.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο γογγυσμός κατά του Θεού

Την προηγούμενη Κυριακή προσπάθησα να αποκαλύψω το μεγαλείο και το βάθος του λόγου του αποστόλου Παύλου που τον εαυτό του ονομάζει σπονδή στη θυσία. 
Σας έλεγα για τις αμέτρητες συμφορές και τα βάσανα που υπέφερε σ’ όλη την ζωή του για τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος προσφέρθηκε θυσία για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Συμπληρώνοντας αυτά που σας έλεγα τότε για τα παθήματα του μεγάλου αυτού αποστόλου, θα σας πω τώρα και τι υπέφερε σε μία πόλη της Μακεδονίας, στους Φιλίππους, για το κήρυγμά του. Με την καταγγελία κάποιων, που δεν τους άρεσε το κήρυγμά του, οι άρχοντες της πόλεως έδωσαν διαταγή να τον ραβδίσουν και μετά τον έριξαν στη φυλακή και έσφιξαν τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. 
Έχασε τότε το θάρρος του ο απόστολος; 
Άρχισε να κλαίει; Ασφαλώς όχι. Κατά τα μεσάνυχτα ο Παύλος μαζί με τον συνεργάτη του, τον Σίλα, έψαλλαν ψαλμούς, δοξολογώντας τον Θεό...

Θα μπορούσε ο Παύλος με μία μόνο λέξη να αποφύγει τους ραβδισμούς, να βγει από τη φυλακή και ακόμα και να τρομάξει τους άρχοντες, αρκεί να τους έλεγε ότι είναι Ρωμαίος πολίτης. Όμως δεν το έκανε. Προτίμησε τον εξευτελισμό για το όνομα του Χριστού και χαιρόταν με όλη την καρδιά του για τις μαστιγώσεις και τις πληγές, διότι αυτά συνέβαλαν στην επιστροφή του δεσμοφύλακα και της οικογένειάς του στην πίστη στον Χριστό. 
Να θυμόμαστε πάντα πόσο εμείς φοβόμαστε τις μαστιγώσεις και τις πληγές, ενώ αντίθετα πόσο ο μεγάλος αυτός διάκονος του Θεού χαιρόταν γι’ αυτά. 
Χαιρόταν κάθε φορά που μπορούσε να γίνει σπονδή στη θυσία.
Και στην αποστολική περικοπή διαβάζουμε ακόμα πιο παράξενο λόγο του αποστόλου Παύλου από την επιστολή του Προς Κολοσσαείς; «Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου υπέρ υμών και ανταναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ο εστιν η Εκκλησία» (Κολ. 1:24).

Ακούτε πώς χτυπά η καρδιά του μεγάλου αποστόλου; Ακούτε πώς αυτός θεωρεί ότι υστερεί σε παθήματα που υπομένει για την Εκκλησία του Χριστού, που είναι το Σώμα Του; 
Όχι όμως, χωρίς καθόλου να γογγύζει, υπομένει όλα τα αμέτρητα παθήματα, αλλά διψά και για περισσότερα. Ω, Κύριε! Και εμείς, οι αδύνατοι χριστιανοί, πόσο φοβόμαστε τους ονειδισμούς, τις θλίψεις και τα παθήματα! Είναι δυνατόν να βρεθεί έστω και ένας μεταξύ μας που θα ζητούσε να πληθυνθούν αυτά; Εκείνος όμως διψούσε γι’ αυτά τα παθήματα, για να μορφωθεί ο Χριστός στις καρδιές των εθνικών, στους οποίους κήρυττε ακούραστα το Ευαγγέλιο.

Ας θυμηθούμε και ένα άλλο λόγο του μεγάλου Παύλου: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Xριστού» (Α’ Κορ. 11:1). Να μιμηθούν τον απόστολο Παύλο στη δίψα του για τα παθήματα του Χριστού μπορούν, βέβαια, πολύ λίγοι άνθρωποι, αυτοί που έλαβαν τα πλούσια χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Οι απλοί χριστιανοί όμως μπορούν να ευαρεστήσουν και αυτοί τον Θεό και να έχουν μισθό απ’ Αυτόν αλλά μόνο με την αγόγγυστη υπομονή των θλίψεων που τους στέλνονται από τον Θεό. 
Να θυμόμαστε όλοι μας τα λόγια του μεγάλου αποστόλου Παύλου από την επιστολή του προς Εβραίους (12:5-8) «Υιέ, μη ολιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδέ εκλύου υπ’ αυτού ελεγχόμενος· ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται. ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός· τις γαρ εστίν υιός ον ου παιδεύει πατήρ; ει δε χωρίς εστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι εστέ και ουχ υιοί».

Συχνά ρωτούν οι άνθρωποι γιατί, για ποιο λόγο, ο Κύριος ο Θεός τούς στέλνει θλίψεις και πολλές φορές και πολύ σοβαρές δοκιμασίες; Είναι πολύ σημαντικό για τον κάθε χριστιανό να καταλάβει ότι οι θλίψεις μας αποστέλλονται κατά το θέλημα του Θεού, το πάντοτε αγαθό και σωτήριο. Τις περισσότερες φορές μάλιστα στέλνονται όχι σαν τιμωρία για τις αμαρτίες μας, αλλά για να επαναπροσδιορίσουμε τις οδούς μας και τις καρδιές μας ή σαν απάντηση στα αιτήματα που απευθύνουμε στον Θεό. Οι άνθρωποι πολλές φορές περιμένουν από τον Θεό να πραγματοποιήσει αυτά που ζητούν στις προσευχές τους με έναν τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι ο καλύτερος. Ο Θεός όμως συχνά απαντά στις δεήσεις τους με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο και όχι μ’ αυτόν που θα ήθελαν ή θα φαντάζονταν.

Αν ζητάνε, για παράδειγμα, να τους χαρίσει ο Θεός ταπείνωση, φαντάζονται ότι σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα η ταπείνωση υπό την ευεργετική επίδραση του Θεού θα μεγαλώνει στις καρδιές τους. Ο Κύριος όμως συχνά το κάνει με έναν διαφορετικό τρόπο: τους στέλνει ένα απροσδόκητο σκληρό χτύπημα, το οποίο πληγώνει την υπερηφάνεια και τον εγωισμό τους και τους ταπεινώνει. Συχνά ο Θεός μάς στέλνει κάποια ασθένεια και εμείς παραπονιόμαστε και καθόλου δεν σκεφτόμαστε ότι τις περισσότερες φορές αυτή είναι μια μεγάλη ευεργεσία του Θεού, είναι ίσως η απάντηση του Θεού στις προσευχές μας, με τις οποίες τον παρακαλούμε να δυναμώσει την πίστη μας.

Δεν γνωρίζετε ότι πολλές φορές ο Κύριος μάς στέλνει φοβερές σωματικές ασθένειες και πληγώνει το σώμα μας για να μας δυναμώσει πνευματικά; Αυτό έγινε και με τον όσιο Ποιμένα τον πολύαθλο, ο οποίος ασκήτευε στη μονή των Σπηλαίων και όλη την ζωή του βρισκόταν στο κρεβάτι του πόνου υποφέροντας από μία αθεράπευτη ασθένεια και μ’ αυτό τον τρόπο έφτασε στην αγιότητα. Άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι δίνουν μεγάλη σημασία στα γήινα αγαθά, ζητάνε από τον Κύριο να αυξηθούν τα πλούτη τους. Και ο Κύριος τους απαντά με την καταστροφή των κτημάτων τους ή με πυρκαγιές και μ’ αυτόν τον τρόπο τους αποστρέφει από την προσκόλληση στα γήινα και από την φιλαργυρία και έτσι διορθώνει τις αποκλίσεις τους από την σωστή οδό, την οποία μας διδάσκουν οι μακαρισμοί.

Ο Θεός φέρεται σε μας σαν σε πραγματικούς υιούς του, τους οποίους τιμωρεί για το καλό τους. Τις θλίψεις που μας στέλνει ο Κύριος εμείς πρέπει να τις υποδεχόμαστε έτσι όπως μας το λέει ο άγιος απόστολος Πέτρος: «Ταπεινώθητε ουν υπό την κραταιάν χείρα του Θεού, ίνα υμάς υψώση εν καιρώ» (Α’ Πετρ. 5:6). Αν δεν μπορούμε, παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, να κατανοήσουμε για ποιο λόγο μας στέλνονται από τον Θεό οι θλίψεις, τότε ας ταπεινωθούμε κάτω από το δυνατό χέρι του Θεού και θα μας ανυψώσει στον κατάλληλο καιρό, για να καταλάβουμε τις οδούς του, με τις οποίες μας οδηγεί σ’ αυτόν τον σκοπό.
Πρέπει με πολλή ταπείνωση και χωρίς τον παραμικρό γογγυσμό να δεχόμαστε όλες τις δοκιμασίες και τις θλίψεις που μας στέλνονται από τον Θεό, έχοντας την ταπεινή πεποίθηση ότι μ’ αυτά ο Θεός μάς κατευθύνει και όχι ότι ξεσπά επάνω μας την οργή του. 
Διότι ο ίδιος διά του στόματος του προφήτη Ησαΐα είπε: «Δεν είμαι πια μ’ αυτό οργισμένος» (Ησ. 27:4). 

Ενώ εμείς συνήθως νομίζουμε ότι ο Κύριος είναι οργισμένος μαζί μας και γι’ αυτό μας στέλνει τις θλίψεις. Όχι. Πάντοτε να θυμάστε ότι στον Θεό δεν υπάρχει οργή
«Ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄ Ιω. 4:8). Και η τέλεια αγάπη είναι ξένη προς την οποιαδήποτε αδικία.

Αλλά πολλές φορές, όταν ο Θεός μάς δίνει ένα σοβαρό χτύπημα διά του οποίου μας ταπεινώνει για να μας υψώσει αργότερα, εμείς γογγύζουμε κατά του Θεού. Καταλαβαίνετε όμως πόσο βαριά αμαρτία είναι ο γογγυσμός κατά του Θεού; 
Όταν γογγύζουμε κατά του Θεού, αυτό σημαίνει ότι τον θεωρούμε άδικο, θεωρούμε ότι Αυτός δεν μας φέρεται σωστά και θα έπρεπε να μας φερθεί κατά έναν διαφορετικό τρόπο. Όμως δεν είναι βαριά αμαρτία να κατηγορούμε τον Θεό για αδικία και να τον συκοφαντούμε;

Βλέπετε, λοιπόν, πόσο βαριά αμαρτία είναι ο γογγυσμός κατά του Θεού. Γι’ αυτό «εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε» (Α’ Πετρ. 1:17). Πρέπει να προσέχουμε πολύ τα λάθη και τα εμπόδια στην πορεία μας προς την Βασιλεία των Ουρανών. 
Αλλά περισσότερο απ’ όλα τα άλλα πρέπει να φοβόμαστε να μην παραβαίνουμε τη μεγάλη εντολή του Χριστού: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» (Μτ. 7:1). 
Και γογγυσμός κατά του Θεού δεν είναι μόνο κρίση του Θεού αλλά και κατάκρισή Του.
Ας αφήσουμε την κρίση αυτή σ’ εκείνους τους δυστυχείς ανθρώπους που εκούσια καταστρέφουν τον εαυτό τους. Τους οποίους ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός δεν τους διορθώνει ούτε τους τιμωρεί επειδή είναι αδιόρθωτοι και αθεράπευτοι. 
Εμείς μόνο να ζητάμε την βοήθειά Του για το δρόμο της σωτηρίας μας, να Τον δοξολογούμε και να Τον τιμούμε μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το Άγιο Πνεύμα. Αμήν.

(Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου», τ. 4, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 6.)

koinoniaorthodoxias.org

Ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεό

Ὁ Θεὸς εἶναι φῶς, καὶ δίνει τὴ λαμπρότητά Του σ΄ ἐκείνους πού καθαρίζουν τὴ σβησμένη λαμπάδα τῆς ψυχῆς τους κι’ ἑνώνονται μὲ τὸ «Θεῖον πῦρ».
Θαῦμα παράδοξο! Ὁ ἄνθρωπος νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό ὄχι μόνο πνευματικά, ἀλλά καὶ σωματικά. Ἄνθρωπος καὶ Θεὸς νὰ γίνονται ἕνα, ὅπως ἕνα εἶναι καὶ τὸ ζωντανὸ ἀνθρώπινο σῶμα μὲ τὴν ψυχή. 
Μὲ τὴν ἕνωση αὐτή ὁ ἄνθρωπος γίνεται «κατὰ χάριν Θεός», ὅπως λέει ὁ ψαλμωδὸς Δαβίδ: «Ἐγώ εἶπα, θεοὶ ἐστε καὶ υἱοί Ὑψίστου πάντες».
Ὁ Χριστὸς βεβαίωσε: «Ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν. Ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὸν καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι. Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν».
Πῶς ὅμως μένουμε ἐμεῖς στὸν Χριστὸ κι’ Αὐτός σέ μᾶς;

Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴν ἔδωσε ὁ Ἴδιος, ὅταν, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος Του, προσευχήθηκε στὸν Πατέρα: «Σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοί ἐν ἡμῖν ὦσιν…κἀγώ τὴν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἓν ἐσμέν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν…».
Ἀλλά καί στούς μαθητές Του μέ σαφήνεια εἶπε: «Πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγώ ἐν τῷ πατρί καί ὁ πατήρ ἐν ἐμοί … ἐγώ ἐν τῷ πατρί μου καί ὑμεῖς ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν ὑμῖν».
Ἐναργέστατα εἶναι τὰ θεϊκὰ κι’ ἀλάθητα λόγια τοῦ Κυρίου.
Ὅπως ὁ Πατέρας εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Υἱό Του, ἔτσι κι’ ἐμεῖς εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὸν Θεό. Καὶ ὅπως ὁ Πατέρας μένει «κατὰ φύσιν ἐν τῷ Υἱῷ», ἔτσι καὶ ὅσοι πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀναγεννήθηκαν «διὰ Πνεύματος Ἁγίου», μένουν «κατὰ χάριν ἐν τῷ Θεῷ» καὶ ὁ Θεὸς μένει σ’ αὐτούς ὡς «κατὰ χάριν υἱούς» Του.
Τί θαυμαστή, θεανθρώπινη ἕνωση!

