.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η ΣΥΓΧΥΣΗ! Σωστά λέτε: "Τώρα, όχι μόνον μιμούμεθα αλλά ταυτιζόμεθα με τους παπικούς". Και τι προτείνετε; Καταγγελία, αλλά και ΚΟΙΝΩΝΙΑ με όλο αυτό το κακόγουστο θέατρο!!!

ΚΡΑΥΓΗ ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ ἤ ΠΑΡΑΦΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ
(τῆς Συνόδου ἀποτελέσματα)

ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΕΣ ΨΗΦΙΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Γεώργιος Τζανάκης

«Νὰ μὴ μιμώμεθα πότε τοὺς Παπικοὺς 
καὶ πότε τοὺς Προτεστάντας. 
Νὰ μὴ χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα. 
Νὰ στέργωμεν καὶ νὰ τιμῶμεν τὰ πάτρια» 

(Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης)


Ἔβλεπε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος, στὸν καιρό του, τὴν περιφρόνησι πρὸς τὰ οὐσιώδη συστατικὰ τοῦ βίου τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καὶ συνεχῶς, μὲ τὸν τρόπο του ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν ἐφημερίδων, ὅπου ἐδημοσιεύοντο τὰ διηγήματά του, σχολίαζε, διαμαρτυρόταν καὶ ἐπρότεινε τρόπους ἀντιμετωπίσεως.
Ἔβλεπε τὸν ξενισμό, τὸν πιθηκισμό, τὸ φράγκεμα τοῦ λαοῦ. Ἔβλεπε τὴν ἀνωτέρα τάξι, τοὺς πολιτικούς, τοὺς λογίους, τοὺς ἐπιστήμονες, τοὺς δημοσιογράφους νὰ περιφρονοῦν «ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι έγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν».
Ἔβλεπε τοὺς κληρικοὺς νὰ χάνουν τὴν θερμουργὸ πίστι καὶ«μηχανικῶς, ἀπροσέκτως, ραθύμως, καὶ ὡς ἀγγαρείαν τινὰ ἐκτελοῦντες τὰ τυπικὰ χρέη των», τοὺς ἐπισκόπους νὰ μετατρέπονται σὲ«νευρόσπαστα» –δηλαδὴ μαριονέτες– «τῶν πολιτικῶν», νὰ ἀσχολοῦνται μόνον μὲ τὶς τελετουργίες, νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν ζωή τοῦ λαοῦ.
Ἔβλεπε τὴν Σύνοδο «παραγνωρίσασα ὅλως τὸν ἀληθῆ αὐτῆς προορισμὸν καὶ θεωρήσασα ἑαυτὴν μέχρι τοῦδε ἁπλοῦν ἐργαστήριον δεσποτάδων καὶ παπάδων, οὓς στρατολογοῦσα συνήθως ἐκ τῆς κοινωνικῆς ὑποστάθμης, ἄνευ ἐλέγχου παιδείας καὶ ἠθικῆς, ἐξαποστέλλει αὐτοὺς οὐχὶ ὡς ποιμένας, ἀλλ’ ὡς λύκους βαρεῖς, μὴ φειδομένους τοῦ ποιμνίου τοῦ Κυρίου». Μὲ ἀποτέλεσμα «τὴν ἀθλίαν κατάστασιν».
Καὶ δὲν δίσταζε νὰ φωνάξει: «Τίς πταίει; Βεβαίως πρῶτον οἱ ἐπίσκοποι, εἶτα οἱ ἱερεῖς, καὶ τελευταῖος ὁ λαός».
Αὐτὰ στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου, τότε ποὺ ἔζησε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911).
«Καὶ ὅμως εὑρίσκονται ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐκ τῶν ἡμετέρων τινές, τόσον ἐκφυλισμένοι, ὥστε νὰ θαυμάζωσι τὰ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας!».
Ὡς ὀρθόδοξος, πνευματικὸς ἀπόγονος τῶν φιλοκαλικῶν πατέρων (τῶν συκοφαντηθέντων ὡς «κολυβάδων»), ἔβλεπε τὰ κτυπήματα στὸ οἰκοδόμημα, τὶς πρῶτες ἀλλαγές, τὶς καινοτομίες, τοὺς πρώτους «ἐκσυγχρονισμοὺς» στὰ πλαίσια τοῦ νεοϊδρυθέντοςκράτους. Ἔβλεπε «τὰ κτυπήματα τῶν ξένων» ἀλλὰ καὶ τὴν ξενομανία τῶν ἡμετέρων. 

Ἔβλεπε ὅτι: «Δὲν ἔπαυσαν τ’ ἄχυρα καὶ τὰ σκύβαλα τοῦ πολιτισμοῦ νὰ μᾶς ἔρχονται διαρκῶς μὲ τὴν πνοὴν τῶν ἀνέμων. Ὅλοι οἱ ἀργέσται καὶ οἱ ζέφυροι καὶ οἱ ἰάπυγες μᾶς φέρνουν τ’ ἀπορρίμματα, τὰ καθάρματα τῶν δογμάτων καὶ τῶν θεωριῶν, τῶν μεθόδων καὶ τῶν τρόπων, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἕξεων ἀπὸ τὴν Ἑσπερίαν». Ἀλλὰ ἔβλεπε καὶ τοὺς «γραικύλους τῆς σήμερον» νὰ τὰ ἐνστερνίζονται καὶ νὰ θέλουν νὰ νοθεύσουν τὴν ζωή ἐπιβάλλοντάς τα.
Τότε ἔβλεπε ἐκεῖνα καὶ ἀγωνιοῦσε, καὶ ἐνίοτε ἀγανακτοῦσε καὶ ἔκρουε τὸν κώδωνα...
Τώρα, ἐδῶ, στὴν χώρα ἐτούτη –ὅπου ἡ ἐλευθερία εἶναι λέξις ποὺ περιγράφει μόνο τὴν δυνατότητα τοῦ κάθε ὑπονομευτὴ ἐντόπιου ἢ ξένου, τοῦ κάθε ἀλλοτριόφρονος, τοῦ κάθε ἐπιθυμοῦντος νὰ προπαγανδίσει, νὰ συκοφαντήσει, νὰ καταστρέψει ὁτιδήποτε ἔχει ἀπομείνει ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ λαοῦ– τί θὰ ἔλεγε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος;
Τώρα ποὺ οἱ σταγόνες ποὺ ἔβλεπε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος ἔχουν γίνει ποτάμι βουερὸ ποὺ παρασέρνει τὰ πάντα στὸ διάβα του.
Τώρα ποὺ ὁ δηλητηριώδης ἑσπέριος ἄνεμος ἔχει γίνει τυφώνας ποὺ ξεθεμελιώνει ὅτι βρεῖ μπροστά του.
Τώρα ποὺ τὸ «ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν» ἔχει γίνει μόνιμη καὶ ἐπιθετικὴ πραγματικότης.
Τώρα ποὺ οἱ ταγμένοι φύλακες εἶναι ὑπάλληλοι τῶν ληστῶν.
Τώρα ποὺ οἱ ποιμένες ἔχουν γίνει λύκοι καὶ τρῶνε τὰ πρόβατα.
Τώρα, τί θὰ ἔλεγε καὶ τί θὰ ἔκανε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος;
Ἄν ἀποροῦσε γιὰ τοὺς «τόσον ἐκφυλισμένους, ὥστε νὰ θαυμάζωσι τὰ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας!» τί θὰ ἔλεγε σήμερον ποὺ ὅχι μόνον θαυμάζουν, ὄχι μόνον μιμοῦνται, ἀλλὰ φέρνουν μέσα στὴν Ὁρθόδοξη Ἐκκλησία «τὰ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας» καὶ μάλιστα διὰ «Συνοδικῆς» ἀποφάσεως!!!
Πόσο «ἐκφυλισμένοι» πρέπει νὰ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι; Τί εἴδους «ἐκφυλισμὸ» ἔχουν ὑποστεῖ;
Λέγει ὁ κυρ Ἀλέξανδρος: «Νὰ μὴ μιμώμεθα πότε τοὺς Παπικοὺς καὶ πότε τοὺς Προτεστάντας».
Τώρα ὄχι μόνον μιμούμεθα ἀλλὰ ταυτιζόμεθα. Γινόμαστε ἕνα. Καὶ μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ μὲ τοὺς Προτεστάντες. Εἴμαστε ἕνα. Ἀπομένει σιγὰ σιγὰ νὰ τὸ ἀποδεχτεῖ καὶ ὁ λαός. Νὰ τοῦ ἐπιβληθεῖ, ὥστε νὰ τὸ ἀποδεχτεῖ. Καὶ ἀρχή, τῆς τελευταίας φάσεως, εἶναι ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης. Αὐτὰ φρονοῦν οἱ γραικύλοι τῆς σήμερον. Αὐτὰ ὑπογράφουν οἱ «δοκοῦντες ἄρχειν» τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ δὲν βλέπουν «τὴν Τουρκικὴ βία καὶ τὸν λατινικὸ δόλο». Κοπέλια τῶν Τούρκων καὶ κοπέλια τῶν Φράγκων. Πῶς νὰ καταλάβουν, οἱ ποιμένες αὐτοί, «τὴν θέσιν τῆς Ἑλλάδος, τὴν τότε καὶ τὴν διαρκῆ καὶ τὴν παντοτινήν!» ἀλλὰ καὶ «πόσον ἀπέχομεν ἡμεῖς νὰ τὴν ἐννοήσωμεν καὶ νὰ τὴν αἰσθανθῶμεν!»; Στὴν θέσι τῆς Ἑλλάδος βεβαίως, ἂς ἐννοήσωμεν καὶ τὴν θέσι τῆς Ὀρθοδοξίας, τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν. Τὴν θέσι τῆς μιᾶς καὶ μόνης κατὰ Χριστὸν πίστεως.
Τὸ δὲ ὀχληρὸ καὶ ἀσύληπτο ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς εἶναι τὸ ὅτι τὰ ἐντόπια φερέφωνα τῶν κεκραγμένων οἰκουμενιστῶν (αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ ἐπιδιώκουν τὸν συμφυρμὸ μὲ κάθε αἵρεσι ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλη θρησκεία προκειμένου νὰ ἐξυπηρετηθοῦν οἱ στόχοι τους ποὺ μόνον μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη δὲν ἔχουν σχέσι) ἀποκαλοῦν «προτεστάντες» ὅσους δὲν ἀποδέχονται, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐξετάσεως, τὶς ἐνέργειες καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν γραικύλων τῆς σήμερον. Ἐνῷ ἀποδέχονται τὸν συμφυρμὸ μὲ τοὺς Προτεστάντες, ἀποκαλοῦν προτεστάντες αὐτοὺς ποὺ ἀντιδροῦν στὸν συμφυρμὸ αὐτόν. Καὶ ἀκοῦς «πνευματικὰ» πρόσωπα, ἱερεῖς, ἐπισκόπους, ἡγουμένους καὶ ἡγουμένες, νὰ λέγουν δημοσίως τέτοια λόγια.
Ἀλλὰ στὴν ἄθεη Ἑλλάδα τῆς σήμερον εἶσαι ὅ,τι δηλώσεις ἤ ὅ,τι φαίνεσαι. Ὁπότε, ὅποιος φορεῖ τὸ τίμιο ράσο, ἄνευ ἄλλης προϋποθέσεως, εἶναι «πνευματικὸ πρόσωπο», εἶναι «ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας» καί, τελευταίως, εἶναι «ἡ Ἐκκλησία». Ὅ,τι λοιπὸν λέγουν, ἤ ὅ,τι τοὺς λένε νὰ λέγουν, εἶναι «ἡ γνώμη τῆς Ἐκκλησίας», ἀσχέτως ἄν εἶναι προδήλως ἀλλότριο ἤ καὶ ἐντελῶς ἀντίθετο μὲ ὅσα ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ἁγίων της διδάσκει.
Βγαίνουν λοιπὸν οἱ «πνευματικοὶ» καὶ φασκιώνουν τὰ πνευματικὰ τους τέκνα (ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος Παϊσιος) καὶ τὰ καθυσυχάζουν καὶ τὰ νανουρίζουν καὶ τοὺς λένε:
-μὴ μιλᾶτε,
-ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὴν Ἐκκλησία,
-δὲν θὰ ἀφήσει ὁ Θεός,
-ἔ, καὶ τί μποροῦμε νὰ κάνουμε;
-δὲν ξέρουν τόσοι ἐπίσκοποι καὶ τόσοι πατριάρχες;
-αὐτὰ ἔχουν ξαναγίνει στὸ παρελθόν, κλπ.
Ὅποιος, εὐλόγως, τολμήσει νὰ προβάλει τὴν παραμικρὴ ἀντίρρησι, εἶναι μεταξὺ τῶν πολλῶν ἄλλων, καὶ ἐπηρμένος, φανατικός, ὑπερορθόδοξος, ἐκκλησιομάχος, ἱεροκατήγορος καὶ ἐν τέλει, ἀπὸβλαμμένος ζηλωτής ἕως παράφρων...
Ἂς ἀναλογιστοῦν, ὅσοι διατηροῦν ἀκόμη τὴν ἱκανότητα νὰ σκέφτονται ὅτι, ἄλλο ἡ διοίκησι τῆς ἐκκλησίας καὶ ἄλλο ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλο ὑπακοὴ στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκλησία Του καὶ ἄλλο ὑπακοὴ στὰ πρόσωπα ποὺ ἀποτελοῦν τὴν διοίκησι τῆς ἐκκλησίας, ὅταν οἱ πράξεις καὶ ὁ λόγος τους εἶναι προφανῶς ἀντίθετα μὲ τὴν πράξι καὶ τοὺς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων.
Στὸν θρυλούμενο Ρασπούτιν ἔπρεπε νὰ κάνει ὑπακοὴ ὁ λαός; Στὸν λατινόφρονα Πατριάρχη Βέκκο ἔπρεπε νὰ κάνει ὑπακοὴ ὁ λαός; Στὸν Ἄρειο ἔπρεπε νὰ κάνει ὑπακοὴ ὁ λαός; (Μιλοῦμε γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀνῆκαν στὴν πνευματική τους δικαιοδοσία). Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, γιατὶ δὲν ἔκανε ὑπακοὴ σὲ κανένα ἐπίσκοπο, ὅταν νόθευσαν τὴν πίστη; Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, γιατὶ δὲν ἤθελε οὔτε στὴν κηδεία του νὰ παραστοῦν οἱ λατινόφρονες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Πατριάρχης, ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς; (Ναί!, εἶναι ὁ ἅγιος ποὺ οἱ σημερινοὶ οἰκουμενιστὲς λένε ὅτι συμπροσευχήθηκε μὲ τὸν πάπα Ρώμης, γιὰ νὰ ἔχουν ἥσυχη τὴν συνείδησί τους μιὰ ποὺ οἱ ἴδιοι συναγελάζονται, συμπροσεύχονται, φιλοῦν τὸ χέρι τοῦ ποντίφικος καὶ τὸν ἀποκαλοῦν «ἁγιώτατον ἀδελφόν» –τὸ πότε καὶ γιατὶ συμπροσευχήθηκε δὲν μπαίνουν στὸν κόπο νὰ τὸ ψάξουν καὶ δὲν τὸ θεωροῦν ἀναγκαῖο, ἔχουν ἐξ ἄλλου λαμπροὺς καὶ φωτισμένους μὲ τὴν γνῶσιν τῆς Ἑσπερίας καὶ συνταξιοδοτηθέντας ἀπὸ τὰ Παπικὰ πανεπιστήμια θεολόγους, οἱ ὁποῖοι τοὺς παροχετεύουν τὰ νάματα τῆς θεολογίας τους).
Σήμερα, ὅποιος κάνει ἀδιάκριτη ὑπακοὴ σὲ ὅσα σχεδιάζει καὶ ἐκτελεῖ τὸ Φανάρι, θεωρεῖται ὅτι κάνει ὑπακοὴ στὴν «μαρτυρικὴ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία» καὶ τὴν στηρίζει. Μόνον ποὺ οἱ σημερινοὶ ἔνοικοι τοῦ Φαναρίου, μᾶλλον ὑπήκοοι τῶν Ἀμερικάνων, καὶ ὅσων εἶναι πίσω τους, φαίνονται καὶ τοὺς γεωπολιτικοὺς σχεδιασμούς τους ἀσμένως ἐξυπηρετοῦν, παρὰ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἐνδιαφέρονται. Οἱ πράξεις καὶ τὰ λόγια τους αὐτὸ μαρτυροῦν καὶ μόνον οἱ ἐκ φύσεως ἢ προαιρέσεως τυφλοὶ καὶ κουφοὶ δὲν τὸ ἀντιλαμβάνονται, ἀλλὰ ἐνίοτε μυρικάζουν τὸν κίνδυνο τῆς τρίτης Ρώμης, λὲς καὶ οἱ πρωτοκαθεδρίες καὶ οἱ «Ρῶμες» εἶναι ἡ οὐσία τῆς πίστεως.
Μὲ τὸ νὰ ἀποδέχονται τὸν Πάπα ὡς «πρῶτον» τῇ τάξει ἐπίσκοπο τῆς ἐκκλησίας (μαζί μὲ τὸ ἀλάθητό του καὶ ὅλες τὶς ἄλλες αἱρέσεις του) ὁδηγοῦν εὐθέως ἐκεῖ ποὺ ὁδήγησε τὸ παραλήρημα τῶν εὐρωπαϊστῶν πολιτικῶν μας (δηλαδὴ τῶν «γραικύλων τῆς σήμερον») ὅτι «ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν». Τώρα ποὺ ἡ Δύσι μᾶς χρησιμοποιεῖ κατὰ τὶς ἐπιθυμίες της καὶ τὰ συμφέροντά της –ἀφοῦ μόνοι μας δηλώνουμε ὅτι τῆς ἀνήκουμε– πιστεύω νὰ μποροῦν νὰ νοιώσουν πλέον τί σημαίνει στὴν πράξι αὐτό.
Ὅταν ὁ «Πρῶτος», ὁ θρησκευτικὸς πλανητάρχης καὶ «ἀλάθητος», θὰ ἀποφασίζει «ἀλαθήτως» γιὰ τὴν πορεία τῆς Νέας Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας –τὴν πορεία ποὺ προετοιμάζει καὶ ἡ «Σύνοδος» τοῦ Κολυμβαρίου (τῶν «πάντων» ἑνότητα)– πρὸς τὴν Νέα Παγκόσμια Θρησκεία, αὐτὴν ποὺ ὁ π. Σεραφείμ Ρόουζ ἀποκαλοῦσε Νέα Θρησκεία τοῦ μέλλοντος –καὶ ποὺ πλέον φτάνει ἡ ὥρα νὰ γίνει Νέα Παγκόσμια Θρησκεία τοῦ παρόντος... – τότε ὅλοι αὐτοὶ ποὺ δὲν κατάλαβαν τί ἔγινε στὸ Κολυμπάρι– καὶ λένε: «Ἐγὼ δὲν κατάλαβα τίποτα, οὔτε τί ἔγινε, οὔτε τί ἀποφάσισαν. Ἄστο. Τελείωσε. Τί ἐπίδρασι ἔχει αὐτὸ στὴ ζωή, ἐξ ἄλλου; Τί ἄλαξε;»– τότε λοιπὸν θὰ καταλάβουν.
Ἂν μποροῦν πλέον νὰ καταλάβουν. Διότι ὁ «ἐκφυλισμός», ποὺ διέκρινε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος στοὺς ἀνθρώπους τοῦ καιροῦ του, δὲν εἶναι κάτι στατικό. Εἶναι μία πνευματικὴ νόσος, ἕνα πνευματικὸ ἀλτσχάϊμερ, ποὺ δὲν σταματᾶ παρὰ μόνον ὅταν καταλάβει ὅλον τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν μεταβάλλει σὲ ἕνα ἀσπόνδυλο δογματικὰ μαλάκιο, ὅπως ἐπιτάσει ἡ Νέα Ἐποχὴ στὴν ὁποία ζοῦμε.
Τότε ποιός θὰ μᾶς νουθετήσει, τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν καὶ κυλιομένους ὡς χοίρους στὸν βόρβορο τῆς αἱρέσεως καὶ καυχωμένους ταυτοχρόνως ὅτι εἴμεθα ὀρθόδοξοι, ποιμαίνοντες καὶ ποιμαινομένους;
Οὕτως ἤ ἄλλως, κατὰ τὸν κυρ Ἀλέξανδρο: «Ἄνθρωποι ἤ κοχλίαι, τὴν ίδίαν συναίσθησιν εὐθύνης φέρουσι διὰ τὰς πράξεις των».

