.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Χειρότερη η εποχή μας από την εποχή του Αρείου...

«Όποιος φυλάττει τις Εντολές, ευρίσκει μέσα τους τον Θεό»

Οι εντολές του Θεού είναι ανώτερες από όλους τους θησαυρούς του κόσμου


Σταχυολογούμε κάποιες από τις σκέψεις του Αββά Ισαάκ του Σύρου, που καλό θα είναι να μας προβληματίσουν όλους και να γίνουν αιτία να δούμε πιο πνευματικά τα πράγματα της ζωής μας.

– Οι εντολές του Θεού είναι ανώτερες από όλους τους θησαυρούς του κόσμου και όποιος τις φυλάττει, ευρίσκει μέσα τους τον Θεό.

– Στους ανθρώπους είναι βδελυκτή η πτωχεία, στον Θεό όμως είναι πολύ περισσότερο βδελυκτή η υπερήφανη ψυχή και ο υψηλόφρων και επηρμένος νους. 
Στους ανθρώπους τιμάται ο πλούτος, από τον Θεό όμως τιμάται η ταπεινωμένη ψυχή!

– Απόκτησε την γλυκύτητα των χειλέων κατά τους λόγους σου καιόλους τους ανθρώπους θα τους έχεις φίλους.

– Αγάπησε τους αμαρτωλούς, μίσησε όμως τα έργα τους και μην τους καταφρονήσεις για τα ελαττώματα τους, μη τυχόν και εσύ πειρασθείς με παρόμοια κακά.

– Η συνεχής μελέτη των Αγίων Γραφών γεμίζει την ψυχή με τον ακατάληπτο θαυμασμό και την θεία ευφροσύνη.

– Καθώς η σκιά ακολουθεί το σώμα έτσι και το έλεος ακολουθεί την ταπεινοφροσύνη.

– Αν θέλεις να δώσεις στους πτωχούς δώσε από τα δικά σου, αν όμως θελήσεις να δώσεις από τα ξένα γνώριζε ότι αυτή η ελεημοσύνη είναι πικρότερη από τα ζιζάνια.

– Να μην ξεχωρίζεις τον πλούσιο από τον φτωχό και να μην θέλεις να μάθεις τον άξιο από τον ανάξιο, αλλά να είναι για σένα όλοι οι άνθρωποι ίσοι στο αγαθό.

– Δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη παρά μόνο η αμετανόητη.

– Οι Άγιοι δεν έχουν καιρό αργίας διότι είναι απασχολημένοι με τα πνευματικά.

– Ο ελεήμων είναι ιατρός της ψυχής του, διότι διώχνει από μέσα του το σκοτάδι των παθών όπως συμβαίνει με τον δυνατό άνεμο.

– Ο επαινούμενος δικαίως, δεν ζημιώνεται αλλά αν του φανεί γλυκύς ο έπαινος, είναι εργάτης άμισθος.

– Τα πάθη ξερριζώνονται και φυγαδεύονται με την αδιάλειπτη μελέτη του Θεού, και αυτό είναι το ξίφος που τα φονεύει.

– Δίψασε για τον Χριστό για να σε μεθύσει με την αγάπη Του.

– Η προσευχή του ταπεινού πάει κατευθείαν από το στόμα στα αυτιά του Θεού.

– Ο ασθενής στη ψυχή που διορθώνει τους άλλους είναι σαν τον τυφλό που δείχνει τον δρόμο σε άλλους.

– Η μετάνοια είναι το πλοίο, ο φόβος του Θεού ο κυβερνήτης και η αγάπη Του το θείο λιμάνι.

– Η αγία οδός του Θεού και ο θεμέλιος κάθε αρετής είναι η νηστεία και η αγρυπνία μαζί με την εγρήγορση στην προσευχή.

– Η ησυχίανεκρώνει τις εξωτερικές αισθήσειςκαι διεγείρει τις εσωτερικές κινήσεις, ενώ η συναναστροφή με τα εξωτερικά, ενεργεί τα αντίθετα τούτων, δηλαδήδιεγείρει τις εξωτερικές αισθήσεις και νεκρώνει τις εσωτερικές κινήσεις.

– Μη φοβηθείς τους πειρασμούς διότι δι΄ αυτών βρίσκεις τα πολύτιμα αγαθά. Προσευχήσου να μην εισέλθεις στους ψυχικούς πειρασμούς αλλά για σωματικούς να ετοιμάζεσαι με όλη την δύναμη σου, διότι χωρίς αυτούς δεν μπορείς να πλησιάσεις τον Θεό, μέσα τους είναι αποτεθειμένη η θεία ανάπαυση. Όποιος αποφεύγει τους πειρασμούς των θλίψεων και όχι των επιθυμιών, αποφεύγει την αρετή.

– Από την πολυλογία συγχύζεται και ο πιο λογικός νους.

Τελικά σήμερα που όλοι οι άνθρωποι είναι πολυάσχολοι και δεν έχουν χρόνο για να μελετήσουν και να διαβάσουν πνευματικά βιβλία, αντίθετα έχουν χρόνο να περνούν ατέλειωτες ώρες στην Τηλεόραση σε ανούσιες συζητήσεις και κουραστικές φλυαρίες σκέφτομαι και ερωτώ τον καθένα από εσάς; Μήπως είναι καιρός να περνάμε λίγο πιο πνευματικά τον χρόνο μας;

Λόγος συντριπτικός προς ριψάσπιδες ιερωμένους και λαικούς ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΛΑΪΚΩΝ «ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ»

.....Την ώρα που: «Της ευσεβείας τα δόγματα έχουν ανατραπεί, της Εκκλησίας οι θεσμοί έχουν συγχυθεί, oι φιλοδοξίες των μη φοβούμενων τον Κύριο εισπήδησαν στα υψηλά αξιώματα …[την ώρα που] έχει αμαυρωθεί η ακρίβεια των κανόνων.…[και] οι λαοί μένουν ανουθέτητοι, [εσείς] αφού αποκτήσατε την εξουσία μέσω ανθρώπων, γίνατε δούλοι αυτών που σας έκαναν την χάρη». [1]

Εσείς: «Βλέπετε τον κλέφτη και μαζί του συντροφιάζετε και με τον μοιχό έχετε δοσοληψίες».[2]
Επιλέξατε να είστε «φίλοι με τους εχθρούς του βασιλέως Χριστού».[3]

Μετατρέψατε την Μητρόπολη Φλωρίνης από παγκόσμιο φάρο της Ορθοδοξίας επι Αυγουστίνου Καντιώτη, σε χωματερή των κακοδοξιών του Φαναρίου. Τρώτε στην τράπεζα της Ιεζάβελ δεκαετίες μα δε χορτάσατε, και τώρα ορεχτήκατε το μοναστηράκι της Αγίας Παρασκευής σαν την άμπελο του Ναβουθαί και το αρπάζετε. Είπατε: «Ας κληρονομήσουμε για τους εαυτούς μας τον Άγιο τόπο του Θεού».[4]

Ανίκανοι να αρθρώσετε Ορθόδοξο Πατερικό λόγο –μια που δεν τον ξέρετε ή δεν τον πιστεύετε πλέον– καμουφλάρατε τα ερπετά της ψυχής σας με την κρατική βία και εξουσία, ροχαλίζοντας στα τυφλά ακροατήρια σας, τις δαιμονολογίες του Ζηζιούλα και των βατράχων της Αποκάλυψης.
Μέχρι τώρα εργαζόσασταν σιωπηλά αλλά σταθερά για την διάσπαση της Εκκλησίας με την αποδοχή και υπόθαλψη των Οικουμενιστικών κακοδοξιών. Άλλωστε σε αυτό είχετε επιτυχή εμπειρία κι από το παρελθόν. Τώρα ήρθε η ώρα να αποδείξετε έμπρακτα στον Αφέντη σας ότι του ανήκετε ολοκληρωτικά, άλλωστε: «Καλὰ περνάτε καὶ στὴν Αίγυπτο»,[5] τρώγοντας κρεμμύδια.
Προφασιζόμενοι την ειρήνη, την αγάπη και την ομόνοια στους αφελείς «νοσείτε και κηρύττετε τὴν αποστασία»,[6] η οποία είναι κατα τον θείο Απόστολο πρόδρομος της παρουσίας του Αντιχρίστου.[7]
«Μέσα στην Εκκλησία κηρύττεται το κίβδηλο παράλληλα με το γνήσιο»,[8] και εσείς όχι μόνο συντάσσεστε με το κίβδηλο, αλλά τολμήσατε, ως άλλοι σταυροφόροι κατακτητές, να διώξετε τον υπερήλικα και ασθενή κτήτορα της Μονής και την αδελφότητα. Υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη ότι η καρδιά σας πλέον είναι παραδομένη στο κακό;
Eίστε οι Γραικολατίνοι του 21ου αιώνα, που ελκύεστε απο τον«Δικέρατο γίγα»,[9]τον Πάπα. Έχετε προδώσει την Ορθοδοξία αφού ο αφέντης σας, με τις πάμπολλες επιστολές του ονομάζει τον πάπα «αδελφό» και την αίρεση του «αδελφή εκκλησία», κι εσείς λόγοις και έργοις τον τιμάτε και τον προστατεύετε. Εμπαίκτες των Αγίων Πατέρων και των αιμάτων των Μαρτύρων και των διδαγμάτων των Ομολογητών, που διδάσκουν πως κάθε αίρεση «έχει πατέρα τὸν διάβολο».[10]
Εραστές του ψεύδους που «δέσατε τον δίκαιο, γιατί σας είναι δύσχρηστος».[11]Ὁ σεβασμὸς στὸ ψέμα όμως είναι όχι μόνο περιφρόνηση της αλήθειας,[12] αλλά λογίζεται κοινωνία μὲ τὴν αίρεση, αν κανείς εφησυχάζει και δεν ελέγχει.[13]Εσείς όμως, «Δικαιούντες τον ασεβή ένεκεν δώρων και το δίκαιον του δικαίου αίροντες»,[14]εξορίσατε τις φωνές που ελέγχουν τους κακοδόξους. Είστε άθεοι κατά τον Γρηγόριο Παλαμά εξ΄ αιτίας της σιωπής σας απέναντι στους αιρετικούς.[15]