Ἡ ἕνωση ὅμως Πατέρα καὶ Υἱοῦ δὲν εἶναι παρὰ ἕνωση ἄπειρης καὶ ἄφατης ἀγάπης. 
Καὶ ἡ ἀγαπη τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα φανερώνεται μὲ τὴν «ἐν ἄκρᾳ ταπεινώσῃ» ἄρνηση τοῦ θελήματός Του καὶ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ πατρός.
Αὐτό ἀκριβῶς χαρακτηρίζει πρωταρχικὰ τὴν Θεία Ἕνωση.
Αὐτό ὅμως πρέπει νὰ χαρακτηρίζει καὶ τὴ δική μας ἀγαπητική ἕνωση μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ εἶναι γνήσια: ἡ ταπεινή ἐκπλήρωση τοῦ ἁγίου θελήματός Του, δηλαδή ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Τό εἶπε ὁ ἴδιος: «Ἐάν ἀγαπᾶτε με, τά ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε… 
Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστὶν ὁ ἀγαπῶν με… Ἐάν τις ἀγαπᾶ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσῃ αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσωμεν».
Ὁ Θεός ἔρχεται καί «ποιεῖ μονήν παρ’ ἡμῖν», -μέ ἄλλα λόγια: ἑνώνεται μαζί μας- μόνον ἄν Τόν ἀγαπᾶμε ἔμπρακτα, τηρώντας τό νόμο Του. Τότε ζοῦμε τήν παρουσία Του μέσα μας. Τότε πραγματοποιεῖται ὁ λόγος Του: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι». Τότε προγευόμαστε τή μυστική καί ἀπερίγραπτη γλυκύτητα τῆς βασιλείας Του, τήν ἄρρητη ἀπό τό φθαρτό σῶμα. Γιατί, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἴδιος, «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι ‘Κύριε, Κύριε’ εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς».
Μέ ὅλα ὅσα εἴπαμε ὡς τώρα, δείξαμε τόν ἕνα τρόπο ἑνώσεώς μας μέ τόν Θεό: τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλος, παράλληλος, πού συμπληρώνει καί ἐνισχύει τόν πρῶτο. Αὐτός εἶναι ἡ συχνή συμμετοχή μας στό μυστικό δεῖπνο Του, ἡ μετάληψη τῶν ἀχράντων μυστηρίων Του.
Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός πάλι εἶπε: «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα, ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ… Ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσει εἰς τόν αἰώνα… Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον, κἀγώ ἀναστήσω αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρα».
Γιά νά εἴμαστε λοιπόν ἑνωμένοι μέ τόν Κύριο καί νά ἔχουμε ζωή αἰώνια, πρέπει νά κοινωνοῦμε συχνά τό Σῶμα καί τό Αἷμα Ἐκείνου, πού εἶναι ἡ Πηγή τῆς ζωῆς. Ἀλλιῶς, ὄχι μόνον εἴμαστε χωρισμένοι ἀπ’ Αὐτόν, ἀλλά καί νεκροί: «Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε Αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς».
Ἄς προσέξουμε ὅμως, νά μήν κοινωνοῦμε χωρίς βαθειά μετάνοια, συντριβή καρδιᾶς, καθαρή ζωή καί πνευματική προετοιμασία, γιατί τότε ἡ Θεία Κοινωνία ὄχι μόνο δέν συντελεῖ στήν ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό, ἀλλά, ἀντίθετα, μᾶς καταδικάζει καί μᾶς κατακαίει. 
«Ὁ γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως», λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «κρίμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει». Γι’ αὐτό«δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν, καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω».
Ἂς φυλάξουμε λοιπὸν μὲ προθυμία καὶ ἐπιμέλεια τὶς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, καί ἄς προσερχόμαστε μέ συναίσθηση καί ἀκατάκριτη συνείδηση στά πανάγια μυστήριά Του, γιά νά ἑνωθοῦμε μαζί Του· γιά νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνια βασιλεία Του· γιά νά μήν ὑποστοῦμε στήν παρούσα ζωή ὅ,τι λέει ὁ Τίμιος Πρόδρομος: 
«Ὁ ἀπειθών τῷ Υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλ’ ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ’ αὐτόν». Γιά νά μήν ἀκούσουμε στήν ἄλλη ζωή τόν φοβερό λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἀπέλθετε ἀπ’ ἐμοῦ… Οὐκ οἷδα ὑμᾶς!…». Γιά νά δεχθοῦμε, τέλος, τήν πανευφρόσυνη πρόσκληση: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου».

Ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου
Ἐκδόσεις ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

ΟΧΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ, ΑΛΛΑ ΑΠΟΚΟΠΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ




Ἀπὸ μελέτη τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

…Ἀπό τήν ὅλη παρουσίασι τοῦ θέματος τῆς ἀποτειχίσεως καί ἀπό τήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ὁσάκις ὑφίσταται αἵρεσις εἰς τήν Ἐκκλησία, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀγωνίζονται ἀφ’ ἑνός μέν μέ ὅλες των τίς δυνάμεις νά καταστείλουν τήν αἱρετική πυρκαϊά, ἀφ’ ἑτέρου δέ διά τῆς ἀποτειχίσεως καί ἐκκλησιαστικῆς ἀποστασιοποιήσεως νά μήν συμμετέχουν εἰς αὐτήν.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἀποτείχισις τῶν Ὀρθοδόξων δέν ἐσήμαινε ἀδιαφορία διά τήν αἵρεσι, οὔτε αὐτάρκεια, ἔστω καί ἄν ἐκαλύπτοντο στοιχειωδῶς ἀπό πλευρᾶς μυστηρίων, ἤ εἶχαν κάποια ἐλευθερία καί κατά περιόδους δέν ὑφίσταντο διωγμούς.
Ἡ καταστολή τῆς αἱρέσεως ἐπίσης καί ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπ’ αὐτῆς δέν ἐσήμαινε ὅτι ὅλοι ὁπωσδήποτε οἱ αἱρετικοί θά μεταστραφοῦν εἰς τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά ὅτι ἡ αἵρεσις θά καταδικασθῆ συνοδικῶς καί τίς θέσεις τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων θά τίς κατέχουν
πλέον οἱ Ὀρθόδοξοι, εἴτε διά τῆς συνοδικῆς καταδίκης των καί ἀντικαταστάσεώς των, εἴτε διά τῆς μετανοίας καί συνοδικῆς ἀποκαταστάσεώς των εἰς τόν θρόνο, τόν ὁποῖο λόγῳ τῆς αἱρέσεως παρανόμως κατεῖχον.
Οἱ περιπτώσεις τῆς τελείας ἀποκοπῆς κάποιων ἀπό το σῶμα τῆς Ἐκκλησίας λόγῳ αἱρέσεως, ὅπως τῶν Παπικῶν καί Μονοφυσιτῶν καί τῆς μή ἀποκαταστάσεως εἰς τούς τόπους των τῆς Ὀρθοδοξίας, συνέβη εἴτε λόγῳ τῆς κοσμικῆς δυνάμεως τήν ὁποία κατεῖχον καί μέ τήν ὁποία συνοδοιπόρουν (Παπικοί), εἴτε ἐξ αἰτίας τῆς ἀπομακρυσμένης θέσεώς των καί τῆς κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀπομονώσεώς των και τῆς δημιουργίας εἰς τούς τόπους των ἰδίων κρατῶν.
Δέν ἔχομε ὅμως εἰς τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία παράδειγμα κατά τό ὁποῖο εἰς τόν καιρό τῆς αἱρέσεως νά ὑπάρχουν εἰς ἕνα καί τόν αὐτόν τόπο καί νά λειτουργοῦν παράλληλα δύο Σύνοδοι, τῶν Ὀρθοδόξων δηλαδή καί τῶν αἱρετικῶν, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποτειχίστηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς καί ἐτοποθέτησαν σέ ἄλλες παράλληλες θέσεις Ἐπισκόπους, χωρίς φυσικά νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί συνοδικῶς νά τοποθετηθοῦν αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι.
Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως δέν σημαίνει ὅτι φεύγω ἀπό ἐκεῖ πού ὑπάρχει αἵρεσις καί δημιουργῶ ἕνα ἄλλο ἐκκλησιαστικό σύστημα, ἀνεξάρτητο καί αὐτόνομο ἤ, ἄν αὐτό ἔχει δημιουργηθῆ, ἐντειχίζομαι εἰς αὐτό, ἀλλά ὅτι ἀποκόπτομαι ἀπό τήν αἵρεσι διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας και ἀγωνίζομαι διά τήν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως.
Στίς ἡμέρες μας ἀντιθέτως πρός αὐτήν τήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας παρατηρεῖται τό ἑξῆς γεγονός. Ἀφ’ ἑνός μέν οἱ ἀποτειχισθέντες λόγῳ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου ἐδημιούργησαν αὐθαιρέτως καί ὑπερορίως Συνόδους, εἰς τρόπον ὥστε νά ὑφίστανται οἱ Ἐκκλησίες των καί νά λειτουργοῦν ὅπως κατά τόν καιρό τῆς εἰρήνης, κατατμημένες ὅμως καί ἀλληλοπολεμούμενες, ἀφ’ ἑτέρου δέ οἱ ἀνησυχοῦντες καί ἀντιδρῶντες διά τά θέματα τῆς πίστεως νά συνοδοιποροῦν καί νά συναγελάζωνται μετά τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐν πλήρει ἐκκλησιαστικῇ κοινωνίᾳ, ἔχοντες τρόπον τινά ὡς μόνο μέσο ἀντιδράσεως τόν προφορικό καί γραπτό λόγο.
Ὑπάρχει ἐπίσης καί μία ἀσυμφωνία, ὄχι μόνο ὡς πρός τό νά ἀκολουθήσουν τήν ἤδη ὑπάρχουσα Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας ἐν καιρῷ αἱρέσεως, ἀλλά καί ὡς πρός τήν μεταξύ των συνοχή καί ὁμόνοια και τήν ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπισι τοῦ προβλήματος. Ἡ συμφωνία καί ὁμόνοια φαίνεται ἀδύνατος, ὄχι μόνο μεταξύ τῶν ἀκολουθούντων τό παλαιό ἡμερολόγιο καί τῶν ἀνθισταμένων ἀντιοικουμενιστῶν τοῦ νέου ἡμερολογίου, ἀλλά και μεταξύ αὐτῶν τούτων τῶν ἀντιμαχομένων παρατάξεων τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου. Δεδομένου δέ καί τοῦ ὅτι, οἱ ἀκολουθοῦντες τήν αἵρεσι Οἰκουμενιστές, ἔχουν πλήρη ἑνότητα καί σύμπνοια μεταξύ των, οἱ δέ ἀρχηγοί των μέ τη σειρά των ὑποτάσσονται στίς ἐξουσίες καί τούς κοσμικούς ἀρχηγούς τῆς Ν. Ἐποχῆς καί προσέτι ἔχουν τήν πολιτική προστασία καί δύναμι, φαίνεται ἀπό ἀνθρωπίνης πλευρᾶς ἀδύνατος ἡ ἐπαναφορά εἰς τήν Ὀρθοδοξία.
Ἴσως αὐτό νά ἀποδεικνύη ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν ἐσχάτων καιρῶν καί ὅτι αὐτή ἡ αἵρεσις δέν θα καταδικασθῆ συνοδικῶς, ἀλλά ἀπεναντίας θά ἐπεκτείνεται, διότι αὐτή ἡ αἵρεσις δέν ἔχει, ὅπως οἱ παλαιότερες, μόνο θεολογικές διαστάσεις καί ἐπιπτώσεις εἰς τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί πολιτικές, ἐφ’ ὅσον συμπλέει ἄριστα μέ τήν παγκόσμια τάξι πραγμάτων καί προετοιμάζει τούς ἀνθρώπους διά τή Ν. Ἐποχή καί τήν ἔλευσι τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἴσως νά μήν ὑπάρχη μεγαλύτερο κακό εἰς τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν διαιώνισι τῆς αἱρέσεως. Διότι ἔτσι ἀλλοιώνεται τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων καί τελικῶς παρουσιάζεται ἡ αἵρεσις ὡς Ὀρθοδοξία. Αὐτό σημαίνει ὅτι διά νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ χρειάζεται να ἀλλάξωμε δύο πράγματα: α. τήν προαίρεσί μας καί β. την θεολογία μας. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μόνο θά ταυτισθοῦμε καί θά κατανοήσωμε ἐμπειρικά τούς ἁγίους καί ὁμολογητές τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖοι ἐθυσίασαν τήν ζωή των χάριν τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Θά κατανοήσωμε δηλαδή γιά ποιόν λόγο π.χ. ὁ ἅγ. Γεώργιος καί ὁ ἅγ. Δημήτριος θυσιάσθηκαν, και δέν «τά βρῆκαν» κατά τό κοινῶς λεγόμενο μέ τούς εἰδωλολάτρες, βάζοντας λίγο νερό στό κρασί τους· γιά ποιόν λόγο ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος καί ὁ ἅγ. Μάξιμος ἐξορίσθηκαν και δέν συμβιβάστηκαν καί αὐτοί, ὅπως ἐμεῖς σήμερα, μέ τους αἱρετικούς· γιά ποιόν λόγο ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐξορίσθηκαν γιά τόν ἀγρό τῆς χήρας καί τόν παράνομο γάμο τοῦ αὐτοκράτορος, ἀντιστοίχως, καί «δέν τά πῆγαν καλά» μέ τήν πολιτική ἐξουσία· γιά ποιόν λόγο οἱ ἐπί Βέκκου ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες ἀποτειχίσθηκαν ἀπό τόν λατινόφρονα Πατριάρχη καί θανατώθηκαν καί τόσα ἄλλα.
Ἀντιθέτως μέ τήν ἰδική μας σήμερα προαίρεσι καί θεολογία ἡ διαχρονική ζωή και διδασκαλία τῶν ἁγίων εἰς τήν ἀντιμετώπισι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως εἶναι σέ μᾶς ἀδιανόητη, καθόσον δυνάμεθα να εἴμεθα Ὀρθόδοξοι, συνοδοιπορώντας μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί ἔχοντας ἄριστες σχέσεις μέ τήν πολιτική ἐξουσία, μέ τούς μασώνους, μέ τούς παπικούς, μέ τό ΠΣΕ, χρηματοδοτούμενοι ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωσι κλπ.
Τό μαρτύριο καί ἡ ὁμολογία δι’ ἔργων καί λόγων εἶναι ταυτισμένα μέ τήν Ὀρθοδοξία εἰς τρόπον ὥστε, ἄν αὐτά ἐκλείψουν ἀπό τήν ζωή τῶν Χριστιανῶν, αὐτομάτως χάνεται καί ἡ Ὀρθοδοξία. Καί ἄν ἀκόμη δέν ὑπάρχη αἵρεσις, ἡ φύσις τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπαιτεῖ νά ὑπάρχη τό μαρτύριο καί ἡ ὁμολογία εἰς τήν προαίρεσι τῶν Ὀρθοδόξων καί νά ἐπιδεικνύεται εἰς τήν καθημερινή ζωή των μέ τήν ἄσκησι τῆς ἀρετῆς.
Τώρα ὅμως πού στίς ἡμέρες μας ἀνακαλύψαμε νέο τρόπο παραμονῆς στήν Ἐκκλησία καί νέο τρόπο διατηρήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀνώδυνο καί ἄκοπο, ἀσφαλῶς θά ἰσχύσουν και γιά μᾶς τά λόγια τοῦ Κυρίου, τά ὁποῖα σηματοδοτοῦν τά ἔσχατα χρόνια καί ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ καιροί οἱ δικοί μας ἐπαληθεύουν ὄντως τήν προφητεία: «Πλήν ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἆρα εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;» (Λουκ. 18, 8).

Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, «Ἡ διαχρονικὴ συμφωνία τῶν Ἁγίων πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος…»,  (σελ. 313-316).

Ο τόπος και ο τρόπος της σωτηρίας

Σ’ ευχαριστώ, πάτερ, για όσα μου εξήγησες ως εδώ, είπε ο αδερφός. Πες μου όμως κάτι ακόμα. Πώς δηλαδή, μολονότι υπάρχουν ενάρετοι που δεν έκαναν ποτέ κακό σε κανέναν, οι άνθρωποι σκανδαλίζονται μαζί τους και βαρυγγωμούν και λένε:
«Τι κάθονται αυτοί ανάμεσά μας και μας παριστάνουν τους ευλαβείς; Ας πάνε στην έρημο ν’ αγιάσουν! Αλλά, να! Όσοι είναι κενόδοξοι και ανθρωπάρεσκοι, μένουν στον κόσμο για ν’ απολαύσουν τη δόξα των ανθρώπων».
– Δεν είναι, παιδί μου, ο τόπος που σώζει, αλλά ο τρόπος, η επιμέλεια, η προθυμία και η εγρήγορση του καθενός. Πρόσεξε, και θα σου το αποδείξω με πολλά παραδείγματα: Πρώτα-πρώτα ο Ενώχ, όπως μαρτυρεί και η Γραφή, ευαρέστησε τον Θεό, μολονότι και στον κόσμο ήταν και οικογένεια είχε και – το πιο αξιοθαύμαστο – ανάμεσα σε ασεβείς ανθρώπους ζούσε...
Θυμήσου έπειτα τον Αβραάμ. Τι φίλος του Θεού αναδείχθηκε! Και να σκεφτείς ότι κι αυτός είχε γυναίκα και τριακόσιους δεκαοκτώ συγγενείς και δούλους και κοπάδια και χρυσάφι και ασήμι πολύ. Ωστόσο, τίποτε απ’ αυτά δεν στάθηκε εμπόδιο στην ευλάβειά του και στην αγάπη του στον Θεό και, τελικά, στη σωτηρία του. Τι να πούμε όμως και για τον Λωτ; Πού κατοικούσε;
Μέσα στα σκάνδαλα του διαβόλου, ανάμεσα στους Σοδομίτες! Και μολονότι τους έβλεπε ο δίκαιος ν’ αμαρτάνουν συχνά μπροστά στα μάτια του, ποτέ δεν κατέκρινε κανένα. Γι’ αυτό τον αγάπησε ο Θεός και δεν του στέρησε τη βασιλεία Του. Για σκέψου και τον Ιώβ, που ήταν «εὐγενὴς τῶν ἀφ᾿ ἡλίου ἀνατολῶν» (Ιώβ α’ 3).
Και πλούτη είχε και δόξα ασύγκριτη και γυναίκα και παιδιά και δούλους και δούλες. Μα πέτυχε κι αυτός τη σωτηρία του, όπως οι άλλοι. Το ίδιο και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ και ο Ιωσήφ και αναρίθμητοι άλλοι, που ευαρέστησαν τον Θεό με τη ζωή τους. Ο Μωυσής πάλι, σε ποιον τόπο επικαλέστηκε τον Θεό; Εκεί, στην Ερυθρά θάλασσα. Και ο Θεός αμέσως του απάντησε: «Μωυσή, Μωυσή, τι με φωνάζεις;» Ο Δανιήλ και οι Τρεις Παίδες πού προσευχήθηκαν;
Ο ένας στον λάκκο, οι άλλοι στο καμίνι. Και ο Θεός τούς άκουσε και έστειλε τον άγγελό Του και τους έσωσε. Κοίταξε και τον Ιωνά, που εισακούστηκε μέσ’ από την κοιλιά του κήτους, και τον ληστή, που από τον σταυρό του άνοιξε με δυο μονάχα λόγια προσευχής τον παράδεισο. Αφήνω από την Παλαιά Διαθήκη τον Εζεκία, τον Μανασσή, τον Δαβίδ, τη Ραάβ και τόσους άλλους. Βλέπεις, λοιπόν, αδελφέ μου, πώς ευαρέστησαν τον Θεό όλοι αυτοί σε διάφορους τόπους, λάμποντας με ποικίλες αρετές; Α, και ο μακάριος Παύλος τι έκανε; Καθόταν στο εργαστήρι του κι έραβε σκηνές.
Ξέρεις όμως ποιος ήταν, πώς κήρυξε και τι έγραψε! Αλλά νομίζω πως είπα ήδη αρκετά. Πιστεύω να έχεις πια πεισθεί, ότι σε κάθε τόπο μπορεί να ευαρεστήσει κανείς τον Θεό. Παντού υπάρχει σωτηρία γι’ αυτόν που προσέχει. Γιατί και ο Θεός παντού είναι παρών.

Πηγή: Ένας ασκητής επίσκοπος: Όσιος Νήφων επίσκοπος Κωνσταντιανής, έκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής

Ἡ Ἀλήθεια καὶ ὁ πόλεμος γιὰ τὴν Ἀλήθεια

«Ἀγάπα τὴν ἀλήθεια, μὰ ἔχε συγκατάβαση καὶ στὴν πλάνη»
Βολταῖρος

Αὐτὴ ἡ τοποθέτηση τοῦ Βολταίρου ἀποδεικνύει τὴ χαοτικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ χριστιανικὴ δηλ. ὀρθόδοξη καὶ στὴ διανοητική, σύγχρονη, πτωτικὴ ἀναζήτηση καὶ ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθήσει νὰ κατασκευάσει καὶ νὰ θεμελιώσει διανοητικὰ τὴν ἀλήθεια, στηριζόμενος μόνο στὴ νοητική του δύναμη καὶ στὴν ἔπαρση, ὁδηγεῖται στὸ γνωστὸ λάθος τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἑπιστήμης, ποὺ ἐπιτρέπει, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια ποὺ πρεσβεύει δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπόλυτη, τὴν συμπόρευση ἀκόμα καὶ μὲ τὸ ψέμα ἢ τὴν πλάνη. 

Ἀντίθετα ὁ χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀκολουθήσει αὐτὸν τὸν δρόμο, διότι ἡ Ἀλήθεια, τὴν ὁποία πρεσβεύει, δὲν εἶναι κατασκεύασμα διανοητικῆς διεργασίας ἢ ὑπαρξιακῶν ἀναγκῶν ἀλλὰ ἀποκάλυψη Θεοῦ. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ ἀποκαλύφθηκε στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Εἶναι δῶρο τῆς εὐλογίας τοῦ Πατρός, τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Υἱοῦ καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γράφει ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «…Τὸ μυστήριον τῆς ἀληθείας δὲν ἔγκειται εἰς πράγματα, εἰς ἰδέας, εἰς σύμβολα, ἀλλὰ εἰς Πρόσωπον, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ Θεανθρώπινον Πρόσωπον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ Ἀλήθεια», Ἀλήθεια παντελεία, οὐδέποτε ἐλαττουμένη, οὐδέποτε μεταβαλλομένη, πάντοτε μία καὶ ἡ αὐτὴ ἐν τῷ τελείῳ πληρώματί της, πάντοτε μία καὶ ἡ αὐτὴ χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τούς αἰῶνας. Ἀλήθεια πάντοτε ἀπαράλλακτος, - καί εἰς τὸν χρόνον ἀπαράλλακτος· πάντοτε ἄπειρος- καὶ ἐν τῷ πεπερασμένῳ ἄπειρος· πάντοτε ἀθάνατος, καὶ ἐν τῷ θνητῷ ἀθάνατος. Πᾶσαι αἱ ἄλλαι ἀλήθειαι ἐκπηγάζουν ἐξ αὐτῆς, ὡς αἱ ἀκτῖνες ἀπὸ τὸν ἥλιον καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶναι καὶ αὐταὶ ἀθάνατοι καὶ αἰώνιοι. Ὅλαι αἱ δογματικαὶ ἀλήθειαι εἰς τὴν πραγματικότητα συνιστοῦν μὶαν καὶ μόνην ἀλήθειαν: τὸν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅλαι ὁδηγοῦν εἰς Αὐτόν…» (Ἀπὸ τὸ βιβλίο :«Γνώρισε τὸ μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας», Θεσσαλονίκη 2007). 

Ἡ Ἀλήθεια, ὁ Θεὸς δηλ. ὁ ἴδιος, ἐπειδὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῶν πάντων, ἐπειδὴ εἶναι ἀπόλυτος καὶ ἀπαράλλακτος, ἀπαιτεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ἀνάλογα τὴν ὁμολογία τῆς Ἀλήθειας καὶ τὸν πόλεμο γιὰ τὴν Ἀλήθεια, ὅταν αὐτὴ βάλλεται, χωρὶς συμβιβασμοὺς καὶ ἀνίερες συμμαχίες. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὴν Ἁλήθεια, χωρὶς τὸν Θεό, εἶναι κενός, σκλαβωμένος καὶ ἡ ζωή του ψεῦδος. Χωρὶς τὴν Ἀλήθεια καὶ τὸν ἀγώνα γι’ Αὐτὴν ἡ ζωή μας εἶναι ματαιότητα καὶ θάνατος.

Γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει σὲ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα μᾶς ἄφησε τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων, ποὺ Αὐτὸς φώτισε, ὡς μόνους ἀσφαλεῖς ὁδηγούς, γιὰ νὰ μὴν πλανηθοῦμε. Αὐτὸς ποὺ ὁμολογεῖ καὶ πολεμᾶ γιὰ τὴν Ἀλήθεια, μπορεῖ νὰ τὸ κάνει ἀσφαλῶς ὅταν, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, δὲν ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὴν τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων: 
«Ἐρῶ τοιγαροῦν, ἐμὸν μὲν οὐδέν τὰ δὲ σποράδην, θείοις τε καὶ σοφοῖς ἀνδράσι λελεγμένα, συλλήφθην ἐκθήσομαι» (ἀπὸ τὸν πρόλογο τοῦ: «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»). Δηλαδὴ δὲν ἐπιτρέπεται στὸν ἀγῶνα αὐτὸ γιὰ τὴν Μία Ἀλήθεια νὰ πρεσβεύουμε δικά μας νοητικὰ κατασκευάσματα ἢ νὰ ὑπηρετοῦμε ἀνθρώπινες σκοπιμότητες ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ εἶπαν οἱ θεῖοι καὶ σοφοὶ Πατέρες ὑπακούοντας συνεχῶς στὸν Θεὸ καὶ ὄχι σὲ ἀνθρώπους «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» (Πράξεις Ἀποστόλων 5, 29) καὶ θεωρώντας κάθε ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν πίστη ὡς προδοσία καὶ κατάργηση τῆς Ἀλήθειας «τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;» (Β Κορ. 6, 15). 