19.9.2016
Γ. Κ. Τζανάκης
Ἀκρωτήρι Χανίων

ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ - ΣΑΤΑΝΙΣΜΟΣ - ΚΟΙΝΑ ΣΥΜΒΟΛΑ !!

Ο φοβερός καιρός και τα φοβερά χρόνια…



Προφητείες τού Αγίου Λαυρεντίου τού Chernigof († 1950)

“Λίγο καιρό πρίν τήν βασιλεία τού Αντίχριστου, ακόμη και εκείνες οι Εκκλησίες που έχουν κλείσει θα επισκευαστούν και θα αποκατασταθούν, όχι μόνο εξωτερικά αλλά καί στό εσωτερικό τους… 

Θα επιχρυσώσουν τούς θόλους τών καμπαναριών και τών Καθεδρικών ναών, και όταν θα ολοκληρώσουν και τον κύριο ναό, τότε θα έχει έρθει ο καιρός για την ενθρόνιση του Αντίχριστου. 

Προσευχηθείτε, ό Θεός να μακραίνει εκείνον τον χρόνο, για να ενθαρρυνθούμε και να στηριχτούμε. Θά είναι μιά φοβερή χρονική περίοδος, αυτή πού μάς περιμένει… 

Αυτή, ή αποκατάσταση τών Καθεδρικών ναών θα συνεχιστεί μέχρι την στιγμή της στέψης του Αντίχριστου. Θα έχουμε τότε μιά πρωτοφανή λαμπρότητα… 

Ο πατήρ Λαυρέντιος συνήθιζε νά λέει δακρύζοντας: 

“Βλέπετε, πόσο πανούργα και ύπουλα προετοιμάζεται όλο αυτό τό κακό; Όλοι οι Καθεδρικοί ναοί τότε θα είναι υπερβολικά θαυμάσιοι, όπως ποτέ πρίν τά περασμένα χρόνια, αλλά δεν πρέπει εσείς τότε, να μπαίνετε στούς ναούς αυτούς, για την αναίμακτη θυσία τού Ιησού Χριστού.

Προσέξτε καί θυμηθείτε !

Θά υπάρχουν τότε Εκκλησίες , αλλά οί Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν πρέπει να παρευρεθούν μέσα σ΄ αυτές.

Όσοι θά μπαίνουν εκεί, θά συναθροίζονται ώς πλήρη “Σατανική συναγωγή” (Aποκ. 2.9)

Επαναλαμβάνω γιά μία ακόμη φορά, προσέξτε, γιατί κανείς δεν πρέπει να παρευρεθεί σ΄ εκείνους τούς Καθεδρικούς ναούς. Δέν θα υπάρξει καμία επιείκεια από τόν Χριστό, σ΄ αυτούς πού θα πάνε τότε, εκεί μέσα…”


ΠΗΓΗ: Ορθόδοξη Χριστιανική Ομάδα Έβρου


Θυμίσου, όταν…



Η ζωή μας δεν είναι σπαρμένη με “ρόδα”. Είναι όμως σπαρμένη με “νάρκες”. Με συχνά επώδυνες ευκαιρίες, που σε μια καλοπροαίρετη καρδιά, μπορούν να ανάψουν “σπίθες” μετανοίας, και να φουντώσουν τη φωτιά της “Όντως Ζωής”, όσο αυτή η καρδιά χτυπάει ακόμα!

Όταν… νιώθεις τα πάντα να καταρρέουν γύρω σου, όταν νιώθεις να πνίγεσαι και δεν έχεις κάπου να κρατηθείς, όταν η απελπισία σε κυριεύει, και πουθενά δεν βλέπεις τη λύση…

… Θυμίσου τότε που κορόϊδευες κάποιους ανθρώπους ως “γραφικούς”, επειδή νιώθουν ότι υπάρχει Κάποιος στον οποίο μπορούν να στραφούν στις δυσκολίες της ζωής, Κάποιος που απαντάει σε προσευχές. Αυτούς που ξεπερνούν προβλήματα σαν τα δικά σου, με χαμόγελο και ελπίδα!

Όταν… βλέπεις το παιδί σου να κατρακυλάει στα χαμηλά σκαλοπάτια της κοινωνίας, και οι συμβουλές σου πάνε στο βρόντο, όταν δεν βρίσκεις τον τρόπο να το συγκρατήσεις, και βλέπεις όλους σου τους κόπους να χάνονται μαζί του…

… Θυμίσου αν ποτέ το δίδαξες τις υψηλές αρχές της πίστης, την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Θυμίσου πόσο χρόνο αφιέρωσες να του μιλήσεις για τη σοφία του Θεού που μας αποκαλύφθηκε απ’ Αυτόν. Θυμίσου αν το δίδαξες να προσεύχεται, και τι παράδειγμα του έδωσες εσύ ο ίδιος γι’ αυτό. Θυμίσου τότε που μπροστά του κορόιδευες όσους πιστεύουν “ακόμα” σε Θεό.

Όταν… αυτά για τα οποία κοπίασες γίνονται συντρίμια, και βλέπεις ότι όλη σου η ζωή χάθηκε γύρω από τα υλικά για τα οποία εργάσθηκες, αυτά που τώρα πλέον γκρεμίστηκαν, και άφησαν το κενό μιας εξ ίσου κενής και άδικης ζωής…

… Θυμίσου αν ποτέ οικοδόμησες στην αφθαρσία, για πράγματα που η φωτιά, το σκουλήκι και ο κλέφτης δεν τα φθείρουν, για πράγματα που μένουν απείραχτα από κάθε φθορά και καταστροφή, που ακολουθούν την ψυχή στην αιωνιότητα. Θυμίσου πόσο χρόνο αφιέρωσες γι’ αυτά, και κλάψε για το χρόνο που έχασες!

Όταν… ανησυχείς για τη βία γύρω σου και φοβάσαι να κοιμηθείς αν δεν ελέγξεις την κλειδαριά…

… Θυμίσου ότι ΕΣΥ ήσουν αυτός που υποτιμούσες (ή πολεμούσες) όσους έχουν ακόμα ιδανικά και ζουν με συνείδηση ακέραια, και βαδίζουν “με το σταυρό στο χέρι”. Εσύ ήσουν αυτός που ζητούσες την “απελευθέρωση” του ανθρώπου από την πίστη στον Θεό. Και τώρα που τόσοι σε ακολούθησαν σε μια ζωή χωρίς συνείδηση, τι παραπονιέσαι;

Όταν… παρατηρείς την οργή της φύσης γύρω σου, και ανησυχείς για τον κόσμο που θα παραδώσεις στα παιδιά σου, ακόμα και για τον κόσμο που θα ζήσεις εσύ ο ίδιος τα επόμενα χρόνια…

… Θυμίσου αν σεβάστηκες ποτέ αυτή την κτίση. Αν την έβλεπες ως δώρο του Θεού, ή ως αντικείμενο εκμετάλλευσης. Θυμίσου ότι εσύ ήσουν αυτός που πίστευες στην παντοδυναμία του ανθρώπου πάνω στη φύση και στην αυτοδιαχείρησή του, μακριά από τον Θεό.

Όταν… αγανακτείς για την ανθρώπινη ανοησία και μυωπισμό, και μοιάζουν όλοι γύρω σου παράλογοι…

… Θυμίσου ότι έζησες μια ζωή στη ματαιότητα, χωρίς σκοπό που να διαμένει. Θυμίσου ότι όλοι οι στόχοι που έθεσες τριγύρω σου, δεν καρποφόρησαν για πάντα, και ούτε μοιάζει να καρποφορήσουν στο μέλλον… Για όσο μέλλον σου μένει ακόμα…

Όταν… οι άνθρωποι που αγαπάς σε προδίδουν και σε απογοητεύουν με την υποκρισία και την αχαριστία τους…

… Θυμίσου, με ποιο κριτήριο επέλεξες τη συντροφιά τους; Θυμίσου αν ποτέ κι εσύ ευχαρίστησες Εκείνον που σου χάρισε όλα όσα έχεις.

Όταν… βυθίζεσαι στα προβλήματα και στις ασθένειες που σου δημιούργησε μια “ανέμελη” και ηδονοθηρική ζωή…

… Θυμίσου τότε που θεωρούσες τον εαυτό σου “απελευθερωμένο”, και γελούσες με όσους ζούσαν τη ζωή τους στην εγκράτεια και στον αγώνα της πίστης. Τώρα ποιος είναι πιο ελεύθερος;

Όταν… νιώθεις τον θάνατο να έρχεται, και πανικόβλητος ακούς την ανάσα του να σε πλησιάζει, όταν η ζωή σου, (όσο καλή ή κακή, μεγάλη ή σύντομη κι αν ήταν), φθάνει στο τέλος της, όταν απ’ όσα έζησες και χάρηκες (ή δεν χάρηκες), τίποτα πια δεν απομένει ως μέλλον ή ελπίδα για σένα, όταν νιώθεις να σε κυριεύει ΤΟ ΤΕΛΟΣ, (αυτό που για όλους μας φθάνει κάποτε μοιραία), και αντιλαμβάνεσαι ότι ΟΥΤΕ ΕΣΥ θα ξεφύγεις από τη μοίρα κάθε ανθρώπου, τότε…

… Θυμίσου τη ζωή που έζησες μακριά απ’ Αυτόν ΤΟΝ ΜΟΝΟ που μπορεί να σε λυτρώσει. Αυτόν που σ’ έπλασε, και που σε άφησε να ζήσεις τόσο καιρό στη μεγάλη και υπέροχη περιπέτεια της ζωής. Ίσως να την έζησες μακριά Του, μα τώρα ο χρόνος σου τελειώνει. Φοβάσαι, και ίσως ντρέπεσαι να Του ζητήσεις βοήθεια. Ίσως νιώθεις την αχαριστία σου και το κενό μιας ζωής χωρίς νόημα, χωρίς Θεό, μα πλέον είναι για σένα αργά!