Τους Επισκόπους που απειλούν με εξορίες και τιμωρίες τους Ορθοδόξους, ο Μ. Αθανάσιος τους χαρακτηρίζει «ξένους μεν από τους χριστιανούς, φίλους δε του διαβόλου και των δαιμόνων εκείνου».[16] Φέρατε πάλι τον καιρὸ που: «Εάν τις ομολογήσει Χριστόν αποσυνάγωγος γέννηται».[17]
Επιδιώκετε να μας υποτάξετε στο νέο Βέκκο, στο νέο Μητροφάνη, στο νέο Καλέκα, και στο νέο Ακάκιο που νεκραναστήθηκαν και συμπτύχθηκαν στο πρόσωπο του κακόδοξου πρυτάνεως της αίρεσης, που για τις αμαρτίες μας ο Θεός τον όρισε Πατριάρχη. 
Ο ιερὸς Χρυσόστομος επισημαίνει: «Όχι μόνο αν κάποιοι λένε συνολικά αντίθετα πράγματα που ανατρέπουν τα πάντα, αλλά και το παραμικρό αντίθετο να διδάξουν να είναι αναθεματισμένοι».[18] Τι θα έλεγε τάχα για τον κ. Βαρθολομαίο και για σας, τους μικρούς του συνεταίρους;
Επειδή λοιπόν: «Αιρετικοί εισιν οι λατίνοι και οι συγκοινωνούντες αυτοίς απόλλυνται…» και «εφόσον ο Καλέκας είναι με αυτό τον τρόπο αποκομμένος από ολόκληρο το πλήρωμα των Ορθοδόξων, είναι κατά συνέπεια αδύνατο να ανήκει στους ευσεβείς, όποιος δεν έχει αποχωρισθεί από αυτόν. Αντιθέτως, όποιος για τους λόγους αυτούς είναι αποχωρισμένος από τον Καλέκα, τότε ανήκει πράγματι στον κατάλογο των Χριστιανών και είναι ενωμένος με τον Θεό κατά την ευσεβή πίστη».[19]«Είναι αδύνατο κάποιος να επικοινωνεί εκκλησιαστικώς με τον Πατριάρχη [Καλέκα] και να είναι Ορθόδοξος… ενώ αυτός που είναι χωρισμένος από αυτόν είναι ενωμένος με την ευσεβή πίστη».[20] Αυτά μας δίδαξαν οι Άγιοι δεν μας φαίνονται ασήμαντα».[21]
Εσείς: «...εκτραπέντες της οδού της αληθείας και της οδηγίας των Αγίων βούλεσθε τέμνειν εαυτοίς οδόν [θέλετε να χαράξετε δικό σας δρόμο] κατά τα θελήματα ημών τα πονηρά».[22]
Ως: «…υπερόπτες δεν ακολουθείτε τους νόμους αλλὰ επινοείτε δικό σας δρόμο δικαιοσύνης κι ευσεβείας».[23] Θεατριζόμενοι ότι ασκείτε υψηλὴ διάκριση δεν μάχεστε πλέον για την προστασία της Πίστης και με την σιωπή και τις θέσεις σας γίνεστε «δικηγόροι της αιρέσεως»,[24]και «διαμορφώνετε την αλήθεια ανάλογα σε ποιόν απευθύνεστε».[25]
Αντί να λοιπόν να διώκετε την Ιερά Μονή, θα έπρεπε να απολογηθείτε εσείς δημόσια για την αντι-ορθόδοξη στάση σας και τον αντίχριστο ρόλο σας. Κρίνετε «…τον άδικο ως δίκαιο και τον δίκαιο ως άδικο»και «γίνεστε σιχαμερόί για τον Θεό».[26]
Σε ποιόν όμως να απολογηθείτε που έχετε επιτύχει την επιθανάτια πνευματική βλάβη στα ποίμνια που σας εμπιστεύτηκαν; «Η ίδια σας ασέβεια θα σας τιμωρήσει κι η απομάκρυνσή σας από εμένα θα σας καταδικάσει. Θα μάθετε και θα δείτε πόσο κακό και πικρό είναι τον Κύριο να εγκαταλείπεις, τον Θεό σου, και πια να μην τον σέβεσαι. Εγώ ο Κύριος του σύμπαντός σου το λέω».[27]«Αδιάφορο με αφήνει το λιβάνι που μου φέρνετε… τα ολοκαυτώματά σας δεν είναι δεκτά και οι θυσίες σας δεν μου είναι ευχάριστες».[28]
Επιλέξατε να ανήκετε: «το μέν σχήματι τοις σωζωμένοις, το δε πράγματι εν τοις κατακεκριμένοις»,[29] όμως: «Αλλοίμονο σε όσους μολύνουν την Αγία Πίστη με αιρέσεις ή συγκαταβαίνουν στους αιρετικούς».[30]
Εμείς –χάριτι Θεού– θα ακολουθήσουμε τον Μ. Βασίλειο: «Ούτε για λίγη ώρα δεν δεχόμαστε σχέση με αυτούς που κουτσαίνουν στην πίστη …ακόμα κι αν αυτοί μας φαίνονται πολύ γνήσιοι και επίσημοι, εμείς πρέπει να τους σιχαινόμαστε όσοι αγαπάμε τον Κύριο».[31]
«…Ποιός θα μπορέσει να μας σώσει κατά την ημέρα της Κρίσεως, αν σιωπήσουμε, η ποιά απολογία θα βρούμε αφού τηρήσαμε τόσο μακροχρόνια σιωπή απέναντι στους δυσεβείς λόγους σας εναντίον Του;».[32]
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει: «Όταν οι Θείοι νόμοι υβρίζονται και εμείς διατελούμε εν σιγή και αδιαφορία, τότε, η κόλαση μας περιμένει».[33]
Για μας λοιπόν: «Ο αγών δεν είναι πλέον στα λόγια, αλλά στα έργα. Ούτε είναι καιρός για ρητά και έγγραφες αποδείξεις τι θα ωφελούσαν άλλωστε σε τέτοιους διεφθαρμένους κριτές;»[34]
«Για να μη χαθούν στις μέρες μας όσα διατηρήθηκαν από τους Ορθοδόξους από την αρχή μέχρι σήμερα και για να μη ζητηθούν από εμάς, όσα μας εμπιστεύτηκαν οι Άγιοι πατέρες, [θα] κινηθούμε διότι είμαστε “Διαχειρισταί των μυστηρίων του Θεού”[35] που «τα αρπάζουν ασεβείς και ξένοι».[36]

Η σκιά του Εωσφόρου θα σκιάζει πλέον το μοναστηράκι της Αγίας Παρασκευής Μηλοχωρίου, μια που τα τρωκτικά του Μεταξάκη, του Αθηναγόρα, του Βαρθολομαίου και του Φραγκίσκου, θα τσιρίζουν τις νύχτες.
Κρατήστε τα ντουβάρια, ο Ένοικος θα έχει φύγει.
Αλλά σας περιμένει… δεν βραδύνει ο Κύριος… ο Κύριος εγγύς.[37]

Ο πρόεδρος
Ι. Ρίζος

[1] Ε.Π.Ε. 3. παρ. 2.
[2] Ψαλμ. μθ΄ 19
[3] Ἐκλογαὶ καὶ Ἀπανθίσματα, Λόγος Α΄, σ. 51, ἐκδ. μοναχοῦΒίκτ. Ματθαίου 1973.
[4] Ψαλμ. 82,13.
[5] Ἀριθ. ια΄18.
[6] Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, P.G. 47-725. Ὅμοιο Μ. Βασιλείου P.G. 31-1192.
[7] Β΄Θεσ. β΄, 34.
[8] Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 92, Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ ΓάλλουςἘπισκόπους.
[9] Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, σ. 98,98, ὑποσ.1, Ἀθήνα 1886.
[10] Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης, Ε.Π.Ε. 10.
[11] Ἠσ. γ΄ 10
[12] Νεομάρτ. Δανιὴλ Σισόεβ «Νὰ λάμπεις σὰν ἀστέρι» σ. 23. ἐκδ.Ὀρθ. Κυψέλη.
[13] Μ. Βασιλείου, Περὶ βαπτίσματος, Λόγος δεύτερος, ἐρώτησις Θ΄.
[14] Ἠσ. γ΄16-24.
[15] Γρηγ. Παλαμᾶ, Συγγράμματα, ἐκδ. Π. Χρήστου, Θεσ/κη 1966, σελ. 483, στ. 23.
[16] Ε.Π.Ε. 10, κεφ.5.
[17] Λουκ. θ΄22.
[18] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἑρμηνεία εἰς τὴν Πρὸς Γαλάτας.
[19] Ἅγιος Μελέτιος Γαλησιώτης, ΕΠΕ 3, 692, Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμου Καλέκα.
[20] ὉἍγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς: Ὅ.ἀ.
[21] Ἰ. Χρυσόστομος, Ε.Π.Ε 8, 328.
[22] Ἀββὰς Ζωσιμᾶς, Μέγα Γεροντικό, Ἱ. Ἡ. Γεννήσεως Θεοτόκου,1994, τ.Α΄,σ. 180.
[23] Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ΄ ἐπιτομήν, ἐρωτ. 56.
[24] Ε.Π.Ε. 10,κεφ.7,2.
[25] Μάρκ. ιβ΄14.
[26] Ἠσ. ιζ΄, 15.
[27] Ἱερεμ.β΄18. ΟἱἸσραηλίτες προσδοκοῦσαν βοήθεια ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ μετὰ ἀπὸ τοὺς Ἀσσυρίους ποὺ ἦταν εἰδωλολάτρες.Ἄφησαν δηλαδὴ τὴν ἐλπίδα τους ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ζήτησαν βοήθεια ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ.
[28] Ἱερεμ.στ΄ 20-21.
[29] Μ. Βασιλείου, Λόγω ασκητικώ εν ώ παραίνεσις περί αποταγής βίου…
[30] Ἁγ. Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, Λόγος Εἰς τὴν δευτέραν παρουσίαν τοῦΧριστοῦ.
[31] Μ. Βασιλείου, Κεφάλαια τῶν Ὅρων κατ’ Ἐπιτομήν, ἐρώτ. ριδ΄.
[32] Ἐπιστολὴ ιζ΄ P.G. 77,105C-108A.
[33] Joannes ChrysostomusScr. Eccl.,De Babyla contra Julianum et gentiles(2062:373)“ Critical edition of, and introduction to, St. John Chrysostom's “De sanctoBabyla, contra Iulianum et gentiles” ”, Ed. Schatkin,M., 1967;Diss.Fordham.Sect51,ln18
[34] Άγιος Μάρκος,Οἱἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας,Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους, σελ. 297
[35] Α΄Κορ.4,1
[36] Μ. Ἀθανασίου, Ἐγκύκλιος ἐπιστολή, Ε.Π.Ε 9,κεφ.1,4
[37]Φιλιπ.4,5

Αναρτήθηκε από Πατερική Παράδοση

Η λύπη κατά τούς Πατέρες

Ἡ Λύπη στήν εὑρύτερη σκέψη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας

Ἡ φύση τῆς λύπης

Ἡ λύπη, κατά τούς ἁγίους Πατέρες, εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἐνυπάρχει στή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστκά ὅτι τή λύπη τήν ἔβαλε ὁ Θεός στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε, χρησιμοποιώντας την κανείς σωστά, νά λάβει μεγάλο κέρδος.
Σέ ἕνα ἄλλο ἐπίσης σημεῖο ὁ ἴδιος Πατέρας συμπληρώνει, λέγοντας ὅτι, ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νά ἐπιδείξει πολλή ἀνδρεία, ὥστε νά ἀντιμετωπίσει αὐτή τή δύναμη τῆς ψυχῆς μέ γενναιότητα καί νά καρπωθεῖ τό χρήσιμο στοιχεῖο πού αὐτό ἐνέχει, ἀπορρίπτοντας ὅ,τι περιττό. Ὡς χρήσιμο θεωρεῖ τό νά λυπᾶται κανείς ὅταν ὁ ἴδιος ἤ κάποιος ἄλλος ἄνθρωπος ἔχει πέσει σέ ἁμαρτίες· ἐνῶ ὡς ἄχρηστο θεωρεῖ τό νά διακατέχεται ἡ ψυχή ἀπό τό πάθος τῆς λύπης, ἐξαιτίας διαφόρων ἀντίξοων καταστάσεων καί πειρασμῶν τῆς παρούσας ζωῆς.
Στό ἴδιο ἀκριβῶς ἐπίπεδο σκέψεως κινοῦνται ὅλοι οἱ νηπτικοί Πατέρες ἐπισημαίνοντας ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά λυπᾶται κανείς γιά τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλά μόνο γιά ἐκεῖνα πού γίνονται ἀντίθετα πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Τά εἴδη τῆς λύπης