Ὁ Χριστιανὸς ποὺ πολεμάει γιὰ τὴν Ἀλήθεια, δὲν πολεμάει γιὰ νὰ γίνει ἀρεστὸς στὸν κόσμο ἢ ἀπὸ προσωπικὲς φιλοδοξίες, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει, παρὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἀρεστὸς στὸν Θεὸ ὁμολογώντας τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν δόξα Του: «οὕτω λαλοῦμεν, οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ τῷ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν. οὔτε γάρ ποτε ἐν λόγῳ κολακείας ἐγενήθημεν, καθὼς οἴδατε, οὔτε ἐν προφάσει πλεονεξίας, Θεὸς μάρτυς, οὔτε ζητοῦντες ἐξ ἀνθρώπων δόξαν, οὔτε ἀφ᾿ ὑμῶν οὔτε ἀπὸ ἄλλων» (Θεσ. Α, 2, 4-6).

Ὁ πόλεμος γιὰ τὴν ἀλήθεια δὲν σημαῖνει «...πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας...» (Ἐφ. 2, 18). Ὁ πόλεμος αὐτὸς εἶναι ἕνας πόλεμος μέχρι τέλους, σκληρός, ἀνηλεής, μὲ πτώσεις καὶ μὲ νίκες, ποὺ δὲν κερδίζεται ποτὲ χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς Αὐτὸν δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ νικήσουμε, παρόλα τὰ προτερήματά μας, ἐνῶ μὲ Αὐτὸν δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ χάσουμε, παρόλες τὶς ἀδυναμίες μας καὶ τὰ ἐλαττώματά μας. Κανεὶς Χριστιανὸς δὲν περίμενε πρώτα νὰ φθάσει σὲ ἀνώτερα πνευματικὰ ἐπίπεδα καὶ μετὰ νὰ πολεμήσει καὶ νὰ ὁμολογήσει. Δὲν εἶναι θέμα προσωπικοῦ ἐπιπέδου φωτισμοῦ, ἀλλὰ θέμα πίστης καὶ Θείας βούλησης καὶ ἐκλογῆς: 

«ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς, ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ, ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Κορ. 1, 26-29).

Στοὺς ἔσχατους χρόνους ποὺ ζοῦμε, στοὺς καιροὺς τῆς μεγαλύτερης αἵρεσης τῆς ἱστορίας, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ μόλυνση ἀπὸ τὴν αἵρεση μᾶς ἔχει ἐπηρεάσει εἴτε λίγο εἴτε πολὺ ὅλους μας. Ἴσως μᾶς φαίνονται ὅλα αὐτὰ ἀκραῖα ἢ ἀνέφικτα. Δὲν εἶναι ὅμως, διότι τὸ διακύβευμα εἶναι ἡ Μία Ἀλήθεια. Ὅλοι μας ἔχουμε τὸ δικαίωμα καὶ τὴν ὑποχρέωση σὰν Χριστιανοὶ νὰ πολεμήσουμε γιὰ τὴν Ἀλήθεια, μὲ ὅποιον τρόπο μποροῦμε. Δὲν πρέπει νὰ ἀναλογιζόμαστε ἢ νὰ πτοούμαστε ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες μας, γιατὶ ὁ Θεὸς τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου διάλεξε, ἀλλὰ νὰ στηρίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, σύμψυχοι καὶ ὁμόφρονοι. Δὲν πρέπει νὰ μένουμε στὰ λάθη, γιατὶ ἄνθρωπος χωρὶς λάθη δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ νὰ καταδικάζουμε μόνο τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, γιατὶ αὐτὴ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν πρέπει να ἐπιδιώκουμε τὸν συμβιβασμὸ τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ ἡ Ἀλήθεια εἶναι ἀσυμβίβαστη, ἀλλὰ τὸν ἀδιασάλευτο λόγο τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε ἀνθρώπινες φιλοδοξίες, ἀλλὰ τὰ λόγια τῶν Πατέρων. Δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τὸ θάρρος μας, ἂν καὶ ἀνθρώπινο, ἀπὸ ἐνδεχομένους κινδύνους, ἀπὸ διάφορα γεγονότα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποσπάσουν τὴν προσοχὴ ἢ νὰ μᾶς ἀποδυναμώσουν, ἀλλὰ νὰ τὸ ἐπανακτοῦμε γιατὶ ὁ ἀγώνας αὐτὸς εἶναι γιὰ τὴν Ἀλήθεια, εἶναι γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν δόξα του. Ἂς ἔχουμε πάντα τὸν ὑπερμαχητὴ τῆς Ἀλήθειας, τὸν Παῦλο στὴν καρδιά μας: 
«τί μπορεῖ νὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Θλίψη; ἢ στενοχώρια; ἢ διωγμός; ἢ πεῖνα; ἢ γυμνότητα; ἢ κίνδυνος; ἢ μαρτυρικὸς θάνατος; Εἶμαι βέβαιος, ὅτι οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε ἄλλες οὐράνιες δυνάμεις, οὔτε παρόντα, οὔτε μέλλοντα, οὔτε κανένα ἄλλο δημιούργημα, θὰ μπορέσει νὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ γιὰ μένα τὸ νὰ ζῶ σημαίνει ζωὴ μὲ τὸν Χριστό, καὶ τὸ νὰ πεθάνω εἶναι κέρδος».

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

Ο αντιρατσιστικός νόμος και η ΜΗ καταδίκη των οικουμενιστών



Ο αντιρατσιστικός νόμος και η ΜΗ καταδίκη των οικουμενιστών
Η αποφυγή της καταδίκης των οικουμενιστών, από ΓΟΧ [γενικώς από όλους] και από τους αποτειχμένους, μου κάνει κλίκ τον αντιρατσιστικό νόμο, όπου οι δαιμονισμένοι έχουν δικαίωμα να εγκληματούν και να βιάζουν και, και ,και, και συν τοις άλλοις όλα πληρωμένα…. Ενώ οι νομοταγείς πολίτες απαγορεύεται να υπερασπιστούν τις ζωές τους, για να μην τους πουν ρατσιστές.
Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ:
Απαγορεύεται να καταδικαστούν οι δολοφόνοι ψυχών – οικουμενιστές, για να μην χρεωθούν οι ορθόδοξοι τον τίτλο μνησίκακοι, αδιάκριτοι και αθεολόγητοι.
Ωστόσο το θηρίο καταπίνει εκατομμύρια ψυχές κάθε χρόνο, και η ευθύνη είναι όλων αυτών που σιωπούν.

+ΙΓΖ

Το Φανάρι τρέμει τις διακοπές μνημοσύνου!!! --Και οι αντι-Οικουμενιστές, με πρωτεργάτη τον Πειραιώς, του σταματούν την τρεμούλα, μνημονεύοντας τον αιρεσιάρχη!

Πανορθόδοξη ή ανορθόδοξη
η Σύνοδος της Κρήτης;
Ένα χρόνο μετά διχάζει
με απρόβλεπτες συνέπειες


Του Μάνου Χατζηγιάννη

Στην Κρήτη όπου φιλοξενήθηκε τον περασμένο Ιούνιο η -κατά τους διοργανωτές της-Πανορθόδοξη Σύνοδος έχουν μια παροιμία: Παρά να χάσεις τα πρόβατα καλιά το μαλλί. Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα με την Σύνοδο της Κρήτης, η οποία ξεκίνησε σαν σήμερα πριν από ακριβώς ένα χρόνο, κάποιοι στο Φανάρι θα πρέπει να λάβουν υπόψην τους αυτήν την κρητική παροιμία. Γιατί κινδυνεύουν να χάσουν τα πρόβατα, το ποίμνιο δηλαδή, που ολοένα και περισσότερο απογοητεύεται από την πρεμούρα των Φαναριωτών να γίνει πράξη μια Σύνοδος με κάθε τίμημα και κατόπιν με το ζόρι να περάσουν οι αποφάσεις της στους απανταχού Ορθοδόξους.
Σαν μηρυκαστικά αναμασούν τις ίδιες και τις ίδιες αερολογίες εκβιάζοντας την ενότητα της Εκκλησίας τα κάθε λογής ρασοφόρα ή μη εξαπτέρυγα του Φαναρίου αλλά όταν έρχεται η στιγμή να
απαντήσουν σε συγκεκριμένα ζητήματα, τα οποία άπτονται θεολογικής ή κανονικής ερμηνείας αδυνατούν να επιχειρηματολογήσουν έστω κατά τι και απειλούν με αφορισμούς και άλλα τέτοια φαιδρά!
Και φάνηκε αυτό ξεκάθαρα όταν η Βουλγαρική Εκκλησία έβγαλε αναλυτικότατη ανακοίνωση γιατί δεν αναγνωρίζει κείμενα της Συνόδου με εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία και οι Φαναριώτες της ζηζιούλειας θεολογίας σιώπησαν εκκωφαντικά.
Οι διαφωνίες στην Σύνοδο του Κολυμπαρίου ήταν πολλές. Ρωσία, Αντιόχεια, Βουλγαρία και Γεωργία απουσιάζαν και μαζί τους δεν εκπροσωπήθηκαν οι μισοί Ορθόδοξοι του πλανήτη, αλλά τα σοβαρά προβλήματα κρύφτηκαν κατω απο το χαλί ακόμη και με απαγόρευση δημοσιοποίησης πληροφοριών στα μέσα ενημέρωσης και παράλληλα δόθηκε η εντύπωση πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Στην Ορθοδοξία όμως δεν χωρούν μάχες “πλην Λακεδαιμονίων”. Γιατί αυτό πάει να κάνει το Φανάρι… Να δώσει την μάχη της ενότητας χωρίς σημαντικούς κρίκους στην αλυσίδα αυτής. Και συνάμα επιχειρεί να απομονώσει τους αντιδρώντες-ακόμη και αν πρόκειται για ολόκληρες αυτοκέφαλες Εκκλησίες-παρουσιάζοντας τους σαν γραφικούς και οπισθοδρομικούς.
Η σοβαρότατη αναστάτωση δεν πτόησε τους διοργανωτές. Κάποιοι στην άλλη πλευρά του Αιγαίου πόνταραν και ποντάρουν πολύ στην επικοινωνιακή πλευρά του γεγονότος. Πέραν όμως από το θεαθήναι υπάρχουν σοβαρές και ουσιώδεις ενστάσεις.
Η Βουλγαρική Εκκλησία,όπως άλλωστε έπραξαν μεμονωμένα και αρκετοί συνεπείς Μητροπολίτες από διάφορες αυτοκέφαλες Εκκλησίες, μετά την απόφασή της για απόρριψη της Συνόδου της Κρήτης κατέθεσε όπως προαναφέραμε και συγκεκριμένη επιχειρηματολογία.
Παρόλα αυτά το Φανάρι έφτασε να απειλεί “θεούς και δαίμονες” και να προσπαθεί να επιβάλει τις αποφάσεις τις Συνόδου παντί τρόπω. Ημερίδες, ομιλίες και άλλα φαιδρά…

Η προσπάθεια αυτή φάνηκε και στην πρόσφατη επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Αθήνα όταν απροκάλυπτα ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο σαν να ήταν… υπάλληλός του να προωθησει τις αποφάσεις της Συνόδου στους Έλληνες Ορθόδοξους.

Ποιους δεσμεύουν οι αποφάσεις;

Και πως είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή η άποψη του συμβούλου του Οικουμενικού Πατριάρχου Αρχιδιακόνου Χρυσαυγή που είπε πως οι αποφάσεις της Κρήτης θα δεσμεύουν και τους μη συμμετέχοντες;
Το γινάτι του Φαναρίου βγάζει μάτι και ο λαός…μονόφθαλμη ηγεσία δεν θέλει.
Ο σύμβουλος λοιπόν του Οικουμενικού Πατριάρχου Αρχιδιακόνος Ιωάννης Χρυσαυγης δήλωσε μετά την Σύνοδο πως οι αποφάσεις θα δεσμεύουν και όσους δεν συμμετάσχουν. Και η διαίρεση πλησιάζει απειλητικά.
Αν δεν το έχουν αντιληφθεί όσοι ελαφρά τη καρδία παίζουν στα ζάρια τις τύχες της Ορθοδοξίας ελλοχεύει σοβαρότατος κίνδυνος για δυσάρεστες περιπέτειες στην Ορθοδοξία από το γινάτι και τις πρωτοκαθεδρίες του ενός και του άλλου.
Ο Οικ. Πατριάρχης για να κερδίσει την παρτίδα, έβγαλε… άσσο από το φαρδομάνικό του την απόφαση της Σύναξης των Προκαθημενων του Σαμπεζύ τον Ιανουάριο του 2016 που έχει τις υπογραφές και των απόντων πλην της Αντιόχειας.
Στις αποφάσεις αυτές ανήκει και ο κανονισμός της Συνόδου. Και ο κανονισμός στο Άρθρο 13 με θέμα “Αποδοχή και υπογραφή των κειμένων” αναφέρει:“Τα ομοφώνως αποδεκτά γενόμενα κείμενα επί των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως της Συνόδου εκδίδονται εις τας τέσσαρας επισήμους γλώσσας και έχουν το αυτό κύρος:

1. μονογραφούνται υπό πάντων των Προκαθημένων των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών εις πάσας τας σελίδας αυτών και εις πάσας τας επισήμους γλώσσας της Συνόδου, υπογράφονται δε εν τέλει υπό του Προέδρου και πάντων των μελών της Συνόδου.
2. αι υπογραφείσαι συνοδικαί αποφάσεις, ως και το Μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αποστέλλονται διά Πατριαρχικών Γραμμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις τους Προκαθημένους των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, οίτινες και κοινοποιούν αυτά εις τας Εκκλησίας αυτών αντιστοίχως, έχουν δε πανορθόδοξον κύρος.”