…Θυμίσου τη στιγμή εκείνη τα λόγια μου. Γιατί όσο ακόμα η καρδιά σου χτυπάει, κι όσο μπορείς ακόμα να σκεφθείς, όπως κι αν έζησες, και όσο κι αν ντρέπεσαι, (θυμίσου τον ληστή), Εκείνος που σε κάλεσε σε ύπαρξη, σε ξέρει, και σ’ ακούει, και σε περιμένει! Ξέχνα τις προκαταλήψεις μιας ζωής, ξέχνα τη ντροπή και τον εγωισμό σου, και ζήτα του βοήθεια! Επικαλέσου τον! Πού ξέρεις; Ίσως δεν χάθηκαν ακόμα όλα! Ίσως μια σπίθα αληθινής μετάνοιας να είναι αρκετή, για να ξαναφουντώσει η ελπίδα και η Ζωή. Όσο ακόμα χτυπάει η καρδιά σου!

Μην το αμελήσεις!

Ν. Μ.

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΟΝ ΣΚΥΛΟ



«Κάθε άνθρωπος που γεννιέται στον κόσμο είναι ο πλησίον σου. Ούτε ένα ποτήρι νερό δεν πάει χαμένο αν το προσφέρεις στον πλησίον σου.
»Κάποτε στην έρημο πέθαινε ένας σκύλος από τη δίψα. Πέρασε από το δρόμο αυτόν ένας μοναχός και του έδωσε το νερό που είχε για τον εαυτό του και έτσι τον έσωσε. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε ο ουρανός και ακούστηκε μια φωνή:
“Σε αυτόν που έσωσε τον σκύλο,
θα του συγχωρεθούν πολλές αμαρτίες”.
Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, πόσο σημαντικότερο είναι αν σώσουμε έναν άνθρωπο».

ΟΣΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ
Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ
ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
(1929–1995)

Οἱ δέκα ὀφθαλμοὶ τοῦ ἀνθρώπου



Γίνεται κατανοητό, ὅτι τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα δὲν εἶναι ἕνα αὐτόματο καὶ νεκρὸ μηχάνημα, μὲ τὸ ὁποῖο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καὶ πράττει, ἀλλὰ ζωντανὸς συνεργάτης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅλος ὁ ἄνθρωπος μετατρέπεται σὲ «πράξη», «ἐνέργεια». 
Καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν ἁγίων ἀρετῶν μετατρέπει τὶς «Θεοκεχαριτωμένες» δυνάμεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ δικές του δυνάμεις. Τὶς μεταφέρει σὲ κάθε «συστατικό» τῆς ὑπάρξεώς του, τὶς ἐκχέει σ’ ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό του καὶ αὐτὲς συμμετέχουν σὲ ὅλες τὶς σκέψεις του (τοῦ ἀνθρώπου δηλ.), σὲ ὅλα τὰ αἰσθήματά του, στὶς θελήσεις του, στὶς ἐνέργειές του καὶ σὲ ὅλους τοὺς λόγους του. Μὲ μία λέξη, στὴν ὁλόπλευρη ζωή του.
Γι’ αὐτὸ μὲ τὴν εὐλογία, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ ἄνθρωπος καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀνανεώνει, ἀνακαινουργώνει, ἁγιάζει, ἁγιοποιεῖ, μεταμορφώνει ὅλα τὰ ὄργανα τοῦ πνεύματός του, ὄργανα ἐπίγνωσης καὶ αἰσθήσεως: καρδιά, νοῦ, ψυχή, θέλημα, ἔτσι ὥστε αὐτὰ μποροῦν πλέον νὰ μὴ ὑποκύπτουν στὴν ἁμαρτία, νὰ ἐξουδετερώνουν τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, μποροῦν πλέον νὰ μὴ ναρκώνονται ἀπὸ τὴν παράλυση τοῦ -οἱουδήποτε-πάθους, ἀπὸ τὴν παράλυση τῶν παθῶν καὶ νὰ προσβλέπουν σὲ ὅλα τὰ θεϊκὰ ἀγαθά, τὰ ὁποία προσφέρει, δίνει σὲ μᾶς ὁ φιλάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.
Αὐτὸ τὸ μυστήριο μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ «περίφροντις» (αὐτὸς ποὺ φροντίζει πολὺ ) γιὰ τὴν σωτηρία μας Ἀπόστολος, προσευχόμενος στὸν Θεὸ γιὰ τοὺς χριστιανούς, γιὰ καθαρὴ… καρδιά, γιὰ καρδιὰ «ἀποκαθαρμένη», «ἐξαγιασμένη» καὶ «πεφωτισμένη» μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

«Πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας ὑμῶν, εἰς τὸ εἰδέναι ὑμᾶς τὶς ἐστίν, ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καὶ τὶς ὁ πλούτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις, καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ». Ὀφθαλμοὶ τῆς καρδιᾶς εἶναι ἡ πίστη. Γιατί ἡ πίστη γίνεται τὸ «βλέμμα» τῆς ψυχῆς μας. «Βλέμμα» τὸ ὁποῖο βλέπει τὸν «μὴ ὁρώμενον» καὶ τὸ «μὴ δρώμενο». Βλέπει τὸν ἀόρατο Θεὸ στὸν ὁρατὸ ἄνθρωπο Ἰησοῦ, βλέπει τὶς ἀναρίθμητες «ἀόρατες» κεχαριτωμένες δυνάμεις Του, οἱ ὁποῖες μὲ τὴν ἐκκλησία οἰκοδομοῦν τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, τοῦ κόσμου, τῶν δημιουργημάτων: καὶ τὴν δική μου σωτηρία καὶ τὴν δική σου καὶ ὅλων τῶν δικαίων, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν (ποὺ ἔχουν καλὴ προαίρεση καὶ τὴν ἐκφράζουν μὲ τὴν μετάνοια).

Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς, διαμέσου αὐτοῦ τοῦ γήινου κόσμου καὶ διαμέσου ὅλων «τῶν κόσμων» γενικά, «διὰ πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους» (Β΄ Κορινθ. 5,7), «διὰ πίστεως», ἡ ὁποία εἶναι τὸ «βλέμμα» τῆς ψυχῆς μας, τῆς «κεχαριτωμένης», τῆς «ἐξαγιασμένης», τῆς «μεταμορφωμένης» ψυχῆς μας. Σὲ μᾶς ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶναι κάτι τὸ μοναδικό, εἶναι ὁ πρῶτος ἀθάνατος καὶ ὁ «παν-ὁρῶν» ὀφθαλμὸς τῆς «ἐν χάριτι» εὑρισκομένης ψυχῆς μας, ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ δεύτερος ὀφθαλμός, ἡ προσευχὴ ὁ τρίτος, ἡ ἐλπίδα ὁ τέταρτος, ἡ νηστεία ὁ πέμπτος ὀφθαλμός, ἡ ταπείνωση ὁ ἕκτος, ἡ πραότης ὁ ἕβδομος, ἡ ὑπομονὴ ὁ ὄγδοος, ἡ Ἁγία Κοινωνία ὁ ἔνατος καὶ ἡ Ἁγία Μετάνοια ὁ δέκατος ὀφθαλμὸς καὶ μὲ τὴν σειρὰ αὐτή, ὅλα τὰ ἅγια μυστήρια καὶ οἱ ἅγιες ἀρετὲς εἶναι ὁ ἀναρίθμητος ἀριθμὸς «ὀφθαλμῶν» μας, ὀφθαλμῶν ποὺ βλέπουν τὰ πάντα, ὀφθαλμῶν ποὺ προσβλέπουν στὸν οὐρανό, ὀφθαλμῶν ποὺ βλέπουν καὶ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια. 

Καὶ αὐτοὶ οἱ «ἅγιοι ὀφθαλμοὶ» ἔγιναν τὸ βλέμμα μας, μὲ τὸ ὁποῖο διακρίνουμε ποιὰ εἶναι «ἡ ἐλπίδα τῆς κλήσεως» τοῦ Χριστοῦ, ἐλπίδα μας, ποὺ εἶναι ἡ υἱοθεσία ἀπὸ τὸν «Θεὸν» διὰ «Ἰησοῦ Χρίστου», ποὺ εἶναι ἡ κληρονομιὰ τῆς οὐράνιας βασιλείας, ἡ αἰώνια ζωὴ στὴν μακαριότητα τοῦ Αἰωνίου, Τρισηλίου Θεοῦ καὶ Κυρίου. Καὶ ἀκόμη, αὐτοὶ «οἱ ὀφθαλμοὶ» εἶναι τὸ «βλέμμα» μας, μὲ τὸ ὁποῖο διακρίνουμε καὶ ποιὸς εἶναι «ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομιᾶς αὐτοῦ», ποιὰ εἶναι ἡ «κληρονομιά μας ἐν Χριστῷ». Εἶναι ἡ ἔνθεη ζωή, ἡ αἰώνια ζωὴ καὶ αἰώνια δόξα, διαμέσου τῆς αἰώνιας ἀλήθειας, τῆς αἰώνιας δικαιοσύνης, τῆς αἰώνιας ἀγάπης, τῆς αἰώνιας χαρᾶς, τῆς αἰώνιας μακαριότητας. 

Καὶ ἀκόμη οἱ ἅγιοί μας ὀφθαλμοὶ βλέπουν «τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ». Τῆς «ἰσχύος Αὐτοῦ», τῆς ἔνθεης, θεϊκῆς «ἰσχύος», ποὺ μὲ τὴν πίστη μας νικᾶ ὅλες τὶς ἁμαρτίες μας, ὅλους τοὺς θανάτους, ὅλους τοὺς διαβόλους (ποὺ ἐκφράζουν τὰ διάφορα πάθη), ὅλες τὶς κολάσεις καὶ μᾶς «δωρίζει» σωτηρία, ἐξαγιασμό, ἀγαθοδωρεά, θέωση, Ἐνχριστοποίηση, Ἐντριαδοποίηση, παράδεισο, τὸν παν-παράδεισο.

Ἀπὸ μᾶς εἶναι ἡ πίστη, καὶ ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἡ δύναμη τῆς πίστεως. «Μέσῳ» τῶν ἱερῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν ἡ πίστη μας αὐξάνει ἀπὸ δύναμη σὲ δύναμη, ἀπὸ ἀθανασία σὲ ἀθανασία, ἀπὸ παράδεισο σὲ παράδεισο, ἀπὸ χαρὰ σὲ χαρά, ἀπὸ ἀλήθεια σὲ ἀλήθεια, ἀπὸ δικαιοσύνη σὲ δικαιοσύνη, ἀπὸ καλὸ σὲ καλό, ἀπὸ σοφία σὲ σοφία. Αὐξάνει ἡ πίστη μας σὲ ὅλα τὰ «ἀγαθὰ» τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, προσβλέπουσα σ’ αὐτὰ «μὲ πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας».

Στὸν δρόμο αὐτὸν τῆς πίστεως ἀναρίθμητα εἶναι τὰ ἐμπόδια καὶ τὰ μαρτύρια, οἱ πειρασμοί, οἱ πόνοι καὶ οἱ παντοειδεῖς θλίψεις. Ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ μεγάλο μαρτύριο γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι τίποτε, ὅταν, στὴν καρδιὰ τοῦ πιστεύοντα, ὑπάρχει ἡ μεγάλη πλημμυρίδα τῆς Θεϊκῆς δύναμης. Ἔτσι μόνο, μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ ἡ ὑπομονὴ ποὺ ἔδειξαν καὶ ἡ χαρὰ ποὺ ἐξεδήλωσαν, οἱ ἅγιοι μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς πίστεως, στὰ διάφορα μαρτύρια καὶ βασανιστήρια, ποὺ ὑπέμειναν, γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ. 

Ἔτσι μόνο, μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν καὶ νὰ κατανοηθοῦν ὅλοι οἱ ὑπεράνθρωποι ἀγῶνες τῶν ἁγίων ἀναχωρητῶν τῆς ἐρήμου καὶ ὅλα τὰ καλοπροαίρετα καὶ ἄθελα βασανιστήρια καὶ μαρτύρια καὶ οἱ κακουχίες ὅλων τῶν δικαίων χριστιανῶν, ὅλων τῶν χριστοευσεβῶν ἀγωνιστῶν, ὅλων τῶν Θεοαγαπώντων πιστῶν, ὅλων τῶν ἀκούραστων εὐαγγελιστῶν. Ἔτσι μόνο ἐξηγεῖται ἡ ἀντοχὴ καὶ καρτερία στοὺς πόνους ὅλων ἐκείνων ποὺ ἦσαν ἁμαρτωλοὶ καὶ μετανόησαν, ἦσαν ἅρπαγες, ἄσωτοι, ἀγαποῦσαν ἀσήμαντα πράγματα καὶ μετανόησαν, ἦσαν φιλήδονοι, ὑπερήφανοι, φίλαυτοι, ἐγωιστὲς καὶ ἔδειξαν ἀληθινὴ μετάνοια, ἦσαν φιλάργυροι, δολοφόνοι, κλέφτες, διαφθορεῖς, πότες καὶ μετανόησαν εἰλικρινά, ἦσαν ἀπελπισμένοι καὶ ὁδηγήθηκαν μὲ τὴν μετάνοια στὸν Χριστὸ (ποὺ εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν Χριστιανῶν).

Ὅλα αὐτὰ δείχνουν ὅτι ἡ πίστη μας, ἡ πίστη ὅλων, τῶν μεγάλων καὶ τῶν μικρῶν, τῶν δυνατῶν, καὶ τῶν ἀδυνάτων, τῶν βασιλέων καὶ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, τῶν σοφῶν καὶ τῶν ἄσοφων, ἡ πίστη αὐτὴ ὅταν ὑπάρχει, μὲ τὴν μεγάλη δύναμη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ πράξη αὐτῆς τῆς δύναμης στὶς καρδιές μας, στὶς συνειδήσεις μας, στὴ ζωή μας, κάνει ὥστε, ὅλα σὲ μᾶς νὰ ἀνατρέπονται «ἐκ βάθρων» καὶ «ὅλως πανσόφως» χωρὶς δυσκολίες, νὰ κτίζονται καινούργια πράγματα, θεϊκὰ καὶ αἰώνια. 

Καὶ ἐμεῖς ἐνῶ βρισκόμαστε ἀκόμη ἐδῶ στὴ γῆ, ἀρχίζουμε νὰ ζοῦμε τὴν αἰώνια ζωή, καὶ ἐνῶ ἡ γῆ εἶναι κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας, μετατρέπεται σὲ ἕνα ἀπροσπέλαστο οὐρανό. Ὅταν ὑπάρχει ἡ πίστη, δὲν ἔχει ἄλλον, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ σὲ Αὐτὸν βρίσκεται ὁ παράδεισός μας, ἡ χαρά μας καὶ ἡ αἰωνιότητά μας. Ναί, ἡ πίστη μας στηρίζεται στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, «ἐν δυνάμει Θεοῦ», «ἐν ἀποδείξει πνεύματος καὶ δυνάμεως» (Α’ Κορινθ. 2, 5,4).

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Στόν δρόμο πρός τήν χριστιανική τελειότητα!

Ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη


Διαβάστε τά ἄλλα Μέρη ἐδῶ: Α΄

Δευτερονόμιο:
"Καί τώρα, Ἰσραηλίτες, τί ἄλλο σᾶς ζητᾶ ὁ Κύριος καί Θεός, παρά νά Τόν σέβεσθε καί νά βαδίζετε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του καί νά Τόν λατρεύετε" (Δευτ. ι΄ 12-13).

Ψαλμοί τοῦ Δαυίδ:
"Ὅσοι ἀγαπᾶτε τόν Κύριο, νά ἀποστρέφεσθε τά πονηρά ἔργα" (Ψαλμ. ςστ' 10). 