Ἡ φυσική ὅμως αὐτή δύναμη τῆς ψυχῆς, μετά τήν πτώση τοῦ Προπάτορα, διαστράφηκε. 
Ἡ λύπη ἀπό δύναμη τῆς ψυχῆς ἔγινε «τυραννίς», πάθος δριμύ πού συνακολούθησε τόν ἐκπεσόντα σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς μετέπειτα ζωῆς αὐτοῦ τοῦ ἴδιου, ἀλλά καί τῶν ἀπογόνων του.
Ἡ λύπη, ὡς δύναμη τῆς ψυχῆς, δέν εἶναι, ἀσφαλῶς, διαφορετικῆς φύσεως ἀπό τήν ἐκφυλισμένη μορφή της, δηλαδή ἀπό τη λύπη-πάθος, ὅπως αὐτή βιώνεται ἀπό τό μεταπτωτικό ἄνθρωπο. Ἀλλά τά δύο αὐτά εἴδη διαφέρουν, κατά τούς Πατέρες, ὡς πρός τό στόχο στόν ὁποῖο ἐπικεντρώνονται καί ὡς πρός τόν σκοπό τόν ὁποῖο ἐξυπηρετοῦν.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διακρίνει τή λύπη σέ δύο εἴδη:
α) Αὐτή πού ἀφορᾶ στίς αἰσθήσεις, τῆς ὁποίας αἰτία εἶναι ἡ στέρηση τῶν ἡδονῶν καί,
β) Αὐτή πού ἔχει ἐπιπτώσεις στό νοῦ, τῆς ὁποίας γεννήτορας καί τροφός εἶναι ἡ στέρηση τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν.
Ὁ ἅγιος Πατέρας σημειώνει μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση, λέγοντας ὅτι τά θλιβερά συμβάντα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάλογα τῶν 
λογισμῶν καί τήν ἐν γένει πολιτεία του. Καί, ἄν αὐτά ἀξιοιποιηθοῦν σύμφωνα μέ τίς Εὐαγγελικές ἐντολές, μέ μετάνοια δηλαδή καί προσευχή, αὐτά λειτουργοῦν θεραπευτικά καί ἐλευθερώνουν ἀπό τά πάθη τήν ψυχή του. Ἄν πάλι δέν δεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος τίς διάφορες θλίψεις ὡς φάρμακα πνευματικά καί ἀδιαφορήσει –πολύ περισσότερο, ἄν θεωρήσει ὡς αἴτιους τῶν κακῶν τούς συνανθρώπους του ἤ καί τόν ἴδιο τόν Θεό καί παραμείνει ἀναπηρέαστος καί ἀθεράπευτος ἀπό τό καυστικό καί ἰαματικό φάρμακο τῶν θλίψεων– τότε δίκαια χάνει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί παραδίδεται στή σύγχυση τῶν παθῶν καί ἐνδίδει στή δαιμονική ἐπιρροή. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες μᾶς συστήνουν τήν ὑπομονή καί τήν προσευχή, ὡς τόν ἐπιτυχέστερο τρόπο καί ὡς τή μόνη θεάρεστη ὁδό γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἑκάστοτε πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων.
Ὁ ἀββάς Κασσιανός, καταγράφοντας τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς κάθε μορφῆς λύπης, λέει ὅτι ἡ λύπη-πάθος εἶναι ὀξεία, ἀνυπόμονη, δύσκολη στήν ἀντιμετώπιση, γεμάτη μνησικακία, πικρία, καί συχνά, ἀπελπισία. Αὐτή παραλύει τή δύναμη τοῦ ἀνθρώπου γιά ζωή καί δράση καί τοῦ κρύβει τήν ἐλπίδα. Κι αὐτό γιατί αὐτή τοῦ ἐμπνέει τήν ἐγωκεντρική ἀντίδραση καί ἐν πολλοῖς τόν παραλογισμό. Ἀντίθετα, «ἡ κατά Θεόν» λύπη, ὅπως σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος «φέρνει τόν ἄνθρωπο σέ μετάνοια καί τοῦ ἐξασφαλίζει τήν αἰώνια σωτηρία».
Ἡ σωτήρια αὐτή λύπη εἶναι ἐπιπλέον ὑπάκουη, εὐγενική, ταπεινή, πραεῖα καί ὑπομονετική. Κι αὐτό, γιατί ἡ κατά Θεόν λύπη πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί εἶναι δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ «κατά Θεόν» λύπη, εἶναι εὐλογημένη ἐπιδίωξη κάθε πιστοῦ καί ἐργαλεῖο πρόσφορο γιά τήν ἄσκηση καί τήν πνευματική προκοπή του. Παρόλα αὐτά, αὐτή ἡ μορφή τῆς λύπης πρέπει νά λειτουργεῖ ὡς πένθος, ὄχι γιά συγκεκριμένα ἁμαρτήματα, ἀλλά ὡς αἴσθηση τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, πράγμα πού τόν καθιστᾶ «κατάχρεον» ἐνώπιόν Του.
Οἱ Πατέρες μάλιστα θεωροῦν ὅτι, ἐκτός ἀπό τήν «κατά Θεόν», εὐλογημένη λύπη καί τήν ἄλλη, τή διεστραμμένη καί ἐμπαθή μορφή της, ὑπάρχει καί ἓνα τρίτο εἶδος λύπης, τήν ὁποία χαρακτηρίζουν ὡς ἀναιτιολόγητη ἤ καλύτερα ὡς ἀνοημάτιστη σπατάλη δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Αὐτό τό εἶδος τῆς λύπης τό ἀνάγουν στό ἐπίπεδο τῆς ζηλόφθονης δαιμονικῆς παρέμβασης στό ἔργο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀναιτιολόγητη λύπη συχνά ὑποθάλπει, κατά τή γνώμη τῶν Πατέρων, δαιμονική παρέμβαση ἤ ἀκόμα καί κυριαρχία. Ὁ δαίμονας δηλαδή ἔχει –ὄχι βέβαια πάντα, ἀλλά τουλάχιστον περιπτωσιακά καί ἐν μέρει– τήν εὐθύνη τῆς ὕπαρξης καί τῆς λειτουργίας τοῦ πάθους τῆς λύπης. Θεωροῦν μάλιστα τήν ὕπαρξη τῆς λύπης, σέ ὅλες τίς μορφές καί τίς ἐκφάνσεις της, ὡς ἀπόδειξη τῆς ἄμεσης ἤ ἔμμεσης δαιμονικῆς ἐνέργειας.
Τό πάθος τῆς λύπης, ἐν τέλει, εἶναι ἀπό τά βασικότερα ὅπλα τοῦ δαίμονα ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου καί συχνά ἡ ὕπαρξή της εἶναι ἐνδεικτικό στοιχεῖο τῆς δικῆς του ἐνέργειας, ἡ ὁποία συντελεῖ τόσο στή γέννηση, ὅσο καί στήν ἀνάπτυξη καί τή μόνιμη ἐγκατάστασή της στήν ψυχή.
Δέν εἶναι ὅμως ἀπολύτως ὑπεύθυνος ὁ Πονηρός γιά τίς ἐπιπτώσεις πού θά ἔχουν στόν ἄνθρωπο τά βέλη πού ἐξαπολύει ἐναντίον του. Ἀλλά συχνά, συμβαίνει νά προϋπάρχει, τῆς δαιμονικῆς ἐπέμβασης στήν ψυχή, ἡ λύπη. Αὐτό λοιπόν πού κάνει τότε ὁ δαίμονας εἶναι νά ἐκμεταλλεύεται τήν ὑπάρχουσα ἀνειρήνευτη κατάσταση τῆς ψυχῆς καί μάλιστα, μέ τέτοιο δόλιο τρόπο, ὥστε ἡ ἐπέμβασή του νά εἶναι δύσκολα ἀντιληπτή καί ἔτσι νά συντελεῖ στήν ἀνάπτυξη τοῦ πάθους καί τήν ἐγκατάστασή του, κυριαρχικά πλέον, στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ λύπη, σέ γενικές γραμμές, εἶναι ἀπεγνωσμένη προσπάθεια ἔκφρασης τοῦ αἰσθήματος τῆς ἀποτυχίας, τῆς μειωμένης αὐτοεκτίμησης καί τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου γιά αὐτοπραγμάτωση.
Ἡ Πατερική σκέψη καί σοφία ἐπιμένει στό ὅτι δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς πηγή τῆς λύπης κάποιο ἐξωτερικό συμβάν. Ἡ ἀπώλεια πολύτιμων ἀγαθῶν ἤ ἡ ἀνεκπλήρωτη ἐπιθυμία δέν μποροῦν νά δικαιολογήσουν τή γέννηση καί κυρίως τήν ἐμμονή της στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί μάλιστα τοῦ πιστοῦ.
Ὅλα αὐτά ἀσφαλῶς, εἶναι οἱ ἀφορμές, οἱ ὁποῖες, πράγματι, ἐπιδροῦν ποικιλότροπα καί ἐπηρεάζουν, κατά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο, τόν ἄνθρωπο καί τή ζωή του. Μποροῦν ὅμως, ὁπωσδήποτε, νά ἀναχαιτισθοῦν ἐπιτυχῶς ἀπό αὐτόν καί νά παραμείνουν μόνο μέχρι τό στάδιο τῆς προσβολῆς τοῦ λογισμοῦ.
Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, μή ὄντας σέ κατάσταση νήψης καί προσευχῆς, δέν ἀντιδρᾶ πάντα ἔγκαιρα καί κατάλληλα. Ἔτσι παραδίδεται ἀμαχητί στό δαίμονα τῆς λύπης, ὁ ὁποῖος, στή συνέχεια, φροντίζει νά ἀποκρύψει ὕπουλα, ἀπό τά πνευματικά αἰσθητήρια τοῦ θύματός του, τήν ἀλήθεια. Παρουσιάζει λοιπόν ἔντεχνα, ὡς ἀπολύτως δικαιολογημένη τήν κατάσταση τῆς ἀθυμίας καί τῆς λύπης του, ὑποβάλλοντάς του τό λογισμό ὅτι δῆθεν αἰτία ὅλων τῶν κακῶν πού τοῦ συμβαίνουν εἶναι ἕνα συγκεκριμμένο συμβάν ἤ κάποιες ἀτυχεῖς συγκυρίες.
Ἐπιπλέον ὁ Πονηρός, ὅταν ἐπιτύχει καί καταλάβει τό λογισμό τοῦ ἀνθρώπου, τότε ἐμφανίζει ὡς ὑπεύθυνο γιά ὅλα, ὄχι ἀσφαλῶς τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο καί τήν ἀδυναμία του, ἀλλά τίς ἀντίξοες περιστάσεις τῆς ζωῆς, τίς ἄστοχες καί κακόβουλες ἐνέργειες τῶν συνανθρώπων του, τίς στερήσεις καί τίς ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες του ἤ ἀκόμα καί τόν Ἴδιο τόν Θεό, τόν Ὁποῖο μάλιστα χαρακτηρίζει, ὡς ἄδικο καί ἀνελεήμονα.
Συνεπῶς, γιά τήν ἀναιτιολόγητη λύπη δέν εὐθύνεται ἀποκλειστικά ὁ διάβολος. Δέν τή γεννάει δηλαδή ὁ Πονηρός «ἐκ τοῦ μή ὄντος». Ἀλλά τό στοιχεῖο αὐτό τοῦ πάθους ἐνυπάρχει ὡς δύναμη στή φύση τοῦ ἀνθρώπου καί τό ἐκμεταλλεύεται ὁ Πονηρός, προκειμένου νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο,πού ἔχει πέσει στά δίχτυα τῆς λύπης, στήν ἀπόγνωση καί τήν καταστροφή.
Ὡς αἴτια τῆς ἐμπαθοῦς λύπης, οἱ Πατέρες καταγράφουν ἐνδεικτικά:
α) Τήν ματαίωση ἐπιθυμίας ἡδονῆς ἤ τήν ἀπώλεια κάποιου ἀγαθοῦ.
β) Τήν κενοδοξία
γ) Τό θυμό, τήν ὀργή καί τή μνησικακία
α) Ἡ ματαίωση ἐπιθυμίας ἡδονῆς ἤ ἡ ἀπώλεια κάποιου ἀγαθοῦ.
Οἱ ἐπιδιώξεις καί οἱ ἐπιθυμίες τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνήθως ἀντίστοιχες τῆς ἐμπάθειας πού τόν διακατέχει. Γι’ αὐτό συχνά, προσπαθεῖ κανείς νά στηριχθεῖ σέ ἐπίγεια καί φθαρτά πράγματα, οἰκοδομώντας τά ὄνειρα καί τίς ἐλπίδες του «στήν ἄμμο». Ἔτσι, ὅταν ἔρχεται ἡ θύελλα τῶν πειρασμῶν, οἱ καταιγίδες τῆς «κατά κόσμον» ἀποτυχίας του, ἡ στέρηση τῆς τρυφῆς καί τῆς ἀνάπαυσης, ταράζεται καί θλίβεται, ἀνάλογα μέ τόν βαθμό πού εἶναι κανείς στηριγμένος σ’ αὐτά.