Οι διακοπές μνημόνευσης

Ένα χρόνο μετά τη Σύνοδο του Κολυμπαρίου η Ορθοδοξία διέρχεται κρισιμότατες στιγμές. Ιερείς, μοναχοί και άλλοι έχουν διακόψει την μνημόνευση του Οικουμενικού Πατριάρχου και των Επισκόπων τους που τον στηρίζουν. Το Φανάρι τρέμει και αυτό φάνηκε από το πως χειρίστηκε την διακοπή μνημοσύνου από Κρητικούς ιερείς.
Πάντως οι Φαναριώτες θεωρούν πως οι αντιδρώντες και επιλέξαντες την λεγόμενη “αγία ανυπακοή” θα ενσωματωθούν στις τάξεις των παλαιοημερολογιτών και θα αποβληθούν μόνοι τους…
Μόνο που έχουν λογαριάσει χωρίς τον ξενοδόχο!

«Χρόνος και εορτολόγιο, ως προοίμια αιωνιότητος»

Αγ. Ιουστίνος Πόποβιτς 
«Άνθρωπος και Θεάνθρωπος»

Αναμφίβολα, τον διχασμό που επέβαλλε ο Οικουμενισμός στον Ορθόδοξο χώρο με την αλλαγή του ημερολογίου στην Ελλαδική Εκκλησία το 1924, ακολούθησαν διαδοχικές πνευματικές κατακρημνίσεις, δηλ. άμβλυνση της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και υπερτιμήσεις της ορθόδοξης ωριμότητας από τους Χριστιανούς, που ήθελαν να διαφυλάξουν την ιστορική και πνευματική ταυτότητα του εορτολογίου, καθώς και την Ορθόδοξη παράδοση (παλαιό εορτολόγιο).
Και οι δυο πλευρές βαρύνονται ιστορικά και πνευματικά. Η επίσημη Εκκλησία διότι υπάκουσε – ασπάσθηκε το πνεύμα του οικουμενισμού, ενώ η παράταξη των Ορθοδόξων (Γ.Ο.Χ.) διότι δεν συγκρότησε άμυνα με ορθόδοξη συνοχή και κανονικότητα, όπως αρμόζει στις κρίσιμες φάσεις της Εκκλησίας, στις οποίες θρησκευτικές, πολιτικές και ηθικές πιέσεις, προσανατολίζουν και ωθούν τους πιστούς (εν θερμώ) σε λάθος επιλογές.
Η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος, στο πέρασμα του χρόνου, βαθμιαία έχασε σημαντικά την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία της και υπέγραψε στην Κρήτη τη συνοδική κατοχύρωση του οικουμενισμού (αποστασία) σ’ αντίθεση με τους Ορθοδόξους (παλαιό εορτολόγιο), που αντέδρασαν στον οικουμενισμό, ενώ στη συνέχεια οργανώθηκαν «δογματικά» στην εορτολογική ακρίβεια, που δεν είναι δόγμα.

Η απολυτότητα στο «δόγμα» αυτό λειτούργησε διχαστικά, «εκ δεξιών». Να επαναλάβουμε, ότι το σάλπισμα του 1924 «Ορθοδοξία στα όπλα», για διαρκή αγώνα και επαγρύπνηση στην εισβολή του οικουμενισμού, δεν σταθεροποιήθηκε σε ορθόδοξη κανονική βάση, γι’ αυτό πολλαπλασιάστηκαν τα εκκλησιολογικά προβλήματα, που πυροδότησε ο οικουμενιστικός σπινθήρας στη διχαστική πυρίτιδα, που το πνεύμα της αποστασίας συσσωρεύει σε κάθε φάση της εκκλησιαστικής ζωής.

Ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος σε επιστολή του, γράφει σχετικά: «Μη νομίζομεν ως μηδαμινόν, το ότι ακολουθούμεν το παπικόν εορτολόγιον. Είναι παράδοσις και ως παράδοσιν οφείλομεν να την φυλάξωμεν διότι υποκείμεθα εις ανάθεμα (συνοδικό)». Πράγματι, η εορτολογική καινοτομία είναι αντικανονική και αντιπαραδοσιακή, δεν αποτελεί όμως δογματική εκτροπή. Δεν έχει θρυμματισθεί το δογματικό υπόβαθρο των Ορθοδόξων του νέου εορτολογίου.
Με την καθιέρωση του νέου εορτολογίου – ημερολογίου (1924), η Εκκλησία χτυπήθηκε σε ένα ζωτικό ενοποιητικό πυλώνα της, όχι όμως και στη δογματική ισχύ της, όπως στην «σύνοδο» της Κρήτης.
Η διαίρεση των Ορθοδόξων ευνοεί τον οικουμενισμό και αποτελεί ένα από τα δεκανίκια του. Η αγάπη όμως για την Ορθοδοξία, σχηματίζει το πραγματικό ενωτικό κονίαμα, που είναι ικανό να δημιουργήσει ενωτική ισχύ μεταξύ των Ορθοδόξων.
Υπάρχουν και στις δύο πλευρές του εορτολογίου τα πνευματικά αποθέματα, για ενωτική προσπάθεια έναντι της αιρέσεως του οικουμενισμού. Ένα ενωτικό στοιχείο είναι η χριστιανική κατανόηση του χρόνου.
Είναι αλήθεια, ότι ο χρόνος προσεγγίζεται πολυεπίπεδα. Επιστημονικά και φιλοσοφικά ο χρόνος είναι ένας φυσικός πόρος, που δεν μεταβάλλεται, δεν καταστρέφεται, δεν αντικαθίσταται, δεν παραχωρείται ούτε πουλιέται.
Είναι πανανθρώπινη η θέση – αντίληψη, ότι πρέπει να τον εκμεταλλευτούμε δημιουργικά.
Μέσα στην Εκκλησία, η λειτουργική οργάνωση του χρόνου, δίνει τις απαντήσεις – λύσεις σε προαιώνια ερωτήματα, που αφορούν τη σχέση του ανθρώπου με την χρονική πραγματικότητα και με το Θεό. Αυτή είναι και η βαθύτερη σημασία του εορτολογίου, η απαγκίστρωσή μας δηλ. από τις γήινες χοντροκομμένες βεβαιότητες, η απαλλαγή μας από τις διάφορες κοσμικές διανοητικές μας «άγκυρες» και η ένωσή μας με τον Χριστό στα όρια της Εκκλησίας.
Χριστιανικά επενδύουμε στο χρόνο, δίνοντας χρόνο… στο χρόνο, για την πνευματική μας ολοκλήρωση – τελείωση (Εφεσ. 5,16).
Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς τονίζει: «όταν από τον χρόνο αφαιρεθεί η αμαρτία και ο θάνατος, τότε ο χρόνος γίνεται ένα θαυμάσιον προοίμιον εις την θείαν αιωνιότητα, μία έξοχος εισαγωγή εις την θεανθρωπότητα» (Ιωάν. 6,47).
Στη ζωή της Εκκλησίας, τα πολυσήμαντα πνευματικά γεγονότα, προβάλλονται σε σχέση με τη χρονικότητα παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Τα δογματικά νοήματα βρίσκονται στον πυρήνα των πνευματικών γεγονότων και όχι στο εορτολόγιο που τα προβάλλει.
Η εμμονή στο «δογματικό» χαρακτήρα του εορτολογίου, έχει ανάλογο την εμμονή των Χιλιαστών, ότι ο Θεός έχει το όνομα Ιεχωβά!
Όποιος αρνείται την παρουσία και τη δύναμη της Εκκλησίας στο νέο εορτολόγιο είναι αιρετικός, έχει απώλεια του νοήματος της Ορθοδοξίας. Η μετάθεση του εορτολογίου δεν συνοδεύτηκε από μετάθεση των ορίων της πίστεως και ούτε ακυρώθηκε η σωτηρία, όπως συμβαίνει στην αίρεση. Είναι άδικο (αμαρτία), όσοι είναι στο νέο εορτολόγιο να χαρακτηρίζονται ως οικουμενιστές από Ορθοδόξους (Γ.Ο.Χ.) του παλαιού εορτολογίου.
Ας δούμε, πως διαμορφώνεται η σκέψη αυτή, αντίστροφα, σε κοινωνικό επίπεδο. 
Σήμερα ζούμε μέσα στο αστικό κοινωνικό σύστημα, που είναι το παλαιότερο κοινωνικό σύστημα στην ιστορία της ανθρωπότητας, συνυφασμένο με την ατομική ιδιοκτησία, την εμποροκρατία, τη φυσιοκρατία, τη θεοποίηση του χρήματος και του ατομικού συμφέροντος. Οι αντιχριστιανικές δομές του επηρεάζουν και καθορίζουν σε πολλά σημεία τη ζωή των Ορθοδόξων, της Εκκλησίας.
Το κοινωνικό αυτό σύστημα δεν είναι υπηρέτης του Θεού εις το αγαθόν (Ρωμ. 13, 1-6).
Εάν αναλύσουμε χριστιανικά τις φιλοσοφικές βάσεις του αστικού συστήματος, τότε αυτόματα καταρρέει ηθικά.
Όλοι οι ορθόδοξοι, χωρίς να το αντιλαμβάνονται σε βάθος, πολλές φορές βιώνουν τις αντιχριστιανικές πλευρές του συστήματος. Για παράδειγμα, το κύριο επιχείρημα – θέση των αστών είναι: «το ατομικό συμφέρον είναι το πρώτο κίνητρο της οικονομικής ζωής». «Μακάριον διδόναι μάλλον ή λαμβάνειν» (Πράξ. 20,36), υπογραμμίζει η Γραφή.
Πόσοι Ορθόδοξοι, σήμερα, δεν παρουσιάζονται με εγωιστικές, ατομικιστικές τάσεις, λόγω επηρεασμού τους από το σύστημα; Όλοι αυτοί αγαπητοί Γ.Ο.Χ. θα κριθούν ως αρνητές του Χριστού;
Ερώτημα: Όταν ένας συνειδητός Ορθόδοξος (Γ.Ο.Χ.), αντιοικουμενιστής και αντιπαπικός, με επιδόσεις στην άσκηση και στον πρακτικό Χριστιανισμό, διατηρεί κατάστημα καλλυντικών ή κρεοπωλείο ή ενδυμάτων (μοντέρνα φορέματα, γυναικεία παντελόνια) ή ζαχαροπλαστείο ή με τυροκομικά είδη, τότε αν αυτός δεν κλείνει την επιχείρησή του στις ημέρες της νηστείας πως θα κριθεί; Ως αρνητής της νηστείας ή ως ομολογητής της πίστεως, λόγω σταθερότητος στο παλαιό εορτολόγιο;
Σήμερα, τα πραγματικά δεδομένα της οικουμενιστικής αποστασίας, δημιουργούν προϋποθέσεις για ενότητα των Ορθοδόξων δυνάμεων. Ας γίνει μία αρχή. 
Και η αρχή είναι το ήμισυ του παντός…

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ

Παραδώσου...



Πίσω από τα σύννεφα υπάρχει ο ήλιος. Κάτω από την τρικυμία ο ατάραχος βυθός. 
Πίσω από τις λέξεις η σιωπή. Πίσω απο την τύχη ο Θεός, κι απ την ατυχία ένα βαθύτερο σχέδιο. Πέρα από την θλίψη η χαρά κι από το δάκρυ το γέλιο. 
Όλα αλλάζουν, όλα ρέουν, όλα πορεύονται, προς την δόξα της βασιλείας Του. 
Πάψε να αντιστέκεσαι και παραδώσου, άφησε τον Θεό να αλώσει την καρδιά σου, άσε τις άμυνες του μυαλού και ερωτεύσου Τον. Άλλωστε σε αυτή την ζωή ή θα ερωτεύεσαι και θα κάνεις «τρέλες» ή θα συμμορφώνεσαι και θα πλήττεις θανάσιμα.

Η νέα «εκκλησία» είναι εδώ! Ο ιός του Οικουμενισμού μας ταλανίζει όλους!

Άρθρο βόμβα από τον Ηγούμενο της Ι.Μ Δοχειαρίου Αγίου Όρους:
«Δεν αναπαύομαι καθόλου να βλέπω τον Πατριάρχη να προσεύχεται και να φωτογραφίζεται με τον πάπα και τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους»


"Π.Π.": Ὁ κατήφορος συνεχίζεται! Ὁ Ἡγούμενος τῆς Δοχειαρίου, ὑπερασπίζεται τοὺς διωκόμενους μοναχούς (καλῶς), ἀλλὰ αὐθαίρετα καὶ ἀσεβέστατα διαγράφει μὲ μιὰ μονοκονδυλιά τὴν Ἁγιοπατερική μας Παράδοση καὶ τοὺς βασανισμένους ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἁγίους μας, ποὺ μᾶς τὴν παρέδωσαν, τοὺς Μ. Ἀθανάσιο καὶ Βασίλειο, τοὺς ἁγίους Κύριλλο, Μάξιμο, Θεόδωρο, Γρηγόριο, Μᾶρκο, Νικόδημο…!
Ποιός ἀπ’ αὐτούς, πάτερ μου, μᾶς δίδαξε:
«Το μνημόσυνο του επισκόπου μου δεν το σταματώ, παρά μόνον αν τον δικάση Σύνοδος»;
Ποιος ἀπ’ αὐτούς, πάτερ μου, μᾶς δίδαξε ὅτι διακόπτοντας τὸ μνημόσυνο τοῦ αἱρετικοῦ «σχίζω την Εκκλησία»;
Κανείς! Ὅλοι οἱ Ἅγιοι μὲ λόγια καὶ ἔργα δίδαξαν τὸ ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ διδάσκεις ἐσύ.

Τελικὰ ἡ μόλυνση ἀπὸ τὸν ἰὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἀνυπολόγιστη!