"Φυλάγει ὁ Κύριος ὅλους ἐκείνους πού Τόν ἀγαποῦν, καί θά ἐξολοθρέψει ὅλους τούς ἁμαρτωλούς" (Ψαλμ. ρμδ΄ 20). 
"Δέν εἶσαι Ἐσύ ὁ Θεός πού θέλει τήν ἀνομία. Δέν θά κατοικήσει κοντά Σου ὁ πονηρός, οὔτε θά σταθοῦν μπροστά στά μάτια Σου ὅσοι παραβαίνουν τόν νόμο" (Ψαλμ. ε΄ 10-11).

Ἡσαΐας:
"Αὐτός ὁ λαός μέ πλησιάζει μέ τό στόμα του καί μέ τιμοῦν μέ τά χείλη τους, ἐνῶ ἡ καρδιά τους βρίσκεται πολύ μακρυά ἀπό ἐμένα" (Ἡσ. ε΄ 5-6, Ματθ. ιε΄ ιε΄ 8).
"Κάθε μέρα ἀναζητοῦν ἐμένα-τόν Θεό-κι ἐπιθυμοῦν νά γνωρίσουν τίς ἐντολές μου, σάν νά εἶναι λαός πού ἔχει ἐφαρμόσει τόν νόμο καί δέν ἐγκατέλειψε τήν κρίση τοῦ Θεοῦ του, λέει ὁ Κύριος" (Ἡσ. νη΄ 2). 
"Ὅταν ὑψώνετε-ἱκετευτικά-τά χέρια σας σ' ἐμένα, θά γυρίσω ἀλλοῦ τό πρόσωπό μου ἀπό ἐσᾶς...γιατί τά χέρια σας εἶναι βουτημένα στό αἷμα. Λουστεῖτε καί ἐξαγνιστεῖτε. Ἀφαιρέστε τίς κακίες ἀπό τίς ψυχές σας...Μάθετε νά κάνετε τό καλό, ἐπιδεῖξτε τή δικαιοσύνη, γλιτῶστε αὐτόν πού ἀδικεῖται. Ἀποδῶστε τό δίκαιο στό ὀρφανό καί τή δικαιοσύνη στή χήρα, καί τότε ἐλᾶτε νά συζητήσουμε, λέει ὁ Κύριος" (Ἡσ. α΄ 15-18).

Σολομών:
"Εἶναι στόν Κύριο μισητή ἡ διεστραμμένη ζωή" (Παρ. ιε΄ 9), "ἀντίθετα εἶναι εὐπρόσδεκτοι στόν Κύριο ὅσοι ζοῦν ἐνάρετα" (Παρ. ια΄ 20).
"Οἱ ἁμαρτίες καθαρίζονται μέ ἐλεημοσύνες καί πίστη καί μέ τόν φόβο τοῦ Κυρίου ἀποφεύγει καθένας τό κακό" (Παρ. ιε΄ 27α).

Σειράχ:
"Νά μήν πεῖς: Μέ ἔπλασε ὁ Θεός, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, γιατί ὁ Θεός μισεῖ κάθε διαστροφή". 
"Καί νά μήν πεῖς: Μά Ἐκεῖνος εἶναι πολυεύσπλαγχνος καί θά συγχωρήσει τίς πολλές ἁμαρτίες, γιατί Αὐτός ἔχει ἔλεος, ἔχει καί ὀργή καί ἐπάνω στούς ἁμαρτωλούς ξεσπάει ὁ θυμός Του" (Σ. Σειρ. ε΄ 5-7).
Γιατί "καθώς εἶναι μεγάλη ἡ εὐσπλαγχνία Του ἔτσι εἶναι μεγάλη καί ἡ αὐστηρότητά Του καί κρίνει τόν ἄνθρωπο σύμφωνα μέ τίς πράξεις του" (Σ. Σειρ. ιστ΄ 12)
"καί ὁ καθένας θά ἀνταμειφθεῖ σύμφωνα μέ τά ἔργα του" (Σ. Σειρ. ιστ΄ 14).

“Χωρίς δυστυχίες μπορείς να εισέλθεις στην Βασιλεία των Ουρανών, αλλά χωρίς ελεημοσύνη ποτέ!”



Πόσο πολύ σήμερα ὁ κόσμος ἀγωνίζεται νά πλουτίζη σέ ἔργα ἀηδιαστικά καί ἐφήμερα!

Γι᾿ αὐτό εἶναι μεγάλη ἀνάγκη τά παιδιά τοῦ Θεοῦ νά πλουτίζωνται, ὅσο γίνεται περισσότερο, μέ αἰσθήματα καί ἔργα ἐλεημοσύνης. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ νά κάνη τό καλό καί δέν τό κάνει, εἶναι μία ἐλεεινή ὕπαρξις. Ἐάν δέν δίνουμε στόν πτωχό ἀπ᾿ αὐτά πού ἀπομένουν ἀπό τίς ἀνάγκες μας, αὐτό σημαίνει σάν νά ἁρπάζουμε τά καλά τοῦ ἄλλου.

Ὁ Θεός παραχωρεῖ νά ὑπάρχουν πολλές δυστυχίες καί συμφορές στόν κόσμο γιά νά σωθοῦν οἱ παθόντες διά τῆς ὑπομονῆς, ἐνῶ ἐσύ διά τῆς ἐλεημοσύνης.

Οἱ πλούσιοι παρέχουν στούς πτωχούς τά μέσα διατροφῆς τους, ἐνῶ οἱ πτωχοί μεσολαβοῦν στόν Θεό γιά τήν σωτηρία τῶν πλουσίων.

Χωρίς δυστυχίες ἠμπορεῖς νά εἰσέλθης στήν Βασιλεία τῶν Οὐρα­νῶν, ἀλλά χωρίς ἐλεημοσύνη ποτέ! Εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατο νά φθάσης, ἔστω καί στήν πόρτα τοῦ οὐρανοῦ, χωρίς τήν ἐλεημοσύνη.

Χωρίς ἐλεημοσύνη, ἡ ἴδια ἡ προσευχή εἶναι χωρίς καρπό. Μέ τί ἐλπίδα θά προσευχηθῆς στόν Θεό, ὅταν σύ ὁ ἴδιος δέν ἀκούεις τίς προσευχές τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὅμοιοι μέ σένα; Πῶς θά ζητήσης μαζί μέ τούς ἄλλους χριστιανούς τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν Χριστό λέγοντας: «Δός μου, Κύριε…», ὅταν ἐσύ ὁ ἴδιος δέν βοηθεῖς τούς πτωχούς, ἐνῶ μπορεῖς νά τούς δώσης; Μέ τί στόμα θά εἰπῆς: «εἰσάκουσόν μου, Κύριε»!, ὅταν ἐσύ δέν ἀκούεις τόν πτωχό, ἤ πιό σωστά νά εἴπω τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος κράζει πρός ἐσένα διά τοῦ πτωχοῦ;

Ἔτσι ὅπως συμπεριφερόμεθα ἐμεῖς πρός τόν πλησίον μας, ἔτσι ἀκριβῶς συμπεριφέρεται καί ὁ Θεός πρός ἐμᾶς. Περιφρόνησες τόν πτωχό καί τόν περιέπαιξες, χωρίς νά τόν προστατεύσης; Καί ὁ Θεός θά περιφρονήση καί σένα. Δέν ἄνοιξες σ᾿ αὐτόν ποῦ σοῦ κτυπᾶ τήν πόρτα; Δέν θά ἀνοιχθοῦν οὔτε καί σέ σένα οἱ πόρτες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Δέν ἄκουσες τόν στεναγμό αὐτοῦ πού ὑποφέρει; Οὔτε ὁ Θεός θ᾿ ἀκούση τόν στεναγμό σου στήν ὥρα τῆς προσευχῆς σου.

Τά δάκρυα εὐγνωμοσύνης τῶν πτωχῶν πού ἔχυσαν γιά τίς βοή­θειές σου σ᾿ αὐτούς θά εἶναι γιά σένα ἀστραφτερά μαργαριτάρια στήν πέραν τοῦ τάφου ζωή σου.

Ὅσα δάκρυα θά χύση ὁ πτωχός ἐξ αἰτίας τῆς ψυχρότητος καί ἀδιαφορίας σου, θά πέσουν στήν ψυχή σου σάν μία φλόγα φωτιᾶς μπροστά στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.

Ζήτησε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἐλεημοσύνης πρός τούς πτωχούς!

Θά σοῦ δώση ὁ Θεός! Λέγουν μερικοί στόν πτωχό καί δέν θέλουν οὔτε νά τόν κυττάξουν.

Ἀλλά πῶς ἐσύ συμπεριφέρεσαι ἔτσι στόν ἀδελφό σου, ἐνῶ αὐτός εἶναι στήν δυστυχία του; Ὁ Θεός στέλλει τόν Θεό σέ σένα καί σύ τόν στέλλεις πάλι στόν Θεό;

Ὁ Θεός θά τοῦ δώση ὁπωσδήποτε, μέσῳ ἄλλου ἀνθρώπου, ἀλλά τόν στέλλει σέ σένα νά τοῦ δώσης ἐσύ. Αὐτός θά δώση στούς πτωχούς γιά νά δώση καί σέ σένα τό ἔλεός Του, διότι ἐσύ ἔχεις ἀπείρως μεγαλύτερη ἀνάγκη ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, παρά ὁ πτωχός ἀπό τήν ἐλεημοσύνη σου.

Ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει κανέναν, ἀλλά ἐσύ, στέλλοντας ὁ Θεός τόν πτωχό σέ σένα, ἀπογοητεύθηκες γιά τήν τιμή πού σοῦ ἔκανε ὁ Θεός καί ἀπεμάκρυνες τό δῶρο Του πού ἦλθε νά σοῦ δώση μέσῳ τοῦ πτωχοῦ.

Ἀγάπα τούς πτωχούς, διότι δι᾿ αὐτῶν καί ἐσύ θά εὕρης τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία σου. Πρόσφερε μέ ἁπλωχεριά στούς πτωχούς καί αὐτοί θά κάνουν τόν Θεό ἐλεήμονα γιά σένα στήν Δικαία Κρίσι Του.

από το βιβλίο: “ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ” – ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΜΠΟΚΑ
ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ (1910-1989)

ΝΑΙ! ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ! ΕΤΣΙ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ!

Στὸ τηλέφωνο προχθὲς ἡ μάνα μου: «Παιδί μου, ἂν ἔκανα κάτι καὶ σὲ στενοχώρησα, θέλω νὰ μὲ συγχωρήσεις». Δὲν εἶχα κοιτάξει τὸ ἡμερολόγιο, γιὰ νὰ θυμηθῶ ὅτι αὐτὴν τὴν ἐποχὴ οἱ γονεῖς μου ἀνοίγουν τὸ μικρὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴ γειτονιά μας, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὸ τάμα τῆς ἐτήσιας λειτουργίας ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ αἰφνιδιάστηκα: «Τί νὰ σὲ συγχωρήσω, ρὲ μάνα, δεσπότης εἶμαι;» Μοῦ θύμισε ὅτι τὴν ἑπομένη εἶχαν τὴν καθιερωμένη λειτουργία γιὰ τὴν οἰκογένειά μας καὶ πρόσθεσε: «Μά, θὰ μεταλάβω!» Τί νὰ κάνω, τῆς ἔδωσα… συγχώρεση μὲ ἕνα «ἐντάξει» καὶ κλείσαμε.

Τὴν ἑπομένη τὸ μεσημέρι στὸ τηλέφωνο, ὁ πατέρας μου γιὰ ἐνημέρωση: «Ὅλα καλά, παιδί μου, καὶ τοῦ χρόνου! Εἶχε πολὺ κόσμο. Εὐχαριστήθηκαν ὅλοι. Τὸν ἄρτο τὸν πλήρωσε ἡ γιαγιά σου, τὰ πρόσφορα ἐμεῖς, τοὺς καφέδες ἡ μάνα τοῦ δημάρχου. Ὅλα ἐντάξει!» Ἄκουγα τὴν ἱκανοποίηση στὶς φωνές τους καὶ σιγὰ σιγὰ σχηματοποιοῦσα τὴ σκέψη μου γύρω ἀπὸ τὴ θρησκεία μας, τὴν Ὀρθοδοξία. Ἀπὸ τὴ χροιά τους εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι ἄκουγα τοὺς πιὸ πλούσιους ἀνθρώπους τοῦ κόσμου. Ἕνας συνταξιοῦχος τοῦ ΙΚΑ καὶ μία ἁπλὴ νοικοκυρά μοῦ μιλοῦσαν γιὰ μία λειτουργία σὲ ἕνα ἐκκλησάκι λὲς καὶ ἐπρόκειτο γιὰ τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς τοῦ κόσμου. Καί, μάλιστα, μὲ ἕναν τόνο χαρᾶς, ἀγαλλίασης, ἀνακούφισης.

Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ κατέβηκα στὴν Αἴγινα, ἡ μάνα μου μοῦ χάρισε ἕνα βιβλίο μὲ κηρύγματα τοῦ προστάτη μας ἁγίου Νεκταρίου «Περὶ ἐπιμελείας τῆς ψυχῆς» μαζὶ μὲ τὴν διαπίστωση ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὴ νικήσει δυσκολία καμία, ὅταν μελετᾶ τὴ σκέψη του. Ὁ δὲ πατέρας μου, ὅταν ἦρθε γιὰ τὶς ἐξετάσεις στὸν Εὐαγγελισμὸ καὶ ρωτήθηκε ἀπὸ τὸν κομμουνιστὴ γιατρό του πῶς ἀνέκαμψε γρήγορα ἡ καρδιά του, εἶπε: «Μὰ ἐμεῖς ἔχουμε τὸν ἅγιο, εἶναι ὁ καλύτερος ἰατρός!»

Σᾶς ἐκμυστηρεύομαι πράγματα πολὺ προσωπικὰ σήμερα, γιατί ὁ Νίκος Φίλης μὲ ἀναγκάζει. Βλέπετε, ἡ λειτουργία στὸ νησὶ -ἔθιμο ποὺ τηροῦν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Αἴγινας γιὰ νὰ ἀνοίγουν τὰ δεκάδες ἐκκλησάκια, ποὺ εἶναι διάσπαρτα στὸ νησὶ- συνέπεσε μὲ τὶς δηλώσεις γιὰ τὰ Θρησκευτικά, τὰ ὁποῖα βρίσκει πολὺ ὁμολογιακά. Ἔψαχνα ἀπάντηση καὶ τὴν… ὁμολόγησαν οἱ γονεῖς μου.

Ἡ Ὀρθοδοξία μᾶς κάνει πιὸ πλούσιους. Ἔχει τὴν ἔννοια τῆς συγχώρεσης μέσα της. Ὁ κόσμος μας θὰ ἦταν πολὺ χειρότερος, ἂν δὲν πιστεύαμε σὲ μία ἀνώτερη ἠθικὴ δύναμη, τὸν Θεό. Καὶ βεβαίως, οὔτε λόγος γιὰ καλοσύνη, ἀνοχή, ἀλληλεγγύη χωρὶς Αὐτόν. Ναί, λοιπόν, ὁμολογιακό! Ἔτσι θὰ ἔπρεπε, ὑπουργέ.