Συνιστοῦν λοιπόν, οἱ ἅγιοι Πατέρες μας νά μή στηρίζεται ὁ ἄνθρωπος σέ τίποτα φθαρτό καί ἐφήμερο, οὔτε νά ψάχνει τή χαρά καί τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς του στίς ἡδονές καί τίς ἐπιθυμίες τῆς ἀπόλαυσης τοῦ κόσμου τούτου. Γιατί οἱ ἐπιθυμίες τῆς σαρκός μόνο φθορά μποροῦν νά προσπορίσουν στόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ κατά τό Εὐαγγελικό εἶναι ἀπατηλές καί μάταιες.
β) Ἡ κενοδοξία
Ἡ ἀναζήτηση ἀναγνώρισης, τιμῆς καί δόξας καί ἡ ἀποτυχία τῆς προσπάθειας γιά τήν ἀπόκτησή τους εἶναι, κατά τούς Πατέρες, τά βασικότερα αἴτια τῆς ἐμπαθοῦς λύπης, πού συντελοῦν στό νά παραμένει ἀνοιχτή καί ἀνικανοποίητη ἡ ἄβυσσος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Κι αὐτό, γιατί αὐτά παράγουν ἄφθονη τροφή στούς ἀνέλπιδους καί θλιβερούς λογισμούς τοῦ φιλόϋλου καί κενόδοξου ἀνθρώπου.
Ἡ ἐπίδειξη τῶν χαρισμάτων, «ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου», ἡ ἐπίδειξη τῶν ἀγαθῶν ἤ καί τῶν ἀρε- τῶν, καθώς καί οἱ ποικίλες ἄλλες ἐμπαθεῖς ἐπινοήσεις τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ἀνάδειξή του, εἶναι μερικοί ἀπό τούς πλέον συνήθεις τρόπους τοῦ ἐγώ, ὥστε νά ἐπιπλεύσει καί νά ἐπιδειχθεῖ. Γιατί ὅλα αὐτά προσπορίζουν στόν ἄνθρωπο τόν ἀντίστοιχο θαυμασμό καί τήν ἀναγνώρισή του ἐκ μέρους τοῦ στενοῦ καί τοῦ εὑρύτερου περιβάλλοντός του.
Οἱ βαθιές καί θεμελειώδεις ἀναζητήσεις καί τά ὑπαρξιακά ἐρωτηματικά ξεπροβάλλουν τότε ἐντονότερα καί ἡ στιγμή τῆς ἀποτυχίας εἶναι γιά τόν κενόδοξο ἄνθρωπο βαριά καί καταλυτική. Γιατί ὁ μή ἀναγεννημένος ἄνθρωπος δέν εἶναι σέ θέση, –ἔχοντας ὡς βάση τή λογική «τοῦ αἰῶνος τούτου»– νά ἀποκρυπτογραφήσει τό μήνυμα τῆς ἀδοξίας πού ἐνέχει ὁ σταυρός τῆς ἀποτυχίας, τόν ὁποῖο καλεῖται στό ἑξῆς νά σηκώσει. Ἡ αὐτοεκτίμησή του ἐξαντλεῖται, τό αὐτοείδωλό του πέφτει καί ἄν δέν βρεθεῖ στό δρόμο του ἄνθρωπος «Κυρηναῖος», βοηθός διακριτικός καί φιλάδελφος, γιά νά τόν συνδράμει καί νά τόν καθοδηγήσει στήν «ὁδό τοῦ Μαρτυρίου» του, τότε ἀποδομεῖται ἤ καί πολλές φορές, συντρίβεται ἀνεπανόρθωτα.
Ἐπιπλέον, ἡ κενοδοξία εἶναι περιεκτική κακία, ρίζα καί μητέρα πολλῶν ἄλλων παθῶν, ὅπως γιά παράδειγμα τῆς φιλαρχίας καί τῆς φιλαργυρίας. Ὁ ἅγιος Κασσιανός παρομοιάζει πολύ εὔστοχα τήν κενοδοξία μέ τό κρεμμύδι. «Ὅταν βγάζουμε», λέει, «ἀπό τό κρεμμύδι μιά φλούδα, βρίσκουμε ἀμέσως ἀπό κάτω μιά ἄλλη. Καί ὅσο βγάζουμε φλοῦδες, τόσο βρίσκουμε ἄλλες ἀπό κάτω».
Σέ κάθε περίπτωση, ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος βρίσκεται ὑπό τό κράτος τῆς λύπης, ἐμφανίζεται νά ἔχει πληγωμένο ἤ μειονεκτικό «ἐγώ» καί ὑπερβολική φιλαυτία.
Ἡ λύπη λοιπόν, εἶναι τό ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμα τοῦ πάθους τῆς κενοδοξίας καί τῶν ποικίλων ἐκφάνσεών της καί προδίδει ἀνειρήνευτη ἐσωτερική κατάσταση καί ἀνέλπιδο βίο.
γ) Ὁ θυμός, ἡ ὀργή καί ἡ μνησικακία
Ἡ ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στά πάθη γενικά, ἀλλά καί εἰδικώτερα στά πάθη τοῦ θυμοῦ, τῆς ὀργῆς καί τῆς μνησικακίας εἶναι πηγή λύπης. Ἐπιπλέον, αὐτά εἶναι ἐνδεικτικά τῆς ματαίωσης κάποιας ἐπιθυμίας ἡδονῆς ἤ τῆς ἀπώλειας ὑλικῶν ἀγαθῶν ἤ ἀκόμη καί μείωσης τῆς ἐκτίμησης καί ἀμαύρωση τῆς ἰδέας πού ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τρέφει γιά τόν ἑαυτό του.
Στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ ὀργή καταλαμβάνει τόν ἄνθρωπο καί γεμίζει τήν ψυχή του λύπη καί ἀθυμία, ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας του νά ἀπολαύσει τό ἀντικείμενο τῆς ἐπιθυμίας του. Κι’ αὐτό γιατί, καθώς λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, βαθιά μέσα στήν ἐπιθυμία τῆς ἡδονιστικῆς ἀπόλαυσης κρύβεται ὁ πόνος καί ἡ ὀδύνη.
Λυπᾶται ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος καί θρηνεῖ, ὅταν ἀντιληφθεῖ ὅτι κάποιος τόν προσέβαλε καί σπίλωσε τήν τιμή καί τήν ἀξιοπρέπειά του. Αὐτή τή λύπη οἱ Πατέρες τή θεωροῦν ὡς σύμπτωμα τῆς νόσου τῆς ὑπερηφάνειας, στήν ὁποία τό πάθος στηρίζεται, ἀπό τήν ὁποία ζωοποιεῖται, τρέφεται καί μεγαλώνει τόσο, ὥστε νά φθάνει νά παραμένει ἰσχυρό, κυρίαρχο, καί συχνά, ἀθεράπευτο.
Ἡ ὀργή στρέφεται, συχνά, εὐθέως κατά τοῦ ἀνθρώπου πού, διά τῆς προσβολῆς, ἐπέφερε τό κτύπημα καί εἶναι ἐνδεχόμενο νά ἐκφρασθεῖ ἀκόμα καί μέ βίαιες ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις. Ὁ ἄλλος τότε γίνεται ἀποδέκτης σκληρῶν λόγων ἤ ἀκόμη καί χειροδικίας, ἐφόσον, στή συνείδηση τοῦ ὀργισμένου, αὐτός ἔχει χάσει πλέον τή θέση τοῦ ἀδελφοῦ.
Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι καί ἡ ἑρμηνεία πού δίνει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὁ ὁποῖος στήν Καθολική Ἐπιστολή του ἀναφέρεται σ’ αὐτό τό θέμα, λέγοντας ὅτι ὅλοι οἱ πόλεμοι καί οἱ ἀντιδικίες μεταξύ τῶν ἀνθρώπων προέρχονται ἀπό τή στέρηση τῆς ἐπιθυμίας τῶν ἡδονῶν, οἱ ὁποῖες ἀσφαλῶς εἶναι ταυτόχρονα πολέμιοι καί φονεῖς τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο ἔχει λάβει ὁ πιστός καί πού συνοδεύουν τή ζωή του σέ ὅλη τήν ἐπίγεια πορεία του.
Στήν ἴδια βάση κινεῖται καί ἡ σκέψη ὅλων γενικά τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής θεωρεῖ μάλιστα, ὅτι τό φιλόυλο καί φιλήδονο πνεῦμα πού κυβερνάει τόν ἄνθρωπο, τόν ἐξαγριώνει, τοῦ στερεῖ τήν ἀγάπη τοῦ ἀδελφοῦ καί τόν κάνει σκληρό, δύσθυμο καί συχνά, ἀδελφοκτόνο. Ἀλλά, καθώς λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, τά ἄπρεπα ἤ προσβλητικά, ἐνδεχομένως, λόγια κάποιου συνανθρώπου, δέν εἶναι ἀσφαλῶς, ὁ πραγματικός λόγος καί ἡ αἰτία τῆς ὀργῆς τοῦ θιγμένου, Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτά ἀπευνθύνθηκαν σέ ἄνθρωπο πού ἡ ὀργή του τόν πρόδωσε καί τόν ἀποκάλυψε, ὡς ὑπερόπτη καί λάτρη τῆς ἰδεατῆς εἰκόνας του.
Ἡ ὀργή, καί κυρίως, ἡ μνησικακία, φωλιάζουν καί χρονίζουν στήν ψυχή γιατί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στό νά μηρυκάζει τά λόγια καί τά γεγονότα πού τόν ἔχουν προσβάλει καί νά ἐπανακαθορίζει τή στάση του ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου του· καί μάλιστα, μέ περισσότερο μένος καί συγχυσμένη διάνοια. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης θεωρεῖ τήν κατάσταση αὐτή ὡς σκουλήκι πού κατατρώει τόν νοῦ καί τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μέ μάταιη καί ἀδικαιολόγητη λύπη.
Ὡς ἀπόδειξη τοῦ ὅτι τό σκουλήκι τῆς ὀργῆς καί τῆς μνησικακίας, εἶναι αὐτό πού κατατρώει τό νοῦ καί γεμίζει τήν ψυχή μέ ἀφόρητη θλίψη, φέρεται τό γεγονός ὅτι, αὐτός πού πάσχει ἐξαιτίας τους, φέρνει στό νοῦ του τόν ἀδελφό του μέ ἀπέχθεια καί τόν θεωρεῖ ὡς πηγή πειρασμῶν καί λύπης.
Τό πάθος τῆς ὀργῆς φθείρει τό «κατ’ εἰκόνα» τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ στερεῖ τή δωρεά τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ μακροθυμία, ἡ χρηστότητα, ἡ ἀγαθωσύνη, ἡ πίστη, ἡ πραότητα καί ἡ ἐγκράτεια, καταστάσεις πού εἶναι ἀκριβῶς ἀντίθετες τῆς λύπης καί τῆς ἀθυμίας. Ὅταν λοιπόν, λείψουν ἀπό τόν ἄνθρωπο αὐτές οἱ ἀρετές καί ἐπικρατήσει στήν ψυχή ἡ ὀργή καί ἡ μνησικακία, τότε ὁ ἄνθρωπος ἐρημώνεται, φτωχαίνει καί καταλαμβάνεται ἀπό τό δαιμονικό πνεῦμα διχοστασίας, σύγχυσης, φόβου καί λύπης. Ἐνδέχεται μάλιστα, αὐτός νά ὁδηγηθεῖ μέχρις μίσους τοῦ συνανθρώπου του· ὁπότε, εἴτε τό πάθος τῆς ὀργῆς ἐκδηλωθεῖ ἔμπρακτα, εἴτε παραμείνει φωλιασμένο καί ἀνενέργητο στά ἐνδότερα τῆς ψυχῆς, κατατάσσει τόν πάσχοντα ἀπό αὐτό στό ἐπίπεδο τοῦ μισάδελφου καί ἀδελφοκτόνου.
Γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι Πατέρες συστήνουν στόν ἄνθρωπο, πού κατατρώγεται ἀπό τό πάθος τῆς ὀργῆς καί τῆς μνησικακίας ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου του, νά ἀποδιώκει τή λύπη πού αἰσθάνεται, ἀπό τήν προσβολή πού τοῦ ἔχει γίνει, μέ προσευχή καί μέ εἰλικρινή καί ἀμέριστη φιλανθρωπία. Ἔτσι, καί ὁ ἴδιος θά λυτρωθεῖ ἀπό τό σκουλήκι τῆς λύπης καί τῆς ἀθυμίας πού τόν κατατρώει, ἀλλά καί τόν συνάνθρωπό του θά ἐλεήσει. Γιατί, μέ τήν ἐλεήμονα, διαλακτική, φιλάδελφη καί φιλήσυχη στάση του, θά συντελέσει στή μετάνοια καί τή σωτηρία του.

Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς ἐμπαθοῦς λύπης: 
Προϋποθέσεις καί τρόποι

Καταστάσεις αἰτιολογημένης ἤ ἀναιτιολόγητης λύπης, ἀντιμετωπίζει συχνά ὁ μεταπτωτικός καί «ὑπό ἀναγέννησιν» ἄνθρωπος. Ἡ πείρα τῶν ἁγίων Πατέρων μᾶς ἀνοίγει καί ἐδῶ δρόμους, ὑποδεικνύοντάς μας ὁρισμένα κομβικά σημεῖα-στόχους, πρός τούς ὁποίους θά πρέπει νά ἐπικεντρώσουμε ἰδιαίτερα τήν προσοχή μας καί νά δώσουμε τήν πνευματική μάχη κατά τοῦ τροφοδότη καί δημιουργοῦ τῆς ἀνέλπιδης καί φθοροπιοιοῦ αὐτῆς κατάστασης.
Ὡς βασική προϋπόθεση γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς ἐμπαθοῦς λύπης, θεωρεῖται:
α) Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καί ἡ ἐξ αὐτῆς γόνιμη αὐτομεμψία.
Τό Ψαλμικό «Τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστί διαπαντός», εἶναι ἀκριβῶς, τό ὁρμητήριο καί τό ἐπιθυμητό βίωμα, τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἀποτελέσει τή βάση ἐκκινήσεως γιά τή μεταποίηση τῆς ἐμπαθοῦς λύπης σέ εἰλικρινή μετάνοια καί στόν ἐξ αὐτῆς καρπό, τό «χαροποιόν πένθος».
Τό νά μεμφόμαστε τόν ἑαυτό μας καί νά ἀναθέτουμε τά πάντα στόν Θεό, εἶναι κατά τόν ὅσιο Ἡσύχιο, πηγή ἀνακούφισης, χαρᾶς καί ἀφανισμοῦ τῶν «ἀλόγων» λογισμῶν , οἱ ὁποῖοι πολεμοῦν σκληρά τόν ἄνθρωπο.
Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἐρημίτης, ἐπίσης λέει ὅτι ἡ ἄγνοια τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί ἡ λήθη τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ἐκεῖνα πού βαρύνουν τό νοῦ καί κάνουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου νά σκεπάζεται καί νά τυραννιέται κάτω ἀπό τό νέφος τῆς ἀθυμίας. Αὐτός λοιπόν, λέει ὁ ὅσιος, πού γνώρισε τήν ἀλήθεια δέν ἀντιδρᾶ ἀρνητικά καί δύσθυμα στίς ἐμπαθεῖς ἐπιθέσεις καί τίς ποικίλες θλίψεις πού τόν βρίσκουν. Κι’ αὐτό γιατί γνωρίζει καλά ὅτι οἱ πειρασμοί καί οἱ θλίψεις, ἄν ἀντιμετωπισθοῦν «ἐν Χριστῷ», ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στό φόβο τοῦ Θεοῦ. Συστήνει, ἐπίσης, ὁ Ὅσιος σ’ αὐτόν πού ἔχει ἐπίγνωση τῆς ἀδυναμίας του, νά μήν ἐπαναφέρει στό νοῦ του τίς συγκεκριμένες ἁμαρτίες του. Γιατί ἡ μνήμη τους, καί μάλιστα χωρίς τήν ἀπαιτούμενη μετάνοια καί τόν πόνο, μπορεῖ νά ἀφαιρέσουν ἀπό τήν ψυχή του τήν ἐλπίδα· καί πολύ περισσότερο, νά τόν ὁδηγήσουν στήν ἐπανάληψη τοῦ παλαιοῦ μολυσμοῦ.
Θεωρεῖ, ἐπιπλέον, ὁ ὅσιος Πατέρας, ὅτι εἶναι προϋπόθεση τό νά γνωρίσει ὁ πιστός ὄχι μόνο δογματικά ἀλλά καί ἔμπρακτα τήν ἀλήθεια, ὥστε νά ἐξομολογεῖται στόν Θεό, ὄχι μέ τό νά φέρει στό νοῦ του μιά-μιά τίς συγκεκριμένες ἁμαρτίες του, ἀλλά μέ τό νά δείχνει ὑπομονή καί καρτερία στίς ἀκούσιες θλίψεις καί τούς πειρασμούς πού τόν βρίσκουν.
Ἄν λοιπόν ἀντιμετωπίζει κανείς τίς θλίψεις, προσδοκώντας τά μέλλοντα ἀγαθά, ἔχει ἤδη βρεῖ τήν ἐπίγνωση τῆς Ἀλήθειας καί θά ἀπαλλαγεῖ γρήγορα ἀπό τήν ὀργή καί τή λύπη. Ἔτσι, ἔχοντας συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας του, θά λειτουργεῖ πλέον τή γόνιμη καί ψυχωφελή αὐτομεμψία, καθώς καί τήν καθαρτική ἐξομολόγηση.
β) Νήψη καί ἡ προσευχή
Ἡ πνευματική ἐγρήγορση καί ἡ προσευχή εἶναι τό ἀσφαλές φυλακτήριο τῶν λογισμῶν τοῦ πάθους τῆς ἀθυμίας καί τῆς λύπης. Ὁ δαίμονας πού σχετίζεται μέ αὐτά τά πάθη, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, καιροφυλακτεῖ γιά νά βρεῖ τόν ἄνθρωπο ἀφύλακτο, σέ πνευματική νωθρότητα καί ραθυμία, ὥστε νά τόν παρασύρει διά τῆς φαντασίας καί νά καταλάβει ἀνενόχλητος τό λογισμό καί τήν καρδιά του. Μᾶς συμβουλεύουν, λοιπόν, νά ἐλέγχουμε τή φαντασία μας, ὥστε νά σταματήσουμε, εἰ δυνατόν, τήν ἔφοδο τοῦ πάθους στό στάδιο τῆς προσβολῆς. Γιατί, χωρίς τό πέρασμα ἀπό τήν κερκόπορτα τῆς φαντασίας, ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά καταλάβει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ προσευχή βέβαια, πρέπει νά εἶναι διαρκής καί καθαρή, καί μάλιστα τόν καιρό τῆς ἀθυμίας καί τῆς λύπης, ἐντονότερη, πιό ἐπίμονη καί ἀπαλλαγμένη ἀπό λογισμούς μνησικακίας. Διαφορετικά θά μοιάζει κανείς μέ ἄνθρωπο πού προσπαθεῖ νά βγάλει νερό ἀπό τό πηγάδι, κρατώντας τρύπιο κουβά.
Ὁ σωστός τρόπος καί οἱ προϋποθέσεις γιά νά προσευχηθεῖ κανείς εἶναι τό νά ἔχει φόβο Θεοῦ, νά καταβάλει κόπο, νά ἔχει εἰρηνική καί νηφάλια σκέψη καί νά τηρεῖ τούς λογισμούς ἄγρυπνα, μήπως, διά τῆς φαντασίας, χάσει τόν καρπό τῆς προσευχῆς του.
Νά, λοιπόν, λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὁ οὐρανός βρίσκεται μέσα σου. Κι’ ἄν ἔχεις καθαρή καρδιά, θά δεῖς ἐκεῖ τούς φωτεινούς Ἀγγέλους.
γ) Ἡ πνευματική μελέτη
Ὡς πνευματικό λειμώνα καί πηγή γνήσιας χαρᾶς χαρακτηρίζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τίς θεῖες Γραφές. Τίς συγκρίνουν, συχνά, μέ τά ἀγαθά τοῦ Παραδείσου καί μάλιστα τίς βρίσκουν ἀκόμα πιό εὐφρόσυνες καί καρποφόρες.
Πράγματι ἡ πνευματική μελέτη παρηγορεῖ τήν ψυχή καί συνεργεῖ στό ἔργο καί τήν καρποφορία τῆς προσευχῆς. Γιατί, μελετώντας κανείς τό λόγο τοῦ Θεοῦ ξεφεύγει ἀπό τήν τυραννία τῆς ἐφήμερης ἀνάπαυσης καί διατηρεῖ τήν ἐλπίδα γιά τά μέλλοντα καί αἰώνια.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ζωντανός, δραστικός καί πιό κοφτερός ἀπό δίκοπο μαχαίρι, λέει ὁ Ἀπόστολος, καί μπαίνει βαθιά μέχρι τό μεδούλι τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, λειτουργεῖ θεραπευτικά γιά τήν ψυχή. Κι αὐτό γιατί, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀναγεννητική δύναμη καί Χάρη. Γι’ αὐτό μπορεῖ νά ἐπαναφέρει τό σκοτισμένο λογισμό καί νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τά βέλη τῶν δαιμονικῶν προσβολῶν καί τῆς ἄκαιρης φαντασίας. Τότε, ἐπανέρχεται ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς καί ἡ θέληση γίνεται ἀποφασιστικότερη, στήν ἀντίστασή της κατά τοῦ πάθους τῆς λύπης καί τῆς ἀθυμίας. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά ἀνορθωθεῖ καί νά κερδίσει πάλι ὅ,τι ἔχει ἤδη χάσει, ὄντας κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τῆς λύπης.
Μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ πληροφορεῖται ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος ἐναργέστερα γιά τήν αἰτία τῆς πτώσεώς του, ὥστε νά μπορεῖ πλέον νά ἐπιλέγει τήν καλύτερη καί ἀσφαλέστερη ὁδό, γιά τήν ἐπιστροφή του στόν «οἶκο τοῦ Πατρός». Γι’ αὐτό, μᾶς παροτρύνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νά συγκεντρώνουμε βιβλία πνευματικά. Γιατί ὅπου βρίσκονται τέτοια βιβλία, ἀπό ἐκεῖ φεύγει κάθε δαιμονική ἐνέργεια καί ὁ ἄνθρωπος βρίσκει εἰρήνη καί παρηγοριά.
δ) Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, τοῦ θανάτου καί τῆς μέλλουσας Κρίσης
Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σωτηριώδης αὐτή κατάσταση πού ἀναγεννᾶ τήν ψυχή καί τήν ζωογονεῖ, γιατί βγάζει ἀπό τό σκοτάδι τῆς λήθης στή χαρά τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλευθερίας «τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ».
Ὁ ὅσιος Νεῖλος παροτρύνει τόν πιστό νά διατηρεῖ διά τῆς εὐχῆς καί τῆς πνευματικῆς γενικά ἄσκησης, τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ὅπως, λέει ὁ Ὅσιος, ἀναπνέουμε ἀδιάκοπα, ἔτσι πρέπει νά κρατᾶμε τή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί νά μελετοῦμε τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας καί τῆς παράστασής μας ἐνώπιόν Του, κατά τήν ὁποία θά ἀποδώσουμε λόγο, ὡς οἰκονόμοι καί διαχειριστές τῶν χαρισμάτων καί τῶν δωρεῶν Του πρός ἐμᾶς.
Ἡ μελέτη τοῦ θανάτου μπορεῖ ἐνδεχομένως νά φέρνει λύπη στήν ψυχή, λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀλλά αὐτή ἡ λύπη εἶναι θεόσδοτη καί σωτηριώδης γιά τόν ἄνθρωπο. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ἐξάλλου, πάντα συνοδεύει τή μνήμη τοῦ θανάτου καί γι’ αὐτό ἡ λύπη αὐτή εἶναι «λύπη θεοφιλής» «χαροποιός» καί γεμάτη πνευματική εὐφροσύνη.
ε) Ἡ «κατά Θεόν πτωχεία», ἡ σιωπή καί ἡ ἡσυχία
Ἡ κατά Θεόν πτωχεία εἶναι ἡ ἑκούσια ἀποποίηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί ὅλων γενικά τῶν κτήσεων, τῶν δικαιωμάτων καί τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μέ αὐτά. Κι’ αὐτό γιατί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπορρίψει κάθε σχέση μέ τά ὑλικά ἀγαθά καί μέ τό κοσμικό, γενικά, φρόνημα, «τό φρόνημα τῆς σαρκός», ὅπως τό ἀποκαλεῖ χαρακτηριστικά ὁ Ἀπόστολος, τότε ἐλαχιστοποιοῦνται ἤ καί συχνά, μηδενίζονται τά αἴτια τῆς λύπης.
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ξεκάθαρα ὅτι ἡ σιωπή, ἡ «κατά Θεόν πτωχεία» καί ἡ ἡσυχία εἶναι παράγοντες δημιουργίας τῆς «πτωχείας τοῦ πνεύματος». Γιατί ὁ ἄνθρωπος, σβήνοντας κάθε σχέση του μέ τά ἀγαθά καί τό φρόνημα τοῦ κόσμου τούτου, ἐλαφρύνεται καί καθαρίζεται ἀπό τά πάθη καί μοιάζει μέ ἄγραφη πλάκα πού εἶναι καλυμμένη μέ κέρινη ἐπιφάνεια. Σ’ αὐτή λοιπόν λέει, τήν ἰσόπεδη πλάκα ὑπάρχει δυνατότητα νά ἐγγραφοῦν καθαρά καί νά παραμείνουν ἀνόθευτα τά Θεῖα δόγματα, ἀπαλλαγμένα ἀπό τίς ἐμπαθεῖς ἐπηρροές καί τίς διαστρεβλωμένες ἁμαρτωλές προσμίξεις τους.
Παρομοιάζει μάλιστα ὅ ἅγιος Ἱεράρχης τή λύπη καί τά ἄλλα πάθη μέ ἄγρια θηρία. Καί, ὅπως λέει, τά θηρία, ὅταν παγώσουν, ἀδυνατοῦν πλέον νά ἔχουν τήν ἐπιθετική δύναμή τους ἐνεργή, ἔτσι καί ἡ λύπη χάνει τή σφοδρότητα καί τήν καυστικότητά της, ὅταν αὐτή δέν συντηρηθεῖ μέ τό αἴ-σθημα ἀσφάλειας πού πηγάζει ἀπό τήν κτήση τῶν ἀγαθῶν. Ἔτσι, μπορεῖ κανείς νά τήν ὑπεβεῖ πιό εὔκολα, γιατί αὐτή χάνει τή βαρύτητα καί τή σημασία της καί γίνεται πλέον «εὐκαταγώστη».
Οἱ ἅγιοι Πατέρες σημειώνουν ἰδιαίτερα τό θέμα τῆς «κατά Θεόν» σιωπῆς καί ἡσυχίας, ὡς παράγοντα ἰσχυρό καί ὡς προϋπόθεση γιά τήν ἀπόκτηση τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη, καθώς καί γιά τήν ἑτοιμασία τῆς ψυχῆς νά δεχθεῖ τό μήνυμα τῆς Εὐαγγελικῆς εἰρήνης καί τῆς χαρᾶς.
Ἡ πτωχεία καί ἡ ἀκτημοσύνη εἶναι ἐπίσης ὁδοί πού διευκολύνουν τή μετάνοια τῆς ψυχῆς καί τήν ἐλευθερία της ἀπό τήν «προσπάθεια» πού ἔχει πρός τήν κτίση καί τά ἐφήμερα ἀγαθά της. Κι αὐτό, γιατί δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σέ θέση νά διαχειρίζονται τά ἀγαθά, τίς σχέσεις καί τά χαρίσματά τους ἀπαθῶς, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ στέρησή τους ἀποτελεῖ πηγή καί τροφοδότιδα τῆς λύπης καί τῆς ἀθυμίας.