Προτιμώ το ξεσκέπαστο τσουκάλι…
Από τα παλιά-παλιά τα χρόνια οι ανυπόγραφες επιστολές, τα ψευδεπίγραφα και τα απόκρυφα υπήρξαν μεγάλη τυράγνια για την ανθρωπότητα. Τουλάχιστον παλιά ήταν γραμμένα με το χέρι και από τον γραφικό χαρακτήρα μπορούσες να γνωρίσης και το πρόσωπο.
Τώρα, αραδιασμένα τα γράμματα στις μηχανές, που να μαντέψης τον συντάκτη; Έπειτα, τα παλιά τα χρόνια λίγοι βαστούσανε κοντυλοφόρο. Τώρα και οι κόττες αραδιάζουν γράμματα στις περγαμηνές.
Μου γράφει ένας άγνωστος: «Με τα αποτελέσματα της Μεγάλης Συνόδου διώκονται απηνώς οι αντιφρονούντες μοναχοί. Πηγαίνει ο κρατών στο κελλί του μοναχού που δεν μνημονεύει με τον χωροφύλακα.
Φύγε από το κελλί.
− Δεν φεύγω. Κοπίασα να το στήσω, στερήθηκα να το ανακαινίσω.
Και ο κρατών στον χωροφύλακα:− Βαλ᾽ του χειροπέδες».
Καθόλου δεν με αναπαύη ο τρόπος αυτός. Από εμάς που διακηρύττουμε ότι ο Χριστός μας ελευθέρωσε κι ο άνθρωπος απολαμβάνει αυτήν την εν Χριστώ ελευθερία, είναι κρίμα και μεγάλο να διώκονται απηνώς μοναχοί και οι μουσουλμάνοι να απολαμβάνουν κάθε ελευθερία και προστασία και μάλιστα υπερπροστασία από τους ταγούς και του κράτους και της Εκκλησίας.
Οι μουσουλμάνοι είναι «αδελφοί μας» και οι μοναχοί παλιόσκυλα, που πρέπει να τους σύρουμε χειροδέσμιους έξω στους δρόμους!
Αυτά έκαναν και οι κρατούντες στην Εκκλησία τα χρόνια της αλλαγής του ημερολογίου και δημιουργήθηκε το μέγα και δυσεπίλυτο πρόβλημα του παλαιοημερολογιτισμού, το οποίο θα διαιωνίζεται μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, γιατί οι επιτήδειοι, κοντά στο ημερολόγιο ανασκάλεψαν και τις κινήσεις του οικουμενισμού εκ μέρους της κρατούσας Εκκλησίας. Η κομματιασμένη αυτή «Εκκλησία» των Παλαιοημερολογιτών απορρόφησε τους ευλαβείς χριστιανούς και τους δηλητηρίασε με τα πιο σύγχρονα και παλιά φαρμάκια. Και δυστυχώς και η Πολιτεία τους ανέχεται περισσότερο από την κρατούσα Εκκλησία για λόγους ψηφοθηρίας. Σαν τους κοπρομανίτες φυτρώνουν κάθε μέρα παρατάξεις για ασήμαντες και γελοίες αιτιολογίες. Και κατήντησαν το αντάρτικο μέσα στην Ορθόδοξη Ελλαδική Εκκλησία. Το ότι τράβηξαν την ευσεβή μερίδα του λαού το έζησα τα χρόνια της διακονίας μου στην Μονή Προυσού. Οι νεοημερολογίτες προσέρχονταν στην Παναγία σαν να ήθελαν να επισκεφθούν τα ακρογιάλια και τα ορειβατικά καταφύγια. Ο παλιοημερολογίτης όμως ερχότανε σεμνά ενδεδυμένος, με το ζυμωτό πρόσφορό του και τα δώρα του στην Παναγία.
Δεν είμαι «ζηλωτής», αλλ᾽ ούτε και οικουμενιστής. Δεν αναπαύομαι καθόλου να βλέπω τον Πατριάρχη να προσεύχεται και να φωτογραφίζεται με τον πάπα και τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Και περίμενα η Σύνοδος αυτή να στηλιτεύση τον οικουμενισμό και όχι να τον εδραιώση και συνοδικώς. Από αυτούς τους διαλόγους τίποτε δεν κέρδισε η Ορθόδοξη Εκκλησία. Μάλλον σύγχυση επέφεραν στον κόσμο και άλγος στους αληθινά ευσεβείς χριστιανούς.
Ως μαθητής της Πατμιάδος Εκκλησιαστικής Σχολής, ρώτησα τον νεροκουβαλητή του πατριάρχη Αθηναγόρα, αφού μας έκανε μακρά ομιλία γι᾽ αυτήν την κίνηση, που δεν θέλω να την χαρακτηρίσω ούτε εκκλησιαστική ούτε θεολογική, περισσότερο θα την ονομάσω πολιτική,
−Και πότε, σεβασμιώτατε, βλέπετε αυτήν την ένωση των Εκκλησιών;
Και μου απαντά:
−Παιδί μου, αυτό είναι εσχατολογικό πρόβλημα (!) Άρα ούτε ο ίδιος δεν πίστευε σε αυτά που έκανε.
Το μνημόσυνο του επισκόπου μου δεν το σταματώ, παρά μόνον αν τον δικάση Σύνοδος. Δεν θέλω να σχίζω την Εκκλησία. Θεωρώ ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη αμαρτία που μπορεί να διαπράξη κανείς μέσα στην Εκκλησία. Όχι. Δεν πιστεύω σ᾽ αυτές τις κινήσεις, αλλά δεν κόβω και το μνημόσυνο. Άλλωστε, κανένας κανόνας της Εκκλησίας δεν μου επιβάλλει να το κάνω. Δεν συμφωνώ με δοξασίες όπως αυτήν ότι η εκκλησία είναι εικών της Αγίας Τριάδος, και άλλες πολλές, ων ουκ έστιν αριθμός, που δεν μαρτυρούνται και δεν κατοχυρώνονται ούτε από την Γραφή ούτε από την Παράδοση. Μένω εν τη Εκκλησία και με σκυμμένο το κεφάλι και πόνο ψυχής λέγω στην μάννα μου:
−Μάννα Εκκλησία, δεν βρίσκω ανάπαυση στα λόγια σου. Βοήθησέ με. Μη με αφήνης να τυραννιέμαι σε δρόμους στενωπούς και αδιέξοδους.
Η ορθόδοξη ομολογία είναι δύσκολη. Δεν βαστιέται όμως με εξάρσεις και εκρήξεις, αλλά με φόβο Θεού και βαθειά πίστη ότι η Εκκλησία είναι το μυστικό σώμα του Χριστού. Αυτός είναι κεφαλή και εμείς ο,τι θέση και να κρατάμε, πρώτου, δεύτερου, τρίτου, είμαστε μέλη της Εκκλησίας ισότιμα και υπεύθυνα, και συνειδητά πιστεύουμε ότι πύλαι άδου, που είναι οι αιρέσεις, δεν θα καταλύσουν την Εκκλησία. Πιστεύουμε και ομολογούμε σε κάθε σύναξη ότι είναι μία η Εκκλησία, καθολική και αγία, και άθελά μας όλοι κάνουμε τον σταυρό μας στο άκουσμα αυτής της ομολογίας, χωρίς να μας το έχη διδάξει κανένας. Σε ουδεμία άλλη «εκκλησία» πιστεύουμε, είτε κρατά ίχνη αλήθειας είτε διακυβεύει την αλήθεια.
Ο Χριστός να κρατάη την Εκκλησία του, γιατί άμα χάσουμε την πίστη στην μία Εκκλησία, την αγία, τότε όλα τα άλλα θα πάνε περίπατο. Δεν είναι η Εκκλησία μία σφαίρα που κυλά μέσα στον χρόνο και προσκολλάται πάνω της κάθε εξυπνάδα εκκοσμικεύσεως, είτε αυτή είναι θεολογική είτε ηθική, αλλά παραμένει πάντοτε καθαρή από προσμίξεις και μπαρούφες της ακαδημαϊκής θεολογίας. Εμείς δεν έχουμε ακαδημαϊκή θεολογία, έχουμεασκητική θεολογία και μαρτυρική θεολογία. Ασκήτεψε πρώτα, ομολόγησε, νήστεψε, αγρύπνησε, προσευχήσου, για να πιστέψω ότι ο λόγος σου είναι αληθινός. Τις γνώμες σου τις υπερήφανες κράτησέ τες για τον εαυτό σου και τους δικούς σου, και τα κάλπικα «νομίσματά» σου, απ᾽ όπου και να τα μοιράζης, ας είναι προς εξαφάνισή σου. Αμήν.

Γρηγόριος ο Αρχιπελαγίτης

Τι άλλο περιμένετε να δείτε, ώστε να πεισθείτε ότι η νέα "εκκλησία" -στην οποία οδηγούν οι Ποιμένες- είναι εδώ;

Η ορθόδοξη Εκκλησία της Γερμανίας
στα χέρια του οικουμενισμού!

Κατά τα άλλα φυλάνε Θερμοπύλες
Ὀρθόδοξος ἱερέας δίνει Πασχαλινά αυγά σε Προτεστάντες


Λειτουργία με το βυζαντινό τυπικό σε παπικό ναό στα πλαίσια οικουμενιστικής εκδήλωσης (τουριστική ατραξιόν δηλαδή) 


Οικουμενιστικός Εσπερινός


Οικουμενιστική λειτουργία την Πεντηκοστή


"Ενότητα στην ετερότητα" 


Μην ξεχνάμε και τους Ουνίτες


Ο χάρτινος Οικουμενισμός της φαντασίας


Όλοι συμμετέχουν, Έλληνες, Ρουμάνοι, Ρώσοι, Σέρβοι



Μία ωραία, πολύχρωμη οικογένεια




και …αρτοκλασία




Το "καλύτερο" χειρότερο για το τέλος.
Προσέξτε τον Σταυρό


Ἂς δοῦνε, ὅσοι ἔσπευσαν νὰ ὑπερασπιστοῦν τὸν Πειραιῶς Σεραφείμ

Η προσκύνηση του αναθεματισμένου 
και η "πτώση" του αναθεματήσαντος!

.... κι ἂς καταλάβουν ποιόν ὑπερασπίζονται, ποιόν δικαιολογοῦν και γιὰ ποιόν χαραμίζουν τους ἀγῶνες τους, τάχα, ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας!


Οἱ διάλογοι εἶναι ὑποθετικοί. 
Οἱ φωτογραφίες ἀπὸ τὸ ΑΜΕΝ.

http://www.amen.gr/article/eikones-apo-tis-synadiseis-tou-oikoumenikou-patriarxi-stin-athina
Πατερική Παράδοση

ΝΑ ΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

«Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ 
ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων,
ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ 
ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου
τοῦ ἐν οὐρανοῖς…» 
(Ματθ. 10, 32)
 

ΤΟΝ λόγο αὐτὸν τοῦ εὐαγγελίου θὰ προσπαθήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια νὰ ἑρμηνεύσω, ἀ­γαπητοί μου, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὑπάρχουν αὐ­τιὰ ἕτοιμα νὰ δεχθοῦν τὸν οὐράνιο σπόρο.

Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ἂν ἀγαπᾷς τὸ Χριστό, θὰ τὸν κηρύξῃς – θὰ τὸν ὁμολογή­σῃς. Καὶ ἂν τὸν ὁμολογῇς ἐσύ, θὰ σὲ ὁμολογήσῃ καὶ αὐτὸς μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα του· δι­αφορετικά, θὰ σὲ ἀρνηθῇ καὶ αὐτός.
Πότε εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Χριστός; Τὰ εἶπε στοὺς ἀποστόλους προτοῦ νὰ τοὺς στείλῃ στὸ κήρυγμα. Ἀφῆστε τὰ δίκτυα, εἶπε, καὶ πηγαίνετε παντοῦ νὰ κηρύξετε τὸ εὐαγγέλιο. Θὰ σᾶς καταδιώξουν, θὰ ὑπο­στῆτε μαρτύρια, θὰ εἶστε σὰν πρόβατα ἀνάμε­σα σὲ λύκους… 
Γιά φανταστῆτε δώδεκα ἀρ­νάκια μέσα σ᾽ ἕνα κοπάδι λύκων! Ποιός θὰ νικήσῃ; 
Καὶ ὅμως τὰ ἀρνάκια αὐτὰ ὄχι μόνο νίκη­σαν τοὺς λύκους, ἀλλὰ καὶ ἔκαναν τοὺς λύκους ἀρνιά! 
Πῶς ἔγινε αὐτό; Οἱ ἀπόστολοι δὲν εἶχαν ὅπλα. Μονα­δικὸ ὅπλο τους ἦταν ὁ λόγος. Κήρυ­ξαν καὶ ὡ­μολόγησαν τὸ Χριστὸ μπροστὰ σὲ ὅλους.
Ὁμολογία τῆς πίστεως! χρέος καὶ κα­θῆκον κάθε Χριστιανοῦ. Ὁ ἀ­πόστολος Πέτρος δείλιασε καὶ ἀρνήθηκε τὸ Χριστό. Δὲν ἔχω, λέει, καμμιά σχέσι μαζί του. 
Ἀπὸ φόβο τὸν ἀρνήθη­κε· ἀλλ᾽ ὅταν λάλησε ὁ πετεινὸς μετανόησε, ἔκλαψε, καὶ κατόπιν τὸν ὡμολογοῦσε δι­αρκῶς. Νὰ ὁμολογοῦμε λοιπὸν κ᾽ ἐμεῖς τὸ Χριστὸ ὅ­πως οἱ ἀπόστολοι. 
Μὴ κρατοῦμε τὴν πίστι μας κρυμμένη στὴν καρδιά μας. Εἶμαι Χριστιανός, λές. Πῶς ὅμως θὰ σὲ καταλάβω ὅ­­τι εἶ­σαι Χριστιανός; Ἐὰν ὁμολογῇς τὸ Χριστό.
Ποῦ νὰ τὸν ὁ­μολογοῦμε; «Ἔμπροσθεν τῶν ἀν­­­θρώπων», μπρο­στὰ στοὺς ἀνθρώπους (Ματθ. 10,32). Συγκεκριμένα σὲ τρεῖς περιπτώσεις·
Οἱ περισσότεροι σήμερα ὡς πρὸς τὴ θρησκεία εἶνε ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, δὲν πιστεύουν τίποτα. Δὲν ὑπάρχει Θεός, σοῦ λένε, καὶ νομί­ζουν πὼς ἐπειδὴ ἔμαθαν μερικὰ γράμματα ἔγιναν καὶ ἐπιστήμονες. Τί κάνεις λοιπὸν ἐσὺ ὅ­ταν τοὺς ἀ­κοῦς; Ἂν σιωπᾷς, κάνεις ἁμαρτία! 
Ἂν εἶσαι Χριστιανός, θ᾽ ἀπαντήσῃς. Μὰ δὲν εἶμαι θεολόγος δὲν εἶμαι παπᾶς, θὰ πῇς. Λάθος κάνεις. Ὅσο ἀγράμματος καὶ νά ᾽σαι, μπορεῖς νὰ πῇς πέντε λόγια.
Σ᾽ ἕνα χωριὸ ἦταν ἕνας τσοπᾶ­νος. Πῆγε ἐ­κεῖ ἕνας μεγάλος τάχα ἐπιστήμονας κ᾽ ἔ­λεγε στοὺς χωριάτες, πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός. Οἱ ἄλλοι σιωποῦσαν. Τὴν ὥρα ἐκείνη περνοῦ­σε ὁ γέρο – τσοπᾶνος καὶ τοὺς εἶδε μαζεμέ­νους. Τοῦ λένε· ―Αὐτὸς ἐδῶ, ποὺ ξέρει γράμ­ματα, μᾶς λέει πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός. Πλησιάζει ὁ τσοπᾶνος καὶ τὸν ρωτάει· ―Τί τοὺς λὲς ἐ­δῶ πέρα; ―Λέω, ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Ποιός τὸν εἶ­δε τὸ Θεό; Ὁ τσοπᾶνος δὲν τά ᾽χασε. Ἦταν Αὔγουστος, ὁ ἥλιος ἔκαιγε τὶς πέτρες. ―Ἔλα ᾽δῶ, τοῦ λέει καὶ τὸν ἀνεβάζει σ᾽ ἕνα βράχο. Γιά κοίταξε λίγο τὸν ἥλιο.
 ―Μὰ δὲ μπορῶ, θὰ τυφλωθῶ.
 ―Ἔ, τοῦ λέει ὁ τσοπᾶνος, τὸν ἥ­λιο δὲ μπορεῖς νὰ δῇς καὶ τὸ Θεὸ θέ᾽ς νὰ δῇς; Τὸν ἔκανε κ᾽ ἔφυγε ἀπὸ ᾽κεῖ. Ἔτσι ἕνας ἀ­γράμματος ἀπεστόμωσε ἕναν ἄθεο. Κ᾽ ἐσὺ λοιπὸν μιμήσου τὸν τσοπᾶνο. Μὴν κλείνεις τὸ στόμα σου, μὴν ἀφήνεις τοὺς ἀ­θέ­ους νὰ σπέρνουν ἀμφιβολία. Ὁμολόγησε τὸ Χριστό.
Σ᾽ ἕνα ἄλλο πάλι χωριὸ κάποιος μιλοῦσε στὸ καφενεῖο κι ἄρχισε νὰ λέῃ, ὅτι ὁ κόσμος – τὸ σύμπαν, ὅλα ἔγιναν μόνα τους. Τότε ἕ­νας ἀπὸ τοὺς θαμῶνες τὸν διέκοψε· Ἂν ἐσύ, τοῦ λέει, μοῦ ἀποδείξῃς ὅτι τὸ σπίτι ποὺ κάθεσαι φύτρωσε ἔτσι μόνο του, χωρὶς μηχανικοὺς καὶ τεχνῖτες, τότε κ᾽ ἐγὼ θὰ παραδεχθῶ ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε μόνος του. «Κάθε σπίτι κάποιος τὸ χτίζει, κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ ἔφτειαξε τὸ σύμπαν (τὸ μεγάλο σπίτι) εἶνε ὁ Θεός» (Ἑβρ. 3,4).
Ἔτσι νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Χριστὸ ἐμπρὸς σὲ ἀπίστους καὶ ἀθέους. Ἐκτὸς ἀπ᾽ αὐτοὺς ὅμως ὑπάρχουν καὶ οἱ αἱρετικοί. Αἱρετικοὶ λ.χ., ποὺ συχνὰ μπορεῖ νὰ συναντήσουμε, εἶνε οἱ λεγό­μενοι μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ἢ χιλιασταί. Κρατοῦν στὰ χέρια τὴ Γραφή, ἀλλὰ δὲν τὴν ἑρμηνεύουν ὅ­πως οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησί­ας. Τὴν ἑρμηνεύουν ὅπως θέλουν αὐ­τοὶ καὶ δι­­αστρεβλώνουν τὰ θεῖα νοήματα. Διδάσκουν πλανεμένα δόγματα· δὲν πιστεύουν στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, δὲν τιμοῦν τὴν Παν­αγία, δὲν κάνουν σταυρό, δὲν πιστεύουν στὰ μυστήρια, ἀθετοῦν τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πιστεύει ἡ Ἐκκλησία μας.
Καὶ τώρα, ἐκμεταλλευόμενοι τὶς νέες συνθῆκες, ἀναπτύσσουν μεγάλη δρᾶσι. Κινοῦν­ται ἐλεύθερα στὴν πατρίδα μας, ἐν ἀντιθέσει μὲ ἄλλες χῶρες. Τὶς Κυριακὲς παίρνουν αὐ­το­κί­νη­τα καὶ κάνουν ἐξορμήσεις. Προχθὲς ἦταν στὴ Φλώρινα. Ἦρθε ἕνα πούλμαν μὲ 40 ἄτομα, σκορπίστηκαν στὶς γειτονιὲς καὶ μοίραζαν φυλλάδια. Εὕρισκαν γέρους γυναῖκες μικρὰ παιδιά, καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς ἑλκύσουν. Ἀλλὰ ἡ πόλις ξεσηκώθηκε καὶ τοὺς ἔδιωξε. Ἦταν μιὰ ὁμολογία Χριστοῦ. Αὐτὸ ὅμως εἶνε τὸ εὐκολώτερο, ὄχι καὶ τὸ καλύτερο. Τὸ καλύ­τερο εἶνε, νὰ μελετᾷς καὶ νὰ γνωρίζῃς τὴν ἁγία Γραφή, καὶ νὰ πολεμᾷς τοὺς αἱρετικοὺς μὲ τὸ ὅπλο ποὺ ἐκεῖνοι μᾶς πολεμοῦν.
Ὁμολόγησε λοιπὸν τὸ Χριστὸ μπροστὰ στοὺς ἀθέους, ὁμολόγησέ τον μπροστὰ στοὺς αἱρετικούς. Ἀλλ᾽ ὑπάρχει καὶ τρίτη περίπτωσι. Κάποτε καλεῖσαι νὰ τὸν ὁμολογῇς καὶ μπροστὰ σὲ χριστι­ανούς! Μπᾶ, θὰ πῇς, τί λόγος εἶν᾽ αὐ­τός; Πρόκειται γιὰ χριστιανοὺς ἀ­συνεπεῖς, ψεύτικους. Λένε τώρα ὅτι πιστεύουν στὸ Χριστό, καὶ τὴν ἄλλη στιγμὴ τί κάνουν· ἀνοίγουν τὰ βρωμε­ρά τους στόματα καὶ βλαστη­μοῦν ἀ­κόμα καὶ τὰ θεῖα. Αὐτοὺς δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀνεχθῇς. Δι­ότι ἁμαρτάνει αὐτὸς ποὺ βλαστημάει, ἀλλὰ ἁ­μαρτάνεις κ᾽ ἐσὺ ποὺ τὸν ἀκοῦς καὶ σιωπᾷς. Ἡ σιωπή σου εἶνε ἔγκλημα. Πιστεύεις στὸ Χρι­στό; μὴν ἀφήνεις κανένα νὰ τὸν βλαστημάῃ.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει· ἂν τὸν συμβουλεύσῃς βλάστημο δυὸ – τρεῖς φο­ρὲς καὶ δὲν ἀκούσῃ, χτύπα τον· χέρι ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο θ᾽ ἁγιάσῃ. Ἂν ὅμως τὸν ἀ­κοῦς νὰ βλαστημάῃ καὶ δὲ σοῦ καίγεται καρφί, αὐτὸ εἶνε μία ἄρνησις τοῦ Χριστοῦ.
Ἀκοῦτε, σεῖς οἱ γυναῖκες, τὸν ἄντρα σας νὰ βλαστημάῃ καὶ γελᾶτε. Ἂχ ἐκεῖνο τὸ γέλιο! 
Ἂν εἶσαι Χριστιανή, ν᾽ ἀγαπᾷς τὸν ἄντρα σου. Ἀλ­λὰ ἂν ἀγαπᾷς μιὰ φορὰ τὸν ἄντρα σου, ἄ­πειρες φορὲς νὰ ἀγαπᾷς τὸ Χριστὸ καὶ νὰ πῇς· Ἄντρα, μὲ πίκρανες ἀπόψε, θὰ μείνω νηστικιά, δὲ θὰ φάω τίποτα. Ποιά γυ­ναίκα τὸ λέει αὐτό; Ἔρχονται στὴ μητρόπολι καὶ ζητοῦν διαζύγιο. ―Γιατί; ἐρωτῶ. ―Μοῦ ἔβρισε τὴ μάνα αὐ­τός. ―Τί τὴν εἶπε; ―Μιὰ αἰσχρὴ λέξι. Γι᾽ αὐτὸ δὲ θέλω νὰ τὸν βλέπω στὰ μάτια μου. ―Δὲ μοῦ λές, λέω, γιὰ τὴ μάνα σου εἶπε κακὸ λόγο· γιὰ τὸ Χριστὸ τί λέει; ―Καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημάει. ―Γιατί δὲ ζητᾷς διαζύγιο γι᾽ αὐτό; Τὸ ἕνα τὸ συγχωρεῖς, τὸ ἄλλο δὲν τὸ συγχωρεῖς…
Ἔπιασαν κάποιον στὴν Ἀθήνα ποὺ ἔγραψε τὴ νύχτα στὸν τοῖχο μιὰ κακὴ λέξι γιὰ τὸν πρω­θυπουργὸ κι ἀμέσως τὸν τιμώρησαν δυὸ χρόνια φυλακή. Ἄ, μεγάλος ὁ πρωθυπουργός, με­γάλοι ὅλοι οἱ ἄρχοντες, καὶ μικρὸς ὁ Χριστός, μικρὴ ἡ Παναγιά! 
Εἶνε κράτος αὐτό; Θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός.
Τὸ Εὐαγγέλιο λοιπὸν λέει νὰ ὁμολογῇς τὸν Κύριο μπροστὰ σὲ ἀπίστους, σὲ αἱ­ρετικούς, ἀλλὰ καὶ σὲ βλαστήμους. Ἂν καθένας μας τὸ ἔκανε αὐτό, ἀλλιῶς θὰ ἦταν τὰ πράγματα.

Λοιπόν, ἀγαπητοί μου, νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Χριστό, καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ τὸν πιστεύουμε. Νὰ τὸν ἔχουμε ὄχι μόνο στὴν καρδιὰ ἀλλὰ καὶ στὸ στόμα. Χριστὸς στὴν καρδιά, Χριστὸς στὰ χείλη. Νὰ τὸν ὁμολογοῦμε καὶ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ· τὸ πρωὶ μὲ τὸ ξύπνημα, στὴ δουλειά, στὸ τραπέζι, στὸ ταξίδι, στὸ δρόμο, παντοῦ.
Φθάσαμε δυστυχῶς στὸ κατάντημα, χριστι­ανοὶ νὰ ντρέπωνται νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους. Ἦρθε κάποιος καὶ μοῦ εἶπε· Ἔ­κανα ἁ­μαρτία· ἐνῷ στὸ σπίτι κάνω τὸ σταυρό μου, ὅταν βρέθηκα σ᾽ ἕνα μεγάλο σαλόνι καὶ κάθισα στὸ τρα­πέζι ντράπηκα… Μὴ ντρέπεσαι· σή­κω ὄρθιος, κάνε τὸ σταυρό σου, καὶ ἂς σὲ κοροϊδεύῃ ὁ κόσμος ὅλος. Αὐτὸ θὰ πῇ Χριστιανός. Ἔτσι ὡμολογοῦσαν οἱ ἅγιοι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Στὸν Πόντο καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία ὑπάρχουν οἱ λεγόμενοι κρυπτοχριστιανοί. Ἀναγκά­ζον­ται ἐκεῖ νὰ φαίνωνται σὰν Τοῦρκοι. Μὰ ἐδῶ δὲν ἔ­χουμε Τουρκιά· ἔχουμε πατρίδα ἐλεύθερη καὶ δημοκρατία. Ὁμολόγησε λοιπὸν τὴν πίστι σου, πὲς τὴ γνώμη σου, μὴν ἀφήνεις τὸν ἄπιστο, τὸν ἄθεο, τὸν αἱρετικὸ καὶ τὸ βλάστημο νὰ κυριαρ­χοῦν. 
Γι᾽ αὐτὸ σοῦ ᾽δωσε ὁ Θεὸς τὴ γλῶσσα· γιὰ νὰ τὴν κάνῃς κιθάρα, κι ὅπου σταθῇς κι ὅ­που βρεθῇς νὰ ὁμολογῇς Ἰησοῦν «Χριστὸν Θε­οῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Α΄ Κορ. 1,24)· ἀμήν.
Θέλω νὰ πιστεύω ὅτι τὰ πτωχὰ αὐτὰ λόγια δὲν ἔπεσαν στὸ δρόμο, δὲν ἔπεσαν στὰ ἀγκάθια, δὲν ἔπεσαν στὰ βράχια, ἀλλὰ ἔπεσαν σὲ ἐκλεκτὲς ψυχὲς καὶ θὰ ἀποδώσουν καρπό, πρὸς δόξαν Χριστοῦ· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Οι άγιοι Πάντες