Ἡ ἀξία τῆς Ὀρθοδοξίας
καὶ οἱ δηλώσεις τοῦ Φίλη γιὰ τὰ Θρησκευτικὰ
Μανώλης Κοττάκης
ἐφημ. «Δημοκρατία», 24.09.16


Η ΨΕΥΤΟΕΙΡΗΝΗ ΤΗΣ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΙΖΗ

Ἐλλειψις ποιμένων εγκατάλειψις Κυρίου!



«Τάδε λέγει Κύριος Κύριος· 
ἰδοὺ ἐγὼ ἐπί τοὺς ποιμένας 
καὶ ἐκζητήσω τὰ πρόβατά μου 
ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν …» 
 (Ἰεζεκιήλ κεφ. λδ΄, 2-10)

Ἡ ἱερωσύνη εἶναι μέγα μυστήριο. Ὁ ἄνθρωπος, παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητα του, γίνεται ὁ λειτουργὸς τῶν μυστηρίων, ὁ οἰκονόμος τῆς Θείας χάριτος, ὁ ποιμὴν ἀθανάτων ψυχῶν "αἵματι Χριστοῦ ἐξηγορασμένων" (Μ. Βασιλείου. Ὅροι κατ' ἐπιτομήν ΡΠΔ´, ΒΕΠΕΣ 53, 305).Η ἱερωσύνη εἶναι ἔργον ὁμολογίας καὶ "ἔργον διακονίας" (Εφ. 4,12), ποὺ σημαίνουν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπεράσπιση τῆς Ἑκκλησίας καὶ ταπεινὴ ὑπηρεσία και θυσιαστικὴ προσφορὰ πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀδελφούς -ὄχι τοὺς ὑπηκόους-, τοὺς ὁποίους οἱ κληρικοὶ ἐτάχθησαν νὰ διακονήσουν.
Πρότυπo τῆς ἱερωσύνης εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς "Ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι", εἶπε ὁ ἴδιος, "ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν" (Μαρκ. 10,45). Ἡ ἱερωσύνη εἶναι, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, "ἀρετῆς τύπος" καὶ ὄχι "ἀφορμὴ βίου", "λειτουργία ὑπεύθυνος" καὶ ὄχι "ἀρχὴ ἀνεξέταστος" (Ἀπολογ. 8, ΒΕΠΕΣ 58, 248-249). Αὐτὸ δείχνουν ὁ βίος καὶ ἡ στάση τῶν Ἀποστόλων. Ὑπηρέτησαν τὴν ὁμολογία τῆς Πίστεως καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου "ἐν ὑπομονῇ πολλῆ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις ..." (Β´ Κορ. 6, 4-5).
Μά, θα ἀναρωτηθεῖ κανείς, βιώνουμε σήμερα, στὸν καιρὸ τῆς ἀλλοίωσης τῶν πάντων, τῆς καθίδρυσης τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στὸν καιρὸ τοῦ διωγμοῦ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, στὸν καιρὸ τῆς ἀπέραντης συγχύσεως, αὐτὴν τὴν ἀγωνιζόμενη καὶ ποιμένουσα ἱερωσύνη; Δυστυχῶς ὄχι. Γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας μείναμε δυστυχῶς χωρὶς ποιμένες, ἐκτὸς λαμπρῶν ἐξαιρέσεων, ποὺ ὅμως καὶ αὐτοὶ διώκονται. Ὁ Θεὸς θέλοντας ἴσως νὰ μᾶς ταπεινώσει –διότι ποιὸς γνωρίζει, τί βούλεται ὁ Θεός– καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν μετάνοια, θέλοντας ἴσως νὰ μᾶς τιμωρήσει γιὰ τὴν χλιαρότητα μας καὶ τὴν ἀνομία μας, μᾶς ἐγκατέλειψε καὶ ἐπέτρεψε αὐτὴν τὴν κατάσταση. Καὶ γιὰ μὴν ὅμως ἀρχίσουν τὰ σχόλια περὶ βλασφημίας καὶ ἀσέβειας ἐκ μέρους μου, ἂς διαβάσουμε τί ἔγραφε ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἀπὸ τὸν 5ο κιόλας αἰῶνα γιὰ τοὺς Ποιμένες:
«Τὸ πάλαι ὑπὲρ τῶν προβάτων ἀπέθνησκον οἱ Ποιμένες, νῦν δὲ μᾶλλον ἀναιροῦσι αὐτοί τὰ πρόβατα· τότε νηστείαις τὸ σῶμα ἐσωφρόνιζον, νῦν δὲ τρυφαῖς παρασκευάζουσι σκιρτᾶν. Τότε τὰ ἑαυτῶν τοῖς δεομένοις διένειμον, νῦν δὲ τὰ τῶν πενήτων σφετερίζονται· τότε τὴν ἀρετῆν ἤσκουν, νῦν δὲ τοὺς τὴν ἀρετὴν ἀσκοῦντας ἐξοστρακίζουσι. Τότε οἱ φιλάρετοι πρὸς τὴν ἱερωσύνην ὑπήγοντο, νῦν δὲ οἱ φιλάργυροι· τότε οἱ τὸ πρᾶγμα φεύγοντες διὰ τὸ μέγεθος τῆς ἀρχής, νῦν δὲ οἱ τὸ πρᾶγμα ἐπιτρέχοντες μεθ’ἡδονῆς. Τότε οἱ ἀκτημοσύνη ἐναβρυνόμενοι, νῦν δὲ οἱ πλεονεξίᾳ ἐκουσίως χρηματιζόμενοι. Τότε οἱ πρὸ ὀφθαλμοῦ ἔχοντες τὸ θεῖον δικαστήριον, νῦν δὲ οἱ μηδὲ εἰς ἔννοιαν τοῦτο λαμβάνοντες. Τότε οἱ τύπτεσθαι νῦν δὲ οἱ τύπτειν ἔτοιμοι. Καὶ τότε μὲν τὴν ἀγνείαν ἐξεθείαζον, νῦν δέ, ἀλλ’ οὐδέν βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν...». (Αγ. Ισιδώρου Πηλουσιώτου PG 78, 905).
Βλάσφημος καὶ ὁ Ἅγιος; Οὐ μὴ γένοιτο. Ἀναρωτιέται πραγματικὰ κανείς, ὅπως καὶ αὐτός, γιὰ τὸ ἱερατεῖο τοῦ Χριστοῦ, ἂν βλέπει τί γίνεται καὶ τί συμβαίνει, ἂν βλέπουν, ποιοὶ μᾶς κυβερνοῦν καὶ μᾶς καθοδηγοῦν, ἂν βλέπουν ὅτι τὰ πάντα, δόγματα, ἐντολές, νόμοι, ἀξίες ἀναιροῦνται, γι’ αὐτὸ καὶ φτάσαμε ἐδῶ ποὺ φτάσαμε, ἂν βλέπουν, ὅτι τὸ ποίμνιο εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀκατήχητο, ἀποπροσανατολισμένο, συγχυσμένο, ἐγκαταλελειμένο στὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων;
Τὸ βλέπουν ἀλλὰ δυστυχῶς «δεκάρα δὲν δίνουν». Δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει καὶ δὲν νοιάζονται, γιατὶ ἀγάπησαν τὴν δόξα τοῦ κόσμου καὶ ὄχι τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐάν κάποιοι διαφωνήσουν, ἂς μὲ διαψεύσουν καὶ ἂς ἀναφέρουν ἔστω καὶ μὶα μοναδικὴ περίπτωση, ποὺ νὰ ἔπραξαν, ὄχι μὲ ἀνούσιες ἀνακοινώσεις ἀλλὰ ὅπως θὰ ἔπρεπε τὸ καθῆκον τους, ἢ νὰ ἔκαναν ἁπλά καὶ μόνον κάτι, τὸ ὁποῖο νὰ δείχνει τὴν κατεύθυνση, ποὺ πρέπει να ἀκολουθήσει τὸ ποίμνιο καὶ νὰ πολεμήσει γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια. Πότε καὶ ποῦ καὶ γιὰ ποιὸ θέμα, οἱ Ποιμένες μας, ἐκτὸς τῶν γνωστῶν λαμπρῶν ἐξαιρέσεων (ὄχι πάντως «οἱ φιλόλογοι» τῆς Γατζέας), ποὺ σήμερα ὅμως καὶ αὐτοὶ διώκονται, ὕψωσαν ἀψηφώντας τὸ κόστος τὸ «ἀνάστημά» τους στοὺς «μεγάλους» καὶ «ἰσχυροὺς» τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ προστατεύσουν τὸ Δόγμα, τὴν Πίστη, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ποίμνιόν Της, τό δίκαιο τοῦ φτωχοῦ, τοὺς ἀδικουμένους καὶ κατατρεγμένους, ἐν ὁλίγοις "τὸν ἀγρὸν τῆς χήρας" ὅπως ἔκαναν ὅλοι οἱ πραγματικοί, ἀληθινοί καὶ γνήσιοι Ποιμένες τοῦ Κυρίου μας, Χρυσόστομοι, Βασίλειοι, Γρηγόριοι, Ἀθανάσιοι, Μάξιμοι, Θεόδωροι καὶ τόσοι ἄλλοι. 
Ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας φωνάζει: «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων».(Ιωα. ι΄, 11) οἱ σημερινοὶ Ποιμένες, τιθέασιν οὐδέν, οὔτε κὰν ἕνα κείμενο για τα πρόβατα τοῦ Χριστοῦ˙ φιλολογοῦν, χωρίς νὰ ἀναφέρονται καὶ χωρὶς νὰ δείχνουν κατανόηση πουθενὰ γιὰ τὴν ἀγωνία τοῦ Πιστοῦ, τὸν φόβο του γιὰ τὴν ψυχή του, γιὰ τὸ τί μέλλει γενέσθαι, γιὰ τὸ τί πρέπει νά πράξει σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀπίστευτους καιρούς. Ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι ἐξ αἰτίας τῆς ὁμολογίας τους καὶ τῶν ἀγώνων τους γιὰ τὸ ποίμνιο τους βασανίσθηκαν, χλευάσθησαν, ταλαιπωρήθησαν, ὑβρίσθησαν,ἐκδιώχθησαν, ξέρουμε ἐμεῖς κάποιον, ἐκτὸς τῶν ὀλίγων σήμερα ὁμολογητῶν ἁγιορειτῶν πατέρων καὶ τὼν μετρημένων στὰ δάκτυλα ἐκλεκτῶν ἱερέων, ποὺ νὰ θυσίασε καὶ νὰ ἔχασε τὴν θέση του, τὴν ἐξουσία του, τὸν μισθόν του, ἢ ὅ,τι δήποτε ἄλλο; Ἢ σιωποῦν ἢ ἀναλώνονται σὲ γραπτὲς τάχα διαμαρτυρίες ἄνευ ἀντικτύπου, τύπου Γατζέας, διότι λόγια δίχως ἔργα μηδέν ἐστι.
Οἱ ποιμένες σήμερα πιστεύουν ὅτι, ὅλα αὐτά ἀφοροῦν μόνον ὅλους τοὺς ἄλλους, τοὺς κοινοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ «λύνουν» καὶ νὰ «δένουν», ὅποιον θέλουν, να συναναστρέφονται μὲ ἀνήθικους καὶ προδότες τῆς πίστεως καὶ νὰ διώκουν τοὺς ἠθικούς καὶ τοὺς ὁμολογητές, νὰ χειροτονοῦν ὅποιον φαίνεται νὰ τοὺς χρησιμεύει καὶ ὅποιον τοὺς ἀρέσεικαὶ νὰ καθαιροῦνὅποιον τοὺς ἐλέγχει, νὰ καταργοῦν καὶ νὰ καταπατοῦν Ἱερούς Κανόνες, καὶ ὅποτε τοὺς συμφέρει να τοὺς ἐπικαλοῦνται ἢ νὰ τοὺς παρερμηνεύουν, νὰ συμπεριφέρονται ὅπως θέλουν καὶ νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν, χωρίς μάλιστα ποτέ νὰ δίνουν λόγο ἢ νὰ ἀπολογοῦνται σὲ κανέναν, νὰ αὐτοανακηρύττονται σὲ αὐθεντίες καταργώντας τὶς πραγματικὲς αὐθεντίες τουτέστιν τοὺς Ἅγιους Πατέρες, νὰ μιλοῦν μὲ εὐκολία γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ λαοῦ ἀπαγορεύοντας ὅμως αὐστηρὰ κάθε ὑπόδειξη γιὰ τὸν κίνδυνο ἀπώλειας τῆς δικῆς τους ψυχῆς, ξεχνώντας, ὅτι τὰ «ΟΥΑΙ» τοῦ Κυρίου μας πρωτίστως σὲ ποιμένες ἀναφέρονται. Οἱ προφῆτες μᾶς προειδοποίησαν γιὰ αὐτοὺς τοὺς καιρούς:
«Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελώνα μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου τὴν ἐπιθυμητήν...» (Ιερεμίας ιβ΄, 10)
«Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ καλὸν πονηρόν, οἱ τιθέντες τὸ σκότος φῶς καὶ τὸ φῶς σκότος, οἱ τιθέντες τὸ πικρὸν γλυκὺ καὶ τὸ γλυκὺ πικρόν.Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες. Οὐαὶ οἱ ἰσχύοντες ὑμῶν, οἱ πίνοντες τὸν οἶνον καὶ οἱ δυνάσται οἱ κεραννύντες τὰ σίκερα,οἱ δικαιοῦντες τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων καὶ τὸ δίκαιον τοῦ δικαίου αἴροντες. Διὰ τοῦτο ὃν τρόπον καυθήσεται καλάμη ὑπὸ ἄνθρακος πυρὸς καὶ συγκαυθήσεται ὑπὸ φλογὸς ἀνειμένης, ἡ ῥίζα αὐτῶν ὡς χνοῦς ἔσται καὶ τὸ ἄνθος αὐτῶν ὡς κονιορτὸς ἀναβήσεται· οὐ γὰρ ἠθέλησαν τὸν νόμον Κυρίου Σαβαώθ, ἀλλὰ τὸ λόγιον τοῦ ἁγίου Ἰσραὴλ παρώξυναν...»(Ησ.ε’, 20-24)
«Ὦ ποιμένες Ἰσραήλ, μὴ βόσκουσι ποιμένες ἑαυτούς; Οὐ τὰ πρόβατα βόσκουσιν οἱ ποιμένες; ἰδού τὸ γάλα κατέσθετε καὶ τὰ ἔρια περιβάλλεσθε καὶ τὸ παχύ σφάζετε καὶ τὰ πρόβατά μου οὺ βόσκετε. Τὸ ἠσθενηκός οὐκ ἐνισχύσατε καὶ τὸ κακῶς ἔχον οὐκ ἐσωματοποιήσατε καὶ τὸ συντετριμμένον οὐ κατεδήσατε καὶ τὸ πλανώμενον οὐκ ἐπεστρέψατε καὶ τὸ ἀπολωλός οὐκ ἐζητήσατε καὶ τὸ ἰσχυρόν κατηργάσασθε μόχθῳ. Καὶ διεσπάρη τὰ πρόβατά μου διὰ τὸ μὴ εἶναι ποιμένας καὶ ὲγενήθη εἰς κατάβρωμα πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ... διὰ τοῦτο, τάδε λέγει Κύριος Κύριος·ἰδοὺ ἐγὼ ἐπί τοὺς ποιμένας καὶ ἐκζητήσω τὰ πρόβατά μου ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν ....». (Ιεζεκιήλ λδ’, 2-10).