Ἡ ἀντίδραση πού ἐπέδειξε ὁ πλούσιος νέος τοῦ Εὐαγγελίου στήν ὑπόδειξη πού τοῦ ἔγινε ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἐπιβεβαιώνει τήν ἀλήθεια τοῦ πράγματος. Ὁ νέος αὐτός εἶχε ἑλκυσθεῖ ἀπό τό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί τό κήρυγμά Του γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἐπιθύμησε νά ἀποκτήσει τήν τελειότητα τῶν «τέκνων τοῦ Θεοῦ». Ὅταν ὅμως ἄκουσε ὅτι, ἡ ἀποποίηση τῶν ἀγαθῶν του ἦταν προϋπόθεση τῆς ἀποκτήσεως τῆς ἐλευθερίας του, ὥστε νά μπορέσει ἀπρόσκοπτα νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, «ἔφυγε σκυθρωπός». Καί ἑρμηνεύοντας ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής τήν περίεργη αὐτή στάση τοῦ νέου, λέει: Συμπεριφέρθηκε ἔτσι, «γιατί εἶχε κτήματα πολλά».
ζ) Ἡ ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν
Ὁ πόλεμος μέ τούς λογισμούς εἶναι ἀφανής καί ἐπώδυνη μορφή τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, ἀλλά καί ἡ πλέον σημαντική καί ἀποφασιστική κίνηση γιά τήν ἀπαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη καί τήν ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας.
Τό πεδίο μάχης μέ τούς λογισμούς, ἀλλά καί τό ἔδαφος στό ὁποῖο αὐτοί γεννιοῦνται καί ἀναπτύσσονται εἶναι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας διδάσκουν ὅτι οἱ ἐπιθέσεις τῶν λογισμῶν μποροῦν εὔκολα νά ἀναχαιτισθοῦν, παραμένοντας μόνο στό στάδιο τῆς προσβολῆς, ἄν ὁ ἀγωνιστής τοῦ πνεύματος δέν τούς δεχθεῖ καί, πολύ περισσότερο, ἄν, μέ σθένος, τούς ἀντικρούσει.
Αὐτό ὅμως ἀπαιτεῖ μεγάλη πείρα καί ἰσχυρή θέληση. Ἀλλά, ἐπειδή ἡ ἀντίδραση ἐκ μέρους ἐκείνου πού πλήττεται ἀπό αὐτούς, δέν εἶναι σθεναρή καί ἔγκαιρη, οἱ λογισμοί εἰσέρχονται στήν ψυχή, βρίσκοντας πρόσφορο ἔδαφος καί ἐκλεκτούς συνεργούς, τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου καί μάλιστα, τήν ὑπερηφάνεια. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος στερεῖται τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, βυθίζεται στό σκοτάδι τῆς λύπης καί συχνά, καταλαμβάνεται καί ἀπό τόν βρόγχο τῆς ἀπελπισίας. Γιατί, καθώς λέει ὁ ἅγιος Σιλουανός, μπορεῖ κανείς νά χάσει τή Χάρη καί ἀπό ἕναν κακό λογισμό. Γιατί, μέ τόν κακό λογισμό εἰσέρχεται στήν ψυχή μιά ἐχθρική δύναμη καί τότε ὁ νοῦς σκοτίζεται καί βασανίζεται ἀπό κακές σκέψεις. Γι’ αὐτό, μάθε, λέει, νά σταματᾶς ἀμέσως τούς λογισμούς. Ἄν, ὅμως, ξεχάσεις καί δέν τούς διώξεις ἀμέσως, τότε πρόσφερε μετάνοια.
Οἱ λογισμοί μπορεῖ νά εἶναι πονηροί, βλάσφημοι καί νά ὑποκινοῦν τό ἄνθρωπο σέ ἀπιστία πρός τόν Θεό καί ἰδιαίτερα, πρός τό Πρόσωπο τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ-Λόγου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπό αὐτούς, συνεχίζει ὁ ἅγιος Σιλουανός, οἱ πονηροί κυρίως, λογισμοί γεννιοῦνται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια τῆς ψυχῆς καί πλήττουν ἰδιαίτερα αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μέ τή ζωή τοῦ ἄλλου.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, ἐνῶ, πολλές φορές, δέν φαίνεται νά ἐνοχλεῖται ἀπό τούς κακούς λογισμούς, νά ἀδιαφορεῖ –ἀντίθετα, συλλαμβάνεται συχνά νά ἀνοίγει διάλογο ἄνισο καί ἐπιζήμιο μαζί τους– ἐντούτοις, αἰσθάνεται μεγάλη δυσκολία νά τούς ἀποκαλύψει καί νά τούς ἐκθέσει σέ κάποιον μεγαλύτερο καί ἐμπειρότερο στόν πνευματικό ἀγώνα, ἄνθρωπο.
Ἀλλά κάνοντας ἔτσι, παραμένοντας δηλαδή, κανείς ἀνενεργός, σέ ράθυμη καί ἀναποφάσιστη κατάσταση, χάνει τή δύναμη καί, κατά συνέπεια, τή δυνατότητα νά τούς ἀντικρούσει εὔστοχα, ὥστε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή θανατηφόρα ἐπίδραση καί φορτικότητά τους.
Ἡ ἐμπειρία τῶν ἁγίων Πατέρων ὅμως, καί μάλιστα τῶν Νηπτικῶν, μᾶς ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ ἀποκάλυψη «τῶν κρυφίων» τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς ἐλευθερίας του καί μάλιστα, γιά τόν εὔχαρη καί εἰρηνικό βίο, καί τήν ἄσκηση τῆς προσευχῆς.
Ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας ἐπιμένει ὅτι πρέπει κανείς νά ἀναφέρει στούς ἐμπειρότερους περί τά πνευματικά, ὄχι μόνο τούς κακούς, ἀλλά καί τούς καλούς λογισμούς. Κι’ αὐτό, γιατί πολλές φορές, οἱ καλοί λογισμοί εἶναι «προβατόσχημοι». Κρύβουν δηλαδή, μέσα τους ὑπερήφανα βιώματα, καλλιεργοῦν «ὑπερόπτη νοῦ» καί τελικά ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο σέ πλῆθος ἀδιεξόδων καί ἄβυσσο ἀπελπισίας.
Ὁ ἄνθρωπος, βέβαια, μπροστά στή δυσκολία του νά ἀποκαλύψει τούς λογισμούς του, προφασίζεται, συχνά, ὅτι ὁ ἴδιος ἔχει τή δύναμη καί τήν ἀπαιτούμενη γνώση καί ἐμπειρία, ὥστε νά τούς ἀντιμετωπίσει μόνος του, χωρίς ἄλλη βοήθεια καί συμπαράσταση. Ἄλλοτε πάλι, ἰσχυρίζεται ὅτι δέν ἔχει συναντήσει κάποιον ἐμπειρότερο καί παλαίμαχο στόν πνευματικό ἀγώνα, κατά τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἄνθρωπο, ὥστε νά τόν ἐμπιστευθεῖ καί νά ἀκολουθήσει μέ σιγουριά τίς συμβουλές του.
Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, συμβουλεύοντας τά πνευματικά του παιδιά, σχετικά μέ αὐτό τό θέμα, λέει χαρακτηριστικά ὅτι δέν πρέπει κανείς νά βασίζεται ποτέ στό λογισμό του οὔτε νά διστάζει, σέ περίπτωση πραγματικῆς ἔλλειψης ὁδηγοῦ, νά συμβουλεύεται, ἀκόμα καί ἕνα μικρό παιδί. Γιατί, ὁ Πανάγαθος Θεός, βλέποντας τήν ταπείνωσή του, θά φωτίσει ἀκόμα καί ἕνα μικρό παιδί, ὥστε νά τοῦ ἀπαντήσει θεοδίδακτα καί νά τόν κατεθύνειμέ γεροντική σωφροσύνη.
η) Ἡ ἀποδοχή τῶν ἀκουσίων θλίψεων ὡς παιδείας τοῦ Κυρίου καί ἡ μεταποίησή τους σέ ἑκούσιες.
Ὁ κύριος παράγοντας πού προκαλεῖ στόν ἄνθρωπο τή λύπη εἶναι τά διάφορα ἐξωτερικά συμβάντα πού συντελοῦνται χωρίς τή δική του θέληση –καί ἐνδεχομένως τή συμμετοχή– καί τά ὁποῖα ἔχουν δυσάρεστες ἐπιπτώσεις σ’ αὐτόν καί στό περιβάλλον του.
Γενεσιουργός αἰτία τῆς λύπης εἶναι ἐπίσης καί ὅσα πλήττουν τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο, εἴτε αὐτά ἀναφέρονται στή σωματική του ὑπόσταση καί ἀκεραιότητα (ἀσθένειες, πτωχεία κτλ.), εἴτε αὐτά θίγουν τήν εἰκόνα καί τήν ἰδέα πού ὁ ἴδιος τρέφει γιά τόν ἑαυτό του.
Ὅταν λοιπόν, βρεθεῖ κανείς στό μάτι τοῦ κυκλώνα τῆς λύπης, τότε συνήθως κατευθύνει τά βέλη τῶν ἀντιδράσεών του πρός τούς ἐκτός τοῦ ἑαυτοῦ του συντελεστές τῆς δημιουργίας τῶν ἀδοκήτων πειρασμῶν του. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ὅμως, οἱ ὁποῖοι γνώρισαν, μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά ἐνδότερα τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι καί τῶν κινήσεών του, μᾶς βοηθοῦν, μέ τήν ἐμπειρία καί τό θεοφώτιστο λόγο τους, νά ἀλλάξουμε ὀπτική γωνία. Μᾶς συνιστοῦν δηλαδή, νά στρέψουμε τόν προβολέα μας πρός τόν «ἔσω ἄνθρωπο», ὁ ὁποῖος, ὄντας δέσμιος τῶν παθῶν του, δέν ὑποψιάζεται ὅτι πάσχει. «Πάσχει», καθώς λέει ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, «ἕως ὅτου αὐτός ταπεινωθεῖ».
Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἐρημίτης μιλώντας πάνω στό ἴδιο θέμα εἶναι ἀκριβέστερος καί ἀποκαλυπτικότερος: «Οἱ διάφορες θλίψεις, λέει, πού βρίσκουν τόν ἄνθρωπο εἶναι γεννήματα τῆς κακίας πού ὁ ἴδιος ἔχει μέσα του».
Γι’ αὐτό μᾶς συνιστᾶ, ὅταν βρισκόμαστε κάτω ἀπό λυπηρές καί δυσάρεστες καταστάσεις, νά μή θεωροῦμε τούς συνανθρώπους μας ὡς αἴτιους τῶν συμφορῶν μας, ἀλλά νά ὑπομένουμε. Γιατί αὐτός ὁ τρόπος τῆς ἀντιμετώπισης φανερώνει γνωστικό ἄνθρωπο καί γίνεται αἰτία καθαρισμοῦ του ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἔτσι ἐπίσης, ἐπαναφέρει κανείς τή «μνήμη τοῦ Θεοῦ» στήν καρδιά του. Κι’ αὐτό γιατί, καθετί δυσάρεστο θλίβει τήν ψυχή «κατά ἀναλογίαν» τῆς λήθης τοῦ Θεοῦ, τῆς διάσπασης τοῦ νοῦ καί τοῦ διασκορπισμοῦ του εἰς «χώραν μακράν.
Εἶναι μοναδικῆς σημασίας ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Μάρκου, ὁ ὁποῖος, ὡς ἔμπειρος καί γνωστικός πνευματικός ὁδηγός, ἀποφθέγγεται, λέγοντας ὅτι κάθε ἀκούσια θλίψη ἔχει τήν αἰτία της σέ κάποια ἄλλη, ἑκούσια πτώση. Γιατί, σύμφωνα μέ τό λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, συνεχίζει ὁ Ὅσιος, κανένας δέν εἶναι ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος γιά τόν ἑαυτό του.
Ὡς ἑκούσιο θεωρεῖ ἡ Ἁγία Γραφή τό λογισμό καί ὡς ἀκούσιο τό δυσάρεστο γεγονός πού ἐπακολούθησε. Γιατί, ὁ Θεός ἐπιτρέπει ὥστε νά πλήξουν τόν ἄνθρωπο οἱ ἀκούσιες θλίψεις, μέ τή μορφή ἀκούσιων συμβάντων. Κι αὐτό τοῦ συμβαίνει ἐξαιτίας τῆς παράβασης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος ἑκουσίως καταπάτησε.
Αὐτός, συμπληρώνει ὁ Ὅσιος, εἶναι ὁ πνευματικός νόμος. Ἀνάλογα μέ τό βαθμό τῆς ἑκούσιας κακίας εἶναι καί τό μέγεθος τῆς ἀκούσιας καρποφορίας. Αὐτή, βέβαια, τήν ὀδυνηρή συνέπεια δέν μπορεῖ κανένας νά τήν ἀποφύγει, παρά μονάχα, μέ τή βοήθεια τῆς προσευχῆς καί τῆς μετάνοιας.
Ἄν ἀντικρούσει ὁ ἄνθρωπος τά θλιβερά καί τούς πειρασμούς πού τόν βρίσκουν, ἐκτός προσευχῆς καί ὑπομονῆς, τότε ὄχι μόνο αὐτά δέν ὑποχωροῦν, ἀλλά ἐπιτίθενται σφοδρότερα καί ὀδυνηρότερα. Ὁ πιστός, λοιπόν, κάνοντας τόν πνευματικό ἀγώνα του, θά πρέπει πάντα νά θυμᾶται ὅτι μέσα στίς ἀκούσιες θλίψεις πού δέχεται, βρίσκεται κρυμμένο μέ τρόπο ἄδηλο καί θαυμαστό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ μετάνοια καί «εἰς νομάς αἰωνίους».
Μεταξύ ἀκουσίων καί ἑκουσίων θλίψεων, δέν ὑπάρχει ἀσφαλῶς, καμιά σύνδεση καί ἀλληλουχία, ὡς πρός τό εἶδος καί τό χρόνο πού αὐτές συντελέσθηκαν, ἀλλά συμβαίνουν σύμφωνα μέ τή φιλάνθρωπη λειτουργία τοῦ νόμου τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ.
Ἄν λοιπόν μέ αὐτά τά δεδομένα σκέπτεται καί λειτουργεῖ ὁ ἄνθρωπος, δέν θά τρέφει βιώματα ἀναξιοπαθοῦντα, οὔτε θά πέφτει στούς βρόγχους τῆς λύπης, ἀλλά θά ἀξιοποιεῖ προσευχητικά τά ἀκούσια θλιβερά γεγονότα τῆς ζωῆς του κατά τρόπο θετικό, δηλαδή, μέ ταπείνωση, αὐτογνωσία καί ὑπομονή.
Ἐνεργώντας ἔτσι, δέν θά ἐκτεθεῖ στόν κίνδυνο τῆς κατάρρευσης, ἀλλά θά ἀποδέχεται καθετί εὐχαριστιακά. Καί αὐτό σημαίνει ὅτι καθετί λυπηρό θά γίνεται σ’ αὐτόν δάσκαλος Θεογνωσίας καί ἔναυσμα γιά τήν προσπάθεια τῆς κάθαρσής του ἀπό τίς «ἐν ἐπιγνώσει» ἤ «ἐν ἁγνοίᾳ» ἁμαρτίες του.
Οἱ ἀκούσιες θλίψεις, τελικά, δέν παράγουν τό δηλητήριο τῆς λύπης καί τῆς ἀθυμίας, ἀλλά εἶναι εὐεργέτιδες καί διάκονοι στήν ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά τερατώδη πάθη. Γιατί ἡ ὁδός πού ὑποδεικνύουν οἱ ἀκούσιες θλίψεις διασώζει, διά τῆς συνεχοῦς μετανοίας, τή σωστή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί τόν ἀδελφό, τόν ὁποῖο δέν δακτυλοδεικτοῦν ὡς ὑπεύθυνο τῶν συμφορῶν του, ἀλλά τόν ἀποδέχονται, ὡς καθρέπτη τῆς ἁμαρτωλότητας καί τῆς δικῆς του ἐμπάθειας.
Τότε μόνο δέν θά δεχόμαστε τούς κεραυνούς τῆς ἀκούσιας λύπης, ὅταν μέ τή ζωή καί τά βιώματά μας δέν θλίβουμε κανένα, δηλαδή ὅταν δέν λυποῦμε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, μέ τό Ὁποῖο ἔχουμε σφραγισθεῖ, γιά νά ὁδηγηθοῦμε στή σωτηρία.