«Ων ουκ ην άξιος ό κόσμος» (Έβρ. 11,38)

ΣΗΜΕΡΆ, αγαπητοί μου, είναι εορτή και πανήγυρης. Δεν εορτάζει ένας άγιος, ούτε δύο ούτε δώδεκα ούτε σαράντα ούτε τριακόσιοι δεκαοκτώ άγιοι σήμερα εορτάζουν πολλοί - αναρίθμητοι, όλοι οι άγιοι. είναι ή εορτή των αγίων Πάντων. Ποιοι είναι αυτοί; είναι εκείνοι πού γράφουν τα χαρτιά, τα συναξάρια, τα μηναία άλλα είναι και άλλοι, πού τα ονόματα τους τα γνωρίζει μόνο ό Θεός, άγιοι ανώνυμοι. είναι άγιοι απ' όλα τα έθνη, απ' όλες τις γλώσσες και τις φυλές, απ' όλες τις εποχές, απ' όλα τα επαγγέλματα, απ' όλες τις ηλικίες. Είναι νήπια όπως εκείνα πού έσφαξε ό Ηρώδης, μικρά παιδιά όπως ό άγιος Κήρυκος, γέροντες με άσπρα μαλλιά, γυναίκες, άντρες, ένας κόσμος ολόκληρος. Αν μπορείς να μέτρησης τα άστρα, τότε θα μπόρεσης να μέτρησης και τους αγίους Πάντας.

Σχηματίζουν σήμερα τρόπον τινά μία παρέλαση, εμπρός στην οποία οι παρελάσεις των εθνικών μας εορτών σβήνουν. Παρελαύνουν όλοι οι άγιοι μπροστά στον βασιλέα Χριστό. Πρώτη περνά ή ύπεραγία Θεοτόκος, μετά έρχονται οι άγγελοι και αρχάγγελοι, μετά οι πατριάρχαι, μετά οι προφήται, μετά οι απόστολοι, μετά οι μάρτυρες, μετά οι όσιοι, μετά οι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, μετά οι όμολογηταί, όλος ό στρατός του Κυρίου. Και μπροστά απ' όλη την παράταξη σελαγίζει ή σημαία, ό τίμιος σταυρός. Όλοι αυτοί γονατίζουν μπροστά στο Χριστό και λένε με σεβασμό και ευλάβεια Χαίρε, ό Βασιλεύς ημών!

Στην εποχή μας ή άγιότης περιφρονείται. Άλλα μήπως κι όταν ζούσαν στη γη οί άγιοι γνώρισαν τιμή; Κάθε άλλο. Και τότε ό κόσμος άλλους θαύμαζε ζήλευε αυτούς πού διασκέδαζαν, οργίαζαν, κολυμπούσαν στο χρήμα, κατοικούσαν στα μέγαρα ενώ οι άγιοι έμεναν μακριά απ' όλα αυτά. Δέ' μπορούσαν να ζήσουν μέσα σε πολιτείες. Αναγκάζονταν να φεύγουν, να βγαίνουν έξω, να ζουν στα βουνά, να φορούν γιδοτόμαρα, να κρύβονται σε σπηλιές, για ν' αποφύγουν συμβιβασμούς και να κρατήσουν την πίστη και την καθαρότητα τους. Γι' αυτούς τους αγίους λέει σήμερα ό απόστολος• «Ων ουκ ην άξιος ό κόσμος» (Έ6ρ. 11,38). Τι θα πει αυτό; "Ας το κάνουμε λιανά.

Φαντασθείτε με το νου σας μια θεόρατη ζυγαριά. Στο ένα μέρος της βάλτε όλα τα πλούτη, όλο το χρυσάφι, όλο το ασήμι, όλα τα διαμάντια, όλα τα τιμαλφή της γης. Βάλτε ακόμη όλο τον ορυκτό πλούτο πού υπάρχει στο υπέδαφος. Ανοίξτε και τις τράπεζες και φέρτε όλο το χρήμα. Τέλος βάλτε πάνω και τα διάσημα των αξιωμάτων, κορώνες, σπαθιά, παράσημα, διπλώματα, βραβεία και επαίνους, ό,τι εκλεκτό και πολύτιμο έχε ιό κόσμος. Και στο άλλο μέρος της ζυγαριάς βάλτε - Τι; Ένα μάρτυρα, έναν ασκητή. Ή ζυγαριά δεν θα γείρει προς τα πλούτη θα γείρει προς το μέρος του αγίου! Τόση αξία έχει ή άγιότης.

Υπερβολικά θεωρούνται αυτά; 'Αλλ' αυτό ακριβώς λέει σήμερα ό απόστολος• ότι ό κόσμος δεν ήταν άξιος να έχη στις τάξεις του τέτοια διαμάντια, τέτοια αναστήματα• «ων ουκ ην άξιος ό κόσμος». Δεν είναι αυτό υπερβολή. Θα μπορούσα ν' αναφέρω πολλά παραδείγματα για να σας δείξω, ότι ένας άγιος αξίζει παραπάνω απ' όλο το ντουνιά. Αναφέρω ένα μόνο, για να δείτε πόσο αξίζει ένας άγιος.

Οχτακόσα χρόνια προτού να 'ρθη ό Χριστός στον κόσμο ζούσε ένας βασιλιάς άδικος. Είχε δε δίπλα του και μια βασίλισσα πού ήταν εκατό φορές πιο άδικη απ' αυτόν. Ζούσαν στα παλάτια ζωή τρυφηλή. Το δε χειρότερο ήταν, ότι παρέσυραν τον περιούσιο λαό του Θεού στην ειδωλολατρία και τη διαφθορά. Ό Θεός οργίστηκε και έξαφνα διατάζει, να σταματήσει ό ουρανός να βρέχει. Και σταμάτησε πράγματι επί τρεισήμισι χρόνια! Ξεράθηκαν τα πάντα. Τα πηγάδια και οί βρύσες στέρεψαν. Τα ζώα δέ' μπορούσαν πια να ζήσουν. Οί άνθρωποι πήγαιναν μέσα στις σπηλιές και κολλούσαν τη γλώσσα τους στα βράχια σαν το σκύλο, για να βρουν λίγη υγρασία. Είχε ανοίξει πια ή γη, είχε γίνει σκληρή σαν το κεραμίδι. Κινδύνευαν να πεθάνουν όλοι, να μη μείνει ούτε ένας. Τότε ποιος τούς έσωσε; Για διαβάστε. Τους έσωσε ό βασιλιάς; οί πλούσιοι; οί μεγάλοι; οί γραμματισμένοι; Κανείς απ' αυτούς. Τους έσωσε ένας πού δεν είχε σπίτι, δεν είχε χρήματα, δεν είχε ρούχα πολυτελείας. Φορούσε μια κάπα και μ' ένα ραβδί γύριζε ξυπόλητος βουνά - λαγκάδια, από ριζοβούνι σε ριζοβούνι κι από σπηλιά σε σπηλιά, και τον έτρεφαν τα κοράκια του ουρανού. Ποιος ειν' αυτός; Θα τον γιορτάσουμε στις 20 Ιουλίου• Είναι ό προφήτης Ηλίας - να 'χουμε την ευχή του. Αυτός γονάτισε και προσευχήθηκε...

Αν πούμε κ' εμείς πώς προσευχόμεθα, θα πούμε ψέματα. Συγχωρήστε με, μα ούτε σεις ό λαός ούτε εμείς οί παπάδες (βάζω και τον εαυτό μου) πού λειτουργούμε προσευχόμεθα. Πριν 100 - 200 χρόνια στο Μοριά, στη Θεσσαλία, στην Κρήτη, στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη Μικρά Ασία, από την ώρα πού έμπαιναν στην εκκλησία τα μάτια τους ήταν βουρκωμένα και τα δάκρυα πέφτανε κάτω στα πλακάκια κορόμηλο. 
Πού τώρα αυτά! Είμεθα θεομπαίκται. Θα μας τις κλείσει ό Θεός τις εκκλησίες• θα γίνουν αχούρια, κινηματογράφοι, θέατρα. Ποιος μπαίνει μέσα με φόβο Θεού;...

Έκανε, λοιπόν, ό Ηλίας την προσευχή του. Όχι πολλή ώρα. Άλλα μόλις ύψωσε τα χέρια, λες κ' ήτανε μαγνήτης, τράβηξε τα σύννεφα• γέμισε ό ουρανός, έβρεξε, και δροσίστηκε ή γη. 
Να λοιπόν ένας απόκοσμος ερημίτης έσωσε τον κόσμο, ολόκληρο βασίλειο. Αυτός είχε την αξία, όχι ό κόσμος. «Ων ουκ ην άξιος ό κόσμος»! Τέτοιο διαμάντι ήταν στην εποχή του, αλλά ποιος τον υπολόγιζε; Τον κυνηγούσαν, και αυτός ό κυνηγημένος ήρθε ώρα πού τους έσωσε. Να Τι αξίζει ένας άγιος.

Θα πείτε Αυτά «τω καιρώ εκείνο», σήμερα; Δεν έπαυσε, αδέρφια μου, ή Εκκλησία να γεννά αγίους εδώ στη γη. Όπως το χώμα βγάζει τριαντάφυλλα, έτσι και αύτη ή γη, και ή δική μας χώρα, δέ' θα παύση μέσ' στα αγκάθια τα πολλά να γεννά και κρίνα και τριαντάφυλλα Υπάρχουν και σήμερα άγιοι. Τα ονόματα τους δεν τα γράφουν οί εφημερίδες ούτε ακούγονται από τα ραδιόφωνα. Αυτοί Είναι άγνωστοι. Να σας δείξω μερικούς; Ένα κορίτσι πού ό πατέρας του πέθανε και το σπίτι έμεινε ορφανό και, ενώ άλλες πουλάνε την τιμή της και ζουν μπέικα μέσ' στον παλιόκοσμο, αυτή εργάζεται τίμια και βγάζει το ψωμί του σπιτιού, μια τέτοια κοπέλα, άγνωστη στον κόσμο, αξίζει χίλιες φορές περισσότερο από τις άλλες. Και μια νοσοκόμος πόσο αξίζει! Σε λίγο, σας το λέω, τα νοσοκομεία δεν θα 'χουν νοσοκόμες. Γιατί μια κοπέλα να πάει να γίνη νοσοκόμος; Κορόιδο Είναι, να υπηρέτη όλη νύχτα και ν' αμείβεται ελάχιστα, την ώρα πού ή άλλη πουλάει το κορμί της και μαζεύει τόσα όσα δέ' μαζεύει αυτή όλο το χρόνο: Και μια πολύτεκνη μάνα, πού βαδίζει με το νόμο του Θεού και φροντίζει τον άντρα και τα παιδιά της, αξίζει παραπάνω από όλες τις άλλες πού κρατούν στην αγκαλιά τους όχι παιδιά αλλά σκυλιά. Κ' ένας εργάτης, πού δουλεύει τίμια κι ό ίδρωτας τρέχει από το μέτωπο του, αξίζει παραπάνω από εφοπλιστές και βιομηχάνους. 
Κ' ένας αγρότης πού δουλεύει τη γη κι όταν κτυπάει ή καμπάνα κάνει το σταυρό του, Είναι ανώτερος απ' όλους τους ασεβείς κυβερνήτες των λαών.

Αυτά διδάσκει το Ευαγγέλιο και αυτά τα κριτήρια πρέπει να 'χουμε, αδέρφια μου. Δέ' σας λέω περισσότερα, τούτο μόνο μην εκτιμάτε χρήμα, πλούτη, ηδονές. Να εκτιμάτε πίστη και αγιότητα. Ξεχάσαμε τα λόγια των προγόνων μας. Έλεγε ό Πλάτων «Πάς ό τ' επί γης και υπό γης χρυσός αρετής ουκ αντάξιος» (Νομ. 5.728Α), ότι όλο το χρυσάφι της γης δεν μπορεί ν' αντιστάθμιση την αξία της αρετής. Βγάζω δίσκο σήμερα, δίσκο αγγέλων, τον περιφέρω και ζητώ• δώστε μου, Χριστιανοί, ένα δάκρυ μετανοίας, δώστε μου ένα δράμι πίστεως, δώστε μου ένα γραμμάριο αγιότητας, και σας χαρίζω όλο τον κόσμο. Όσο αξίζουν αυτά, δεν αξίζει όλος ό πλούτος της γης.

Αδέρφια μου, μη μας θαμπώσουν τα εγκόσμια. Να ζήσουμε με το Χριστό. Μακάριοι - ευτυχείς αυτοί πού πιστεύουν στο Χριστό, αυτοί πού ζουν κατά Χριστόν, αυτοί πού ενώνονται με το Χριστό. Αυτοί μια μέρα, μαζί με τους μάρτυρας, τους οσίους, τους αγγέλους, μαζί με τους αγίους Πάντας, θα ψάλλουν και θα λένε• «Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ό ουρανός και ή γη της δόξης σου» (Ήσ. 6,3 και θ. Λευίτ.).

Επίσκοπος Αυγουστίνος