Εἶναι πιὰ γιὰ ὅλους μας ἡ ὥρα τῆς εὐθύνης καὶ τῶν γονάτων, τῆς πάλης μὲ τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου καὶ τῆς μετάνοιας, τῆς θυσίας γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τῆς καταδίκης τοῦ ψεύδους, τῆς ὑπακοῆς στοὺς λίγους ἄξιους ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἁγίας "ἀνυπακοῆς" στοὺς πολλοὺς ἀνάξιους. Ποιός ξέρει; Ὁ Θεὸς ποὺ θέλει τὴν σωτηρία τοὺ ἁμαρτωλοῦ, ποιμένος και ποιμενομένου, καὶ ὄχι τὴν ἀπωλειά του, ἴσως μᾶς λυπηθεῖ σὰν τοὺς Νινευίτες. 

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Κλασσικὸς φιλόλογος, Ἱστορικός


Πατήρ Ἰωάννης Ῥωμανίδης: «Ἡ σύνοδος δὲν φτιάχνει Πατέρες, ἀλλὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ Πατέρες. Ἂν δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ θεοπνεύστους, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνει θεόπνευστος

Οἱ Πατέρες ἦταν θεόπνευστοι ὄχι μόνον κατὰ τὴν διάρκεια κάποιας συνόδου, ἀλλὰ καὶ πρὶν καὶ μετὰ ἀπ΄ αὐτή. Ἡ σύνοδος δὲν φτιάχνει Πατέρες, ἀλλὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ Πατέρες. Γιὰ τοῦτο εἶναι θεόπνευστος. Σύνοδος, ποὺ δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ θεοπνεύστους, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνει θεόπνευστος. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ μὴ Ὀρθοδόξων συνόδων.
Κλειδὶ σωστῆς κατανόησης τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ὡς καὶ τῆς θεοπνευστίας τῶν Πατέρων εἶναι οἱ καταστάσεις φωτισμοῦ καὶ θέωσης, τῶν ὁποίων προϋπόθεση εἶναι ἡ εὐχὴ καὶ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιά. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς διαμάχης μεταξὺ Παλαμᾶ καὶ...
Βαρλαὰμ στὰ κείμενα…

Τὰ διάφορα εἴδη νοερᾶς εὐχῆς στὴν καρδιὰ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων. Μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ναὸς τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ φθάνει στὸ φωτισμὸ καὶ βαδίζει στὴ θέωση.
1) Ἡ θέωση εἶναι ἡ θεοπτία ἐκείνων ποὺ βλέπουν ἐν τῇ ἀκτίστῳ δόξῃ τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸν ἀναστάντα Χριστὸ (π.χ. 1 Κορ. 15, 5-8). Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θέωσης παύει σ΄ αὐτοὺς ἡ εὐχὴ ἡ ἀδιάλειπτος καὶ ἐπανέρχεται μὲ τὴν λήξη τῆς θεοπτίας. Δηλαδὴ στὴ ζωὴ αὐτὴ ἡ θέωση δὲν εἶναι μόνιμος κατάσταση ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν ἔχει κατὰ φύση.

2) Τὰ διάφορα στάδια τοῦ φωτισμοῦ ἀρχίζουν ἀπὸ τὰ «γένη γλωσσῶν» (1 Κορ. 12, 28), καὶ ἀνέρχονται μέχρι τὸ στάδιο τοῦ διδασκάλου (αὐτόθι). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δίδει τὴν πληρεστέρα περιγραφὴ τῶν εἰδῶν, ἀδιαλείπτου νοερᾶς εὐχῆς (Ἔφ. 5, 18-20). Διακρίνει τὶς προσευχὲς καὶ τοὺς ψαλμοὺς ποὺ γίνονται μὲ τὸ Πνεῦμα ἀπ΄ αὐτά, ποὺ γίνονται μὲ τὸν νοῦ (1 Κορ. 14, 15). Στὴ διάκριση αὐτὴ ὀδείλεται ἡ διαφορὰ μεταξὺ λατρείας ποὺ γίνεται στὴν καρδιὰ καὶ αὐτῆς, ποὺ γίνεται μὲ τὴν λογική.

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ἐννοεῖται ἡ ἀπαρίθμηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τάξη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Μάλιστα τονίζει ὅτι ὁ Θεὸς θέτει τὸν καθένα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἀρχίζει μὲ τοὺς ἀποστόλους, προφήτας, ποὺ φθάσανε στὴ θέωση, καὶ τελειώνει μὲ τὰ «γένη γλωσσῶν» (1 Κορ. 12, 28). Αὐτὰ τὰ στάδια εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ βαπτίσματος τοῦ Πνεύματος ποὺ διακρίνεται ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος, ὡς φαίνεται, μέχρι σήμερα ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος. Οἱ εὐρισκόμενοι στὴν ἀπαρίθμηση αὐτὴ ἀποτελοῦν τὸν βασίλειο ἱεράτευμα. Οἱ ἰδιῶτες (1 Κορ. 14, 16), ποὺ εἶναι οἱ λαϊκοὶ καὶ δὲν ἔχουν τὸ βάπτισμα τοῦ Πνεύματος δὲν ἀπαριθμοῦνται ἀκόμα ἀπὸ τὸν Παῦλο μεταξὺ τῶν μελῶν, ποὺ ἔθεσε ὁ Θεὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Ἐπικράτησε νὰ λέγεται ὁ προεστῶς προφήτης τῆς ἐνορίας ἐπίσκοπος καὶ οἱ ὑπόλοιποι πρεσβύτεροι, ἐνῶ στὴν ἀρχὴ συνηθίζετο νὰ λέγονται ὅλοι πρεσβύτεροι. Σημειωτέον ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου εἶχε τουλάχιστο πέντε προφῆτες (1 Κορ. 14, 29). Δὲν ἀπασχολοῦν τὸν Παῦλο τόσο τὰ ὀνόματα ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἀφοῦ, ὡς προφῆτες, τοὺς θεωρεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους, θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας (Ἔφ. 2, 20). Ἡ χειροτονία τους, ὅπως στὴν περίπτωση τῶν ἀποστόλων, ἦτο κατ΄ εὐθείαν ἀπ΄ τὸν Χριστὸ μέσῳ τῆς θέωσης (Ἔφ. 3, 5) καὶ ἐν συνεχείᾳ μέσῳ τῆς ἀναγνώρισης τῆς θέωσης αὐτῆς ἀπὸ τοὺς συνθεουμένους.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν πρόλογο τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Ῥωμανίδου, 
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας» Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τόμος 1

ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ



Όταν ήμουν αρχάριος, άρχισαν να δουλεύουν μέσα μου οι λογισμοί φυγής. Ένας λογισμός μού θύμιζε το σπίτι μου, άλλος τον πνευματικό στον κόσμο που ήθελε να κάνουμε μοναστήρι, άλλος λογισμός μού έλεγε να γυρίσω πίσω. Πω! Πω! Πω! Ασταμάτητη ροή! Εγώ αγωνιζόμουν και αντιστεκόμουν εναντίον των λογισμών.
Μου έλεγε ο πολύπειρος Γέροντάς μου, ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897–1959):
–Εντάξει, όλα καλά. Μην αφήνεις τα καθήκοντά σου, την αγρυπνία σου, τον κανόνα σου, την προσευχή σου και τότε δεν θα επικρατήσει ποτέ ο διάβολος της φυγής.
Κράτησα τα καθήκοντά μου επιμελώς και, πράγματι, όπως το είπε ο Γέροντας, ήλθε μια στιγμή που όλοι οι λογισμοί έφυγαν και, ξαφνικά, έγινε τόσο όμορφη και αγαπητή η έρημος, αυτή που πρώτα μου φαινόταν μαύρη και σκοτεινή, γιατί πήγαινε το μυαλό μου προς τα έξω. Με τις ευχές του πατρός μου, με βοήθησε η Χάρις του Θεού και απαλλάχτηκα από τον πόλεμο των δαιμόνων και άλλαξαν τα πάντα μέσα μου.

Επίσης, όταν οι λογισμοί της υπερηφάνειας και της αμέλειας μάς πολεμούσαν, ο Γέροντας μάς δίδασκε να τους αντιμετωπίζουμε με τέλεια περιφρόνηση και αδιαφορία:
–Κρατάτε την Ευχή! Φουρτούνα είναι, θα περάσει. Θα υποχωρήσει. Όταν αντιστέκεστε και κρατάτε το μέτωπο γερά και δεν χάνετε το θάρρος σας, τα πάντα υποχωρούν! Ούτως ή άλλως, αυτή είναι η τακτική του διαβόλου: να επιτίθεται για να σπάσει το μέτωπο, να ρίξει το τείχος και να γκρεμίσει ό,τι όρθιο υπάρχει. Να κρατάτε το τείχος γερά και αυτός θα υποχωρήσει. Και, πράγματι, οι λογισμοί υποχωρούσαν.


Στον Γέροντα φανέρωνα τα πάντα με την ειλικρινή και καθαρή εξομολόγηση όλων των λογισμών μου. Δεν άφηνα απωθημένα μέσα μου, γιατί ήξερα ότι αυτά είναι σάπια πράγματα. Και κάθε τι σάπιο έχει τη δυσοσμία του, έχει τη βρώμα του, με αποτέλεσμα να μη νοιώθω όμορφα, αφού θα βρώμιζαν τη ψυχή μου. Γνώριζα πως ένα λογισμό να δεχόμουν ή να απέκρυπτα, η ψυχή μου θα γινόταν άνω–κάτω. Και το καταλάβαινα από την πίεση που μου δημιουργούσαν για να τους δεχτώ.
Λοιπόν, αγώνας! Μάχη στήθος με στήθος. Έλεγα γι’ αυτό μου τον πόλεμο στον Γέροντα και αυτός, ως πολυέμπειρος πολεμιστής του πνεύματος, μου απαντούσε:
–Δεν είναι τίποτε αυτά. Μη φοβάσαι. Είναι σαν εκείνον τον αδελφό στα Πατερικά βιβλία που πελάγωσε και λέει: «Γέροντα, τόσοι λογισμοί–τόσα πάθη! Πώς θα μπορέσω εγώ να τα ξεριζώσω; Για τ’ όνομα του Θεού, Γέροντα! Πελάγωσα!». Και του λέει ο έμπειρος Αββάς: «Παιδί μου, οι λογισμοί δεν ξεπηδούν όλοι μαζί μαζεμένοι. Δεν ξεσηκώνονται όλα τα πάθη μονομιάς να σε πνίξουν». Τώρα θα ξεπηδήσει ο σαρκικός λογισμός. Χτύπα τον, κόψε τη φαντασία. Το πρόσωπο που σε σκανδαλίζει διώξ’ το, σβήσ’ το, όπως σβήνεις έναν διάβολο από τη φαντασία σου, όπως σβήνουμε κάτι μ’ ένα σφουγγάρι. Σβήσε την εικόνα και κράτα την Ευχή. Τελείωσε η υπόθεση. Τον στραγγάλισες τον λογισμό. Θα ξαναρθεί; Στραγγάλισέ τον ξανά. Λοιπόν, έρχεται λογισμός αμέλειας και σου λέει: «Κοιμήσου»; – «Όχι, γιατί να κοιμηθώ;». Έρχεται λογισμός κατακρίσεως και σου ψιθυρίζει: «Πες αυτό το λόγο!» – «Όχι, δεν θα τον πω!». Έτσι, γίνεται ο πόλεμος!


Ήμουν ήδη σ’ αυτή τη συνοδεία ως δόκιμος εννιά μήνες κι είχα γνωρίσει πλέον καλά τη ζωή και την τάξη της, καθώς και την καθημερινή παιδεία από τον σοφό Γέροντά μας. Με τις ευχές του, ακολουθούσα το τυπικό κανονικά. Φυσικά, σ’ αυτό το διάστημα, οι πόλεμοι των λογισμών δεν έλειπαν. Ο διάβολος προσπαθούσε μετά μανίας να μου κλονίσει την πίστη προς τον Γέροντά μου και την εμπιστοσύνη μου στη διάκρισή του, για να με βγάλει έξω από την υπακοή. «Όχι», αντέλεγα στον λογισμό, «αυτό δεν θα γίνει ποτέ!». Αυτός συνέχιζε τις προσβολές. «Εδώ, θα παλέψουμε. Δεν θα υποχωρήσω· προτιμώ να πεθάνω!».
Ο Γέροντας, βλέποντας τους λογισμούς μου και τον αγώνα μου και θέλοντας να με δοκιμάσει, σαν έμπειρος στρατηγός, μου λέει:
–Πώς θα τα βγάλεις πέρα, εσύ, μια σταλιά άνθρωπος και τιποτένιος; Είσαι φουσκωμένος από λογισμούς. Κοίταξε τί πολέμους που έχεις! Δεν πιστεύω να τα βγάλεις πέρα!
Εγώ σήκωσα τ’ ανάστημά μου και του λέω:
–Γέροντα! Ένα κι ένα κάνουν δύο: Υποχώρηση, καθόλου! Με την ευχή σας, θα ρίξω τον εαυτό μου στη φωτιά κι όπου βγω. Πίσω και ήττα στους λογισμούς, όχι!
–Καλά!... Καλά θα δούμε…
Αυτό, ήταν. Αυτό που ήθελε ν’ ακούσει, τ’ άκουσε. Βλέποντας έναν άνθρωπο – μια σπιθαμή να μιλάει έτσι, σκέφτηκε: «Ε, κάτι θα μπορεί να κάνει κι αυτός!». Και φαίνεται, μ’ αυτό το τεστ που μου έκανε, ζύγισε τι πρέπει να κάνει. Διότι, για να νικήσει κανείς, πρέπει να είναι αποφασισμένος από μέσα του να πεθάνει. Αυτός που θα έμενε κοντά στον Γέροντα Ιωσήφ, έπρεπε πρώτα να έχει υπογράψει τον θάνατό του.
Μετά από λίγο μου λέει:
–Ετοιμάσου να σε κάνω μεγαλόσχημο. Πριν όμως, θα υπογράψεις τον θάνατό σου. Είτε πονέσεις είτε αρρωστήσεις, ένα θα έχεις στη σκέψη σου: ότι ο θάνατος μόνο θα σε χωρίσει από ’δω. Μη ζητήσεις παράκληση, μη ζητήσεις θεραπείες. Είσαι αποφασισμένος για τον θάνατο; Κάτσε! Αν όχι, φύγε!
Και με την ολόψυχη συγκατάθεσή μου: «Νά ’ναι ευλογημένο, Γέροντα! Θάνατος, θάνατος!», προχώρησε και μ’ έκανε μοναχό μεγαλόσχημο, με εφημέριο τον παπα–Εφραίμ από τα Κατουνάκια (1912–1998), στις 13 του μηνός Ιουλίου, με το παλαιό, το 1948, ημέρα Πέμπτη.
Η κανονική τάξη, βέβαια, είναι να περάσει ο δόκιμος μοναχός πολύ περισσότερο χρόνο δοκιμασίας. Η απόφαση όμως ρυθμίζεται ανάλογα με την εποχή και τους ανθρώπους. Και ο Γέροντας, με την εμπειρία του, διέκρινε πως έτσι έπρεπε να γίνει. Μόλις έγινα μεγαλόσχημος, κάναμε λουκουμάδες. Το είχαμε σαν τυπικό.


