23), για να εξαναστήσει με την παρουσία του από τους νεκρούς αυτόν που την κατέχει και να τον ζωοποιήσει και να του επιτρέψει να δει μέσα του και αυτόν που αναστήθηκε και αυτόν που ανέστησε.
Εξ αιτίας αυτού λοιπόν είναι νεκρή η τέτοια πίστη, η καλύτερα νεκροί είναι αυτοί που την κατέχουν χωρίς έργα. Διότι η πίστη στον Θεό πάντα ζει και επειδή είναι ζώσα ζωοποιεί αυτούς που προσέρχονται από αγαθή πρόθεση και την αποδέχονται, η οποία και έφερε πολλούς από το θάνατο στη ζωή και πριν από την εργασία των εντολών και τους υπέδειξε τον Χριστό και Θεό. Και θα ήταν δυνατό, εάν έμεναν πιστοί στις εντολές του και τις φύλαγαν μέχρι θανάτου, να διαφυλαχθούν και αυτοί απ’ αυτές, όπως δηλαδή έγιναν από μόνη την πίστη. Επειδή όμως μεταστράφηκαν, όπως το στραβό τόξο, και ακολούθησαν τις προηγούμενες πράξεις τους, εύλογα αμέσως βρέθηκαν να έχουν ναυαγήσει ως προς την πίστη και δυστυχώς στέρησαν τους εαυτούς τους από τον αληθινό πλούτο, που είναι ο Χριστός ο Θεός.
Για να μη πάθομε λοιπόν και εμείς αυτό το πράγμα,ζητώ να τηρήσομε με όση δύναμη έχομε τις εντολές του Θεού, για να απολαύσομε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά, εννοώ δηλαδή αυτήν την ίδια τη θέα του Χριστού, την οποία είθε να επιτύχομε όλοι μας με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν».

Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος
(Φ. ΕΠΕ 19Δ, σελ. 113- 117). 

http://exprotestant.blogspot.gr