Καμιά φορά ο Γέροντας είχε ένα φυσικό λόξυγκα. Το εκμεταλλεύτηκε αυτό ο διάβολος κι άρχισε να μου λέει με τον λογισμό: «Ααα! Αυτό που κάνει τώρα ο Γέροντας φανερώνει ότι έχει δαιμόνιο μέσα του. Το δαιμόνιο είναι που κάνει αυτό τον λόξυγκα». Πω! Πω! Τι πικρία, τι φαρμάκι, που ήρθε μέσα στη ψυχή μου! «Ακούς εκεί, να μου λέγει έτσι ο λογισμός!». Εγώ δεν είχα τέτοιους λογισμούς. Μόλις μου ήρθαν, αναστατώθηκα. Μπαα! Αδύνατον να παραδεχθώ για τον Γέροντά μου αυτόν τον λογισμό! «Θα σε σφάξω!», είπα μέσα μου κι έκανα αγώνα εναντίον του με την αντίρρηση. Όταν το είπα αυτό στον Γέροντα, που ήταν ασκητής πεπειραμένος και θαυμάσιος, χαμογελούσε:
–Μη στεναχωριέσαι, παιδί μου! Άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει αυτός. Καμιά σημασία. Λέγε την Ευχούλα. Θα σου πει κι άλλα. Από το ’να αυτί να μπαίνουν κι απ’ τ’ άλλο να βγαίνουν. Το ξέρασμα του άδου είναι ατελείωτο. Με τον διάβολο, δεν τα βγάζει κανείς πέρα τόσο εύκολα. Μην κάνεις αντιρρητικό λόγο, διότι είσαι μικρός και άπειρος. Μόνο να περιφρονείς τον λογισμό, να λέγεις την Ευχή συνεχώς και θα φύγει από μόνος του. “Μπαινάκιας και Βγαινάκιας”! Μόνο περιφρόνα τον λογισμό, λέγε την Ευχή και θα φύγει μόνος του.
Δεν ήξερα όμως πως η καταφρόνηση των λογισμών είναι η καλύτερη λύση και απάντησα:
–Όχι, Γέροντα! Με τον δικό μου λογισμό θα δώσω μάχη. Δεν θα τον αφήσω να μου πει εμένα για σας, τον Γέροντά μου!
–Χμ!... έκανε εκείνος και χαμογελούσε. Θα έλεγε μέσα του: «Τούτος ο μικρός δεν ξέρει τί του γίνεται!...». Και μ’ άφησε ν’ αγωνιστώ με την αντίρρηση.


Έκανα σκληρό αγώνα, αλλά ο διάβολος ήταν τεχνίτης. Ήταν μάστορας. Και, τί μου έκανε; Μόλις σηκωνόμουν ν’ αγρυπνήσω, με το που άνοιγα τα μάτια μου, –τσάκ!–, ερχόταν αμέσως η προσβολή: «Να, ο Γέροντας τί είναι». Και με τέχνη, ο διάβολος, έριχνε τον λογισμό σαν δηλητήριο μέσ’ την καρδιά μου, για να μου δηλητηριάζει την αγρυπνία. Έτσι, με τέτοιες σκέψεις, μου έκοβε όλες τις δυνάμεις μου. Ερχόταν μια αίσθηση δαιμονική: «Να, ο Γέροντας, δεν είναι αυτός εσύ που νομίζεις· έχει δαιμόνιο!». Αλλά κι εγώ, από την άλλη πλευρά, δεν υποχωρούσα σε καμιά περίπτωση· αμέσως στραγγάλιζα τον λογισμό με αντιρρητικό λόγο: «Όχι! Ο Γέροντας είναι στρατηγός!», έλεγα. «Άνθρωπος που με οδηγεί στη σωτηρία μου, δεν μπορεί να έχει δαιμόνιο. Είναι άγιος. Είναι άγγελος του Θεού». «Όχι, δεν είναι άγγελος, διότι ξέρεις, εκείνο, το άλλο, το παράλλο…». «Όχι!...», αντέλεγα εγώ.
Και για ώρες ολόκληρες έκανα αντιρρητικό πόλεμο, αν και δεν είχα καμιά εμπειρία πάνω σ’ αυτόν. Απλώς με χαρακτήριζε μια φυσική τόλμη κι έκανα αυτή τη μάχη, παρ’ ότι ήμουν μικρός στη γνώση και στην πείρα. Πήγαινα να κάνω αντίρρηση, που είναι για φτασμένους αγωνιστές, ενώ εγώ έπρεπε να ξεφεύγω με την περιφρόνηση, για να γλυτώνω πιο γρήγορα.
Αυτή η μάχη κράτησε μέρες! Ο πονηρός με σφυροκοπούσε και μου έκλεβε ώρες από την αγρυπνία, για να μάχομαι μαζί του. Όποιος όμως υποχωρεί, γεμίζει σιγά–σιγά σαβούρα η ψυχή του και βρωμάει. Ο κάθε κακός λογισμός γίνεται απόστημα μέσα στη ψυχή, που αν δεν το πετάξεις με βία, πληγιάζει, σαπίζει και βρωμάει.

Μια Πεντηκοστή, μας είχε φέρει ο πατήρ Αθανάσιος παξιμάδια, ντομάτες και σταφύλια.
Γυρίζει και μας λέει ο Γέροντας:
–Τους ντορβάδες στην πλάτη και δρόμο! Θα μας τα φάνε τα ποντίκια.
Τότε οι λογισμοί μού ήρθαν σαν τα μυρμήγκια: «Τέτοια μέρα στους δρόμους! Που έπρεπε να ησυχάσεις, να διαβάσεις, να κάνεις κομποσχοίνι!». Εγώ, του απαντούσα του λογισμού: «Στενή και θλιμμένη η οδός. Η υπακοή πάνω απ’ όλα. “Δεν ήρθα για να κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του πατέρα μου” (πρβλ. Ιωάν. 6, 38)». Το φορτίο των λογισμών όμως ήταν βαρύτερο από το φορτίο στην πλάτη! Μου έλεγε και του έλεγα: «Μόλις πάμε στον Γέροντα, θα σε καταγγείλω!».
Μόλις μπήκα στην πόρτα της καλύβας του, πάνε οι λογισμοί! Πού να τολμήσουν οι δαίμονες ν’ αντικρίσουν τον μάστορά τους!!

Επειδή όμως δεν είχα την ευκαιρία εκείνη τη στιγμή να δω τον Γέροντα κατ’ ιδίαν, γιατί μας είπε να φύγουμε για ν’ αλλάξουμε τα ρούχα μας και να ξεκουραστούμε, είπα μέσα μου: «Πειρασμέ, τώρα θα σε κανονίσω!». Μάζεψα, λοιπόν, ένα τσουβάλι πέτρες και του είπα: «Τώρα θα σου βάλω κανόνα, που δεν ήθελες να κουβαλήσεις φορτίο τέτοια μέρα, και θα κοιμηθείς πάνω στις πέτρες! Ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, είχε πολύ μεγαλύτερο μαρτύριο!». Το γεγονός αυτό από μόνο του δεν είχε αξία· όμως για τούτη την προαίρεσή μου ο Θεός μού έδωσε έναν μικρό μισθό…
Όταν κοιμήθηκα, είδα ότι βρέθηκα σε μια πεδιάδα. Δεξιά μου ήταν ο πατήρ Ιωσήφ, ο νεώτερος (1921–2009), κι αριστερά μου ο πατήρ Αρσένιος (1886–1983). Και στ’ αριστερά πάλι, στην κορυφή ενός ωραίου κατάφυτου πράσινου λόφου, βρισκόταν ο Γέροντας Ιωσήφ και γυρίζει και μας λέει: «Θα περάσει ο Μέγας Κωνσταντίνος. Να πέσετε να πάρετε την ευχή του».
Του έκανα με νεύμα: «Νά ’ναι ευλογημένο!». Όταν ήρθε, χωρίς καν να τον κοιτάξω, έβαλα μετάνοια. Δεν ξέρω ο άλλος αδελφός τί έκανε. Καθώς σηκωνόμουν, αντί να δω τον Μέγα Κωνσταντίνο, είδα τον Χριστό σαν μικρό παιδάκι. Αυτό έσκυψε, μου χαμογέλασε, με ασπάσθηκε κι έφυγε. Μα, τί χαρά μού ήρθε!
Μόλις ξύπνησα, είχα χαρά στη ψυχή μου. Πήγα στον Γέροντα και του είπα ότι είδα αυτό κι αυτό. Με ρώτησε τί λογισμούς είχα την ημέρα. Του είπα τους λογισμούς που είχα, πώς τους αντέκρουσα και ποιο ήταν το αποτέλεσμα.
–Ο Θεός τους δούλους Του, έτσι τους παρηγορεί, όταν κάνουν κάποιον αγώνα. Αλλά εσύ στο εξής να μη βάζεις πέτρες.


Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει νά ’χεις έναν έμπειρο οδηγό, να διακρίνει με ασφάλεια την αλήθεια από το ψεύδος. Διότι ο απόστολος Παύλος μάς διδάσκει ότι ο διάβολος μεταμορφώνεται και σε άγγελο φωτός προκειμένου να παραπλανήσει τον άνθρωπο. Οι δε άγιοι Πατέρες μάς λένε: «Το κρασί και το ξύδι μοιάζουν· εκείνος όμως που γεύθηκε το κρασί, εκείνος είναι που ξέρει τη διαφορά». Και ο Γέροντάς μου, ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης, ήταν από τους λίγους εκείνους Αγιορείτες Πατέρες, που είχαν άφθονα γευθεί τη νηφάλια μέθη της θείας Χάριτος και που μπορούσαν, άμεσα και με ασφάλεια, να γνωρίζουν αν μια κατάσταση ήταν από τον Θεό ή από τους δαίμονες ή από τη δική μας φύση.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΚΤΗΤΟΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΑΡΙΖΟΝΑ – ΗΠΑ

[Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου:
«Ο Γέροντας μου
Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης
(1897–1959)»,
μέρος 2ο, κεφ. ι΄, σελ. 310–314,
Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου
Αριζόνας ΗΠΑ, 20081.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]

Τα Θαυμάσια του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου


Ιωάννης ο Βαπτιστής, τοιχογραφία σε σερβική εκκλησία.

Άγιε μου Ιωάννη Πρόδρομε γονατίζω, 
ασπάζομαι την Εικόνα σου και Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!

Τα Θαυμάσια του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου

Σοφία Ντρέκου

1. Εισαγωγικά2. Διηγήσεις Θαυμασίων Τιμίου Προδρόμου
3. Ανέλπιστο θαύμα της Αγίας Δεξιάς του Τιμίου Προδρόμου
4. «Όπως τον βλέπεις στην Εικόνα: με την προβιά!
Άνδρας πελώριος, γίγαντας, με τα μαλλιά ξέπλεκα!»

1. Εισαγωγικά

Άγιε μου Ιωάννη...
Εσύ που υπήρξες τόσο μεγάλος νηστευτής, πρότυπο εγκράτειας,
εσύ που είχες βρει το δρόμο για να τρέφεις το πνεύμα σου,
για να εξυψώνεσαι σε ουράνια μήκη και πλάτη (διαθέσιμα για όλους μας),
βοήθησέ με να κόβω έστω και μια μπουκίτσα από τα πλούσια εδέσματά μου 
-δείγμα τού λιμού της ψυχής μου! (ανωνύμου)

«Προστάτης θερμός, καὶ μέγα καταφύγιον, καὶ σκέπη στεῤῥά, καὶ ἀρωγὸς καὶ ἔφορος, ὑπάρχων ἡμῶν Πρόδρομε, ἐξελοῦ ἀπὸ πάσης κακώσεως, καὶ μανίας ἐχθροῦ ἀπηνοῦς, τοὺς ἐπιβοωμένους σου τὸ ὄνομα». [Κάθισμα Παρακλητικοῦ Κανόνος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου (†1991), «Ἑβδομαδάριον», σελ. 83].

Η βιοτή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου ήταν μια διαρκής υπόμνηση της αλήθειας σε όλα της τα επίπεδα της ζωής. Στην εποχή μας αυτό που λείπει από τη ζωή μας είναι η ζωντανή βίωσή της αλήθειας γιατί η αλήθεια είναι ο Χριστός.

Είμαστε αληθινοί στις σκέψεις μας, στα συναισθήματά μας, στους λόγους μας, στα «θέλω» μας, στη ζωή μας; Κάθε προσωπική παραχώρηση σε ζητήματα αλήθειας ακυρώνει την πρόνοια και την ευλογία του Θεού από την ζωή μας. Αυτό είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τον προσωπικό μας αγώνα γιατί οριοθετεί τις γραμμές μεταξύ πίστης ή εμπιστοσύνης! Άλλωστε, ο Θεός σπεύδει διαρκώς σε εμάς όπως λέει και το όνομά του [θεω=τρέχω, κινούμαι] δεν είναι στατικός και απρόσιτος! Ας τον εμπιστευτούμε και ας τον βάλουμε στην ζωή μας ολοκληρωτικά όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος! 

2. Διηγήσεις Θαυμασίων Τιμίου Προδρόμου
«Γλυκαίνομαι να εγκωμιάζω τις αρετές σου, Πρόδρομε»

«Θα σας διηγηθώ τώρα ένα αληθινό γεγονός που έγινε σ' έναν νεόκουρο μοναχό, ο οποίος, παίρνοντας θάρρος σε μένα, μου το εκμυστηρεύθηκε, πολύ εμπιστευτικά:

–Τον Τίμιο Πρόδρομο, που εικονίζεται με αυστηρή μορφή στο προσκυνητάριο που βρίσκεται εντός του Καθολικού της Μονής Διονυσίου, μπροστά στον δεξιό κίονα, προφανώς και τον γνωρίζεις! Όσες φορές του μιλάω και τον ατενίζω στο πρόσωπο, μου φαίνεται σαν να είναι ζωντανός. Μέσα μου, αισθάνομαι σαν ένα παιδί που μιλάει προς τον πατέρα του.

Όταν, για πρώτη φορά, την Δευτέρα το βράδυ, διάβαζα στο Απόδειπνο τους Χαιρετισμούς του Αγίου, καθώς ήμουν νεόκουρος μοναχός και στεκόμουν μπροστά σ' αυτήν την Εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, με πολλή ευλάβεια και αγάπη, όταν έφτασα στον λόγο των Χαιρετισμών: «εὐφημῶν γὰρ ἥδομαι τὰ σά, ἀπορῶν δὲ λόγου, δειλιῶν Πρόδρομε, αὐτὸς δὲ ἐνισχύων με...» (=«Γλυκαίνομαι να εγκωμιάζω τις αρετές σου, Πρόδρομε!

Διστάζω όμως, μια και δεν μου βρίσκεται σε μένα ο λόγος. Εσύ, όμως, δωσ' μου δύναμη γι' αυτό!»), —ω, των θαυμασίων σου, προστάτη μου, Τίμιε Πρόδρομε!–, αισθάνθηκα μία υπερφυσική χάρη μες στην καρδιά μου και μου φάνηκε σαν να σήκωσε, ο Τίμιος Πρόδρομος, ολόκληρο το σώμα μου, ψηλά πάνω από την γη, γεμίζοντάς με ολόκληρον με άρρητη χαρά και αγαλλίαση!...». 

Κάποτε παρακαλούσα για χρόνια τον Τίμιο Πρόδρομο για ένα ζήτημα πνευματικής φύσεως και δε λάμβανα καμία πληροφορία γι’ αυτό. Οπότε, μια μέρα όταν ασπάσθηκα την αγία του εικόνα, τον παρακάλεσα με περισσότερη έμφαση, έχοντας μέσα μου λύπη και διαμαρτυρόμενος για τη σιωπή του. Αναχωρώντας από αυτή την αγία εικόνα, άκουσα μια νοερή φωνή στη διάνοιά μου, που με πληροφορούσε και με παρηγορούσε επαρκώς για το ζήτημα που τον παρακαλούσα. Ευχαρίστησα θερμά τον Προστάτη μου και στο εξής ειρήνευσα μέσα μου».

Το Δεξί χέρι του Τιμίου Προδρόμου. Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους

3. Ανέλπιστο θαύμα της Αγίας Δεξιάς του Τιμίου Προδρόμου

«Στην Εορτή του Αγίου Πνεύματος, του έτους 1961, μετά την Θεία Λειτουργία, ο εφημέριος ιερομόναχος Παύλος, ήρθε και μου διηγήθηκε την θαυματουργία της Αγίας Δεξιάς του Τιμίου Προδρόμου που έγινε σ' αυτόν, ως εξής: 

—Κατάλαβες τί μου συνέβη, σήμερα στην Λειτουργία, πάτερ Λάζαρε;

—Τί; Για εξήγησέ μου καλύτερα, σε παρακαλώ! 

–Βεβαίως, με άκουγες στον Όρθρο, πόσο δυσκολευόμουνα στις Εκφωνήσεις, πώς είχε φράξει ο λαιμός μου από την φαρυγγίτιδα που με τυραννάει κατά καιρούς. 

—Ναι, το κατάλαβα. Κι έλεγα μέσα μου: «άραγε, πώς θα τα καταφέρει στην Λειτουργία ο παπάς;!». 

—Άκου, λοιπόν: όταν συναχθήκαμε οι ιερείς στην Εκκλησία για να πάρουμε «καιρό», βλέπω τον εαυτό μου να είναι σε κακή κατάσταση. Πριν βάλει «Ευλογητός» ο Ηγούμενος, πήγα και τον παρακάλεσα να βγάλει την Αγία Δεξιά του Τιμίου Προδρόμου να την ασπασθώ και να με σταυρώσει με αυτήν. Δέχθηκε αμέσως ο Ηγούμενος, σταύρωσε το κεφάλι μου με την Αγία Προδρομική Δεξιά, λέγοντας και την συνήθη ειδική ευχή που υπάρχει γι' αυτές τις περιπτώσεις. Την ασπάσθηκα κι εγώ με πολλή ευλάβεια και αγάπη, παρακαλώντας συγχρόνως τον Τίμιο Πρόδρομο να με λυπηθεί και να με γιατρεύσει από αυτήν την ασθένεια που με τυραννούσε. Για να μπορέσω, —εις δόξαν Θεού–, να κάνω τις Εκφωνήσεις με ευχέρεια φωνής. Τέλος, για να μπορέσω να πω και το Ευαγγέλιο με ευκολία και ευρυφωνία, όπως το λέμε συνήθως εμείς, σε τέτοιες Δεσποτικές Εορτές. 

Αυτά, περίπου, είπα προς τον Τίμιο Πρόδρομο, όταν ασπαζόμουν την Αγία του Δεξιά. Και, —ω, της θαυμασίας και ταχείας σου αντιλήψεως, Τίμιε του Χριστού Πρόδρομε!–, αμέσως ένιωσα την ενέργεια της Θείας Χάριτος, μαλάκωσε ο λάρυγγάς μου κι άνοιξε η φωνή μου! Γέμισα από θείο ζήλο κι έκανα τις Εκφωνήσεις με πολλή ευλάβεια και αγάπη. Είπα και το Ευαγγέλιο με όλη μου την άνεση και την ευκολία, μέσ' από το βάθος της ψυχής και της καρδιάς μου. Με όλη μου την ευλάβεια και την ευγνωμοσύνη, ευχαρίστησα τον πανάγαθο προστάτη μας, τον πανένδοξο Βαπτιστή και Πρόδρομο του Κυρίου, με τις πρεσβείες του οποίου, είθε να έχουμε, όλοι μας, αγαθό τέλος και να μπούμε στην Βασιλεία των Ουρανών. Αμήν, γένοιτο!...».

[(1) Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου (†24/12/1974): «Διονυσιάτικαι Διηγήσεις», σελ. 14—15 και 30—31, έκδ. (1η;) Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος 1988.


(2) Ο Τίμιος Πρόδρομος: εξαίσια σύγχρονη φορητή εικόνα, που βρίσκεται στον χώρο υποδοχής του Αρχονταρικιού της Ιεράς Γυναικείας Μονής «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», Πανοράματος Θεσ/νίκης. Έχω την, σχετικά βέβαιη, πληροφορία, ότι, μάλλον πρόκειται για έργο που ιστόρησε η ίδια η μακαριστή Γερόντισσα Φεβρωνία (†22/5/2008), —πραγματικά, μία οσιακή και, εξαιτίας της απερίγραπτης υπομονής που επέδειξε στην επάρατο ασθένεια, μία μαρτυρική μορφή. Την εκτιμούσε εν Κυρίω πολύ, γι' αυτό και την επισκεπτόταν συχνά, ο μακαριστός Γέροντάς μας, π. Ευσέβιος Βίττης (†4/11/2009).]

4. «Όπως τον βλέπεις στην Εικόνα: με την προβιά!
Άνδρας πελώριος, γίγαντας, με τα μαλλιά ξέπλεκα!»

Ο μακαριστός μοναχός Λάζαρος Διονυσιάτης, είναι πολύ γνωστός στον κόσμο των διψαλέων αναγνωστών του Ορθόδοξου βιβλίου, για τις κατανυκτικές και πάντερπνες «Διονυσιάτικες Διηγήσεις» που μας άφησε, σαν γραπτές και, τω όντι, πολύτιμες αναμνήσεις οσίων Διονυσιατών Πατέρων και πολλών άλλων θαυμαστών θείων γεγονότων από την ασκητική βιοτή τους.

Ανάμεσα, λοιπόν, σε αυτές τις «διηγήσεις» του, περιλαμβάνει και δύο τουλάχιστον, –πραγματικά, φοβερές!–, διηγήσεις που απέσπασε από τον συμμοναστή του, τον (προ πολλού, μακαριστό και αυτόν), π. Βησσαρίωνα. 

Ο ευλογημένος αυτός αδελφός της Μονής Διονυσίου, ο π. Βησσαρίων, καταγόταν από την Χαλκίδα της Εύβοιας. Εκοιμήθη εν Κυρίω το 1952, σε ηλικία 76 ετών. Πριν την κοίμησή του, ήταν Οικονόμος σ’ ένα Μετόχιο της Μονής Διονυσίου στην Συκιά Χαλκιδικής, το λεγόμενο «Καλαμίτσι». Προαισθάνθηκε τον θάνατό του, και αφού αποχαιρέτησε τους γνωστούς και τους φίλους του, τους είπε πολύ απλά, ότι, «πηγαίνει στο Μοναστήρι για να πεθάνει»!

Μόλις αποβιβάσθηκε στην αποβάθρα της Μονής Διονυσίου, έκλινε τα γόνατα της ψυχής και της καρδιάς του κι’ ευχαριστούσε ολόψυχα τον Τίμιο Πρόδρομο που τον αξίωσε να έλθει πίσω στην Μονή της «μετανοίας» του, για να αποδώσει το «κοινόφλητο χρέος» της εν Κυρίω αποδημίας του. Αυτή, πραγματοποιήθηκε μετά από δύο μέρες, αφού πρώτα αποχαιρέτησε όλους τους αδελφούς του και συγχωρέθηκε μαζί τους. Αυτός, ο τρισμακάριστος μοναχός, είχε σαν «σύνοικο», θησαυρισμένη μέσα στην καρδιά του, πολλή και ζέουσα, την αγία ταπείνωση και την πίστη…

Κάποτε, βρήκε την ευκαιρία ο π.Λάζαρος και τον ρώτησε:
–«Άκουσα, π.Βησσαρίων, όταν το Μοναστήρι μας σε είχε διορίσει Οικονόμο στο Μετόχι της, στα Μεριανά της Χαλκιδικής, ότι είδες τον Τίμιο Πρόδρομο, με τον Οποίον και συνομίλησες κιόλας. Αν το θυμάσαι κι’ αν θέλεις, πες μου το και σ’ εμένα αυτό το γεγονός, όπως συνέβη, να το σημειώσω για να μαθαίνουν κι’ οι νεώτεροι. Πώς είδες τον Τίμιο Πρόδρομο ζωντανό και μίλησες μαζί Του;...».

Ο Γερο–Βησσαρίων, μειδίασε για λίγο και, με την συνηθισμένη του απλότητα, άρχισε να λέει:

–«Αδελφάκι μου, καθώς ξέρεις, το Μοναστήρι μας με διόρισε Οικονόμο στα 1916 κι’ όσο μπορούσα, φρόντιζα για τις δουλειές του Μετοχίου. Εσύ, μυλωνάς έκανες και ξέρεις ότι πολλές φορές μαζεύονται πολλοί νοματαίοι στον μύλο. Μια μέρα, δύο χωριάτες ήρθαν στα παζάρια και, ο ένας απ’ αυτούς, αγόρασε την φοράδα του άλλου. Εκείνος που την αγόρασε, πήγε μέσα στην Εκκλησία και προσκύνησε. Άφησε μάλιστα μπροστά στην Εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε ν’ ανάψω κι’ ένα κερί. Εγώ, άναψα τα καντήλια και βλέπω, μετ’ από λίγο, να λείπουν τα χρήματα. Μα, δεν ξέρεις πόση στεναχώρια μού ’ρθε! Με σκλήρυνε κι’ εμένα ο πειρασμός και, όπως κουβεντιάζουμε τώρα μαζί, πήγα μπροστά στην Εικόνα του Αγίου και του λέω:

–«Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εδώ;! Γιατί αφήνεις να σου παίρνουν τα χρήματα μπροστά από την Εικόνα σου;! Αα!..., δεν σου ανάβω το καντήλι!...».

Έτσι, λοιπόν, άναψα μόνο της Παναγίας το καντήλι κι’ έφυγα. Ναι, αλλά μέσα μου, η καρδιά μου, χτυπούσε λιγάκι. Πήγα στον μήλο, ανέβηκα πάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά, συγχυσμένος! Θυμόμουνα ότι το καντήλι του Αγίου το είχα αφήσει επίτηδες σβηστό, αλλά ο «κοτσουνούρης» (σημ.: ο διάβολος, ο πονηρός), δεν μ’ άφηνε! Πολύ, με σκλήρυνε! Μάλιστα δε, έλεγα μέσα μου:

–«Άϊ, να δούμε τί θα γίνει!... Το καντήλι, δεν το ανάβω εγώ απόψε!...».

Κοιμήθηκα, λοιπόν, με την σύγχυση που είχα μέσα μου, όπως επέμενα στην γνώμη μου. Έτυχε να είναι πανσέληνος, τότε. Το φεγγάρι, ήταν σαν ήλιος. Κι’ από το παράθυρο του κελλιού μου, έμπαινε μέσα το φως. Καθώς, λοιπόν, κοιμόμουν μόνος μου, –καθότι τότε δεν είχα άλλον αδελφό μαζί μου για συνοδία–, κατά τα μεσάνυχτα, αισθάνομαι μια γερή σκουντιά!…

Ξυπνώ, και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. Από τον φόβο μου, άρχισα να τρέμω και μόλις που μπόρεσα να του πω:

–«Πώς ήρθες εδώ;!...».
Για απάντηση, μού λέει με ύφος σοβαρό:

–«Το πώς ήρθα, να μη ρωτάς! Αλλά, για πες μου: Γιατί δεν ανάβεις το καντήλι;!».
Αμέσως, με πολύ φόβο, με φωνή που έτρεμε και με δάκρυα στα μάτια, τού λέω:
–«Να με συγχωρέσεις, Άγιε!... Έσφαλλα!...

Κλαίγοντας, τού έβαλα τότε τρεις μετάνοιες στα πόδια του και τον παρακαλούσα να με συγχωρέσει!... Τότε, ακούω τον Τίμιο Πρόδρομο, με γλυκειά και με ήρεμη φωνή, να μου λέει:

–«Παιδί μου, Βησσαρίων, λες ότι «δεν είμαι ’δω»! Κι’ αν εγώ δεν είμαι ’δω, τότε, ποιός σε φυλάει εσένα εδώ τόσα χρόνια, σ’ αυτήν την ερημιά που είσαι, από τους ληστές και από τ’ άλλα τα κακοποιά στοιχεία;!».

–«Άγιέ μου!», του λέω, «σε παρακαλώ, να με συγχωρέσεις!... Δεν θα το ξανακάνω!...».

–«Πήγαινε ν’ ανάψεις το καντήλι στην Εικόνα μου, και να το κηρύττεις και να το λες και σ’ άλλους, ότι, κάνουν θαύματα οι Εικόνες. Γιατί πολλοί άρχισαν να λένε ότι οι Εικόνες δεν θαυματουργούν!». 

Αυτά, μου είπε ο Άγιος, κι’ έγινε άφαντος. Εγώ, κατευθείαν εκείνη την ώρα πήγα στην Εκκλησία και, –ω, του θαύματος!–, βλέπω όλα τα απολεσθέντα χρήματα στον ίδιο τόπο, όπως ήταν και πριν, μπροστά στην Εικόνα του Αγίου! Ποιός ξέρει τί λαχτάρα να τράβηξε εκείνος ο κλέφτης κι’ έφερε πίσω τα χρήματα στην Εικόνα, αυτήν την ίδια κιόλας νύχτα!

Σαν άκουσα την διήγηση του π. Βησσαρίωνος, τον ρώτησα:

–«Τί ενδύματα φορούσε ο Τίμιος Πρόδρομος;». Και μου απάντησε:
–«Να! Όπως τον βλέπεις στην Εικόνα: με την προβιά! Αλλά, τέτοιον ψηλό άνθρωπο, δεν είδα άλλον στην ζωή μου! Μα, τι να σου πω! Άνδρας, πελώριος! Γίγαντας!».

–«Σε πιστεύω!», του λέω, «Γιατί και ο Χριστός μάς λέει στο Ευαγγέλιο (Ματθ. ια' 11), ότι, «Οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν, μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ» (δηλαδή: «Δεν έχει φανεί μεταξύ των γεννημένων από γυναίκες άνθρωπος άλλος που να είναι μεγαλύτερος από τον Ιωάννη το Βαπτιστή»), αν και ο λόγος αυτός υπονοεί το πλήθος των αρετών και την μεγάλη αγιότητα του Τιμίου Προδρόμου. 


Όμως, ισχύει αυτό επίσης και για την σωματική του διάπλαση, γιατί τα λόγια του Κυρίου και τα δύο περιλαμβάνουν». Κατά την απόλυτη και παντέλεια ακρίβεια που έχει η αιώνια Αλήθεια του αψευδούς Λόγου του Θεανθρώπου Σωτήρος Χριστού, ο Οποίος είναι η Αυτοαλήθεια και η Αυτοζωή...

[Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου: «Διονυσιάτικαι Διηγήσεις», §44–§46, σελ. 117, 119, 123–125, Έκδοσις (1η;) Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος 1988.]