Από τό βιβλίο: Ὠδή στό ἐφήμερο - Ἡ λύπη κατά τούς Πατέρες
Ἐκδόσεις “ΕΟΙΜΑΣΙΑ” Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Οι ψευδεπίσκοποι αποκαλύπτουν το αληθινό τους πρόσωπο! --Οι διωγμοί εντείνονται!

ΠΑΥΘΗΚΕ ΑΠΟ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ
ΤΗΣ Ι. Μ. ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ
Ο π. ΜΑΞΙΜΟΣ ΚΑΡΑΒΑΣ
ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ


(ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΑΝΕΛΑΒΕ Ο ΠΡΩΤΟΣΥΓΚΕΛΟΣ π. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΜΑΝΑΔΗΣ)



Με απόφαση του Μητροπολίτη Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας κ.κ. Θεόκλητου “παύθηκαν” από τα καθήκοντά τους τόσο ο Ηγούμενος της Ι. Μ. Αγίας Παρασκευής Εορδαίας όσο και ο ιερομόναχος Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Καλαϊτζόπουλος (ο οποίος και δεν θα μπορεί στο εξής να λειτουργεί). Τοποτηρητής στο μοναστήρι (προσωρινός ηγούμενος) ορίστηκε ο πρωτοσύγκελος της μητρόπολης ενώ στη διοίκηση της Μονής συμμετέχουν ως διοικούσα επιτροπή οι αρχιμανδρίτες (που σημειωτέον είναι εγγεγραμμένοι στο μοναστήρι) π. Χαράλαμπος Ζιώγας, Πρόδρομος Μωϋσίδης και Τιμόθεος Τσισμαλίδης.



Για την καλλιέργεια της ψυχής μας

Για να προκόψεις στην αρετή χρειάζεται να γνωρίσεις τον Θεό και να Τον αγαπήσεις. 
Και θα Τον γνωρίζεις καλύτερα όσο περισσότερο τον αγαπάς. Πρέπει να σταυρώσεις τα πάθη σου και τις κακές σου επιθυμίες, για να έρθει μέσα στη ψυχή σου η χάρη Του.
Η βάση των αρετών είναι η ταπείνωση. Και για να αποκτήσουμε αρετές πρέπει πρώτα να βάλουμε το θεμέλιο των αρετών που είναι η ταπείνωση.
Πρέπει ν’ απαλλαγείς από τα σαρκικά πάθη, για να μπορέσεις να προκόψεις στην αρετή...

Η πρόοδος στην αρετή δεν είναι εύκολο πράγμα. Χρειάζεται αγώνας σκληρός για πολλά χρόνια. Πρώτα θα γνωρίσουμε την αρρώστια μας, θα πιστέψουμε ότι είμαστε άρρωστοι πνευματικά, και μετά θα προχωρήσουμε στη θεραπεία. Οι Πατέρες διδάσκουν ότι ποτέ στη ζωή μας δεν θα δούμε τον Θεό αν δεν κόψουμε τα πάθη μας. 
Αυτός είναι ο σωστός και μοναδικός τρόπος για να πλησιάσουμε τον Θεό. Τα αγαθά της Ουράνιας Βασιλείας δεν δίνονται στους ράθυμους και σ’ αυτούς που δεν έχουν καρπό αρετής.
Οι θλίψεις και οι στενοχώριες, οι αρρώστιες, το βάρος της σάρκας, οι ανάγκες του σώματος, οι συμφορές και αυτός ο θάνατος αντιμετωπίζονται με τη βοήθεια του Θεού. Αυτή όμως η βοήθεια θα έλθει, όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται ν’ αποκτήσει τις αρετές.
Η άσκηση της αρετής έχει μεγάλη σημασία στην καλλιέργεια της ψυχής, και η αρετή δεν αποκτιέται με ωραία λόγια, αλλά με κόπο, με μόχθο και ιδρώτα. 
Είναι μακάριος ο άνθρωπος που συνεχώς ανεβαίνει.

Αγίου Ισαάκ του Σύρου

Περί δεισιδαιμονίας και δεισιδαίμονα



Δεισιδαιμονία είναι ο δίχως λογική φόβος του Θεού. Πρόκειται περί υπερβολής και ακρότητας, αφού το μέτρο διατηρεί μόνο η ευσέβεια. Ο δεισιδαίμονας έχει φοβική συνείδηση, γιατί δεν την έχει αναπτύξει και στέκεται προς το θείο γεμάτος φόβο και με τρόπο που δεν ταιριάζει στον Θεό. Έχει ατελή γνώση περί των θείων ιδιωμάτων και πιστεύει για τον Θεό πράγματα ανάξια γι’ Αυτόν. Ο δεισιδαίμονας έχει εσκοτισμένο τον νου και ταραγμένη τη διάνοια. Ο Πλούταρχος λέει για τη δεισιδαιμονία: «Είναι φοβερό το σκοτάδι της δεισιδαιμονίας και όταν καταλάβει τον άνθρωπο ενσπείρει σ’ αυτόν λογισμούς σύγχυσης και τύφλωσης και μάλιστα σε πράγματα που είναι απαραίτητοι οι συλλογισμοί».
Ο δεισιδαίμονας φοβάται εκεί που δεν υπάρχει φόβος και ταράζεται εκεί που όφειλε να βρει την ειρήνη. Φαντάζεται πάντοτε ότι ο Θεός τον καταδιώκει και ζητάει τη σωτηρία από περιδέραια, τα οποία κρεμάει στον λαιμό του. Πιστεύει σε πλάνους και δέχεται σαν αλήθεια καθαρές ανοησίες. Παντού διακρίνει τη επικράτηση των σκοτεινών δυνάμεων και τους αποδίδει μεγαλύτερη δύναμη από τον Θεό. Ο δεισιδαίμονας είναι ηθικά ανελεύθερος και διανοητικά ταπεινωμένος . Πάσχει από θρησκευτική καταδίωξη και είναι ψυχικά άρρωστος. Ο δεισιδαίμονας είναι άνθρωπος δυστυχισμένος και ζει βίο άθλιο.

Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως 
Από το βιβλίο: «Το γνώθι σαυτόν
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ»

Οι άνθρωποι του κόσμου



Οι άνθρωποι του κόσμου αγαπούν τον κόσμον
Επειδή δεν εγνώρισαν ακόμη την πικρίαν αυτού.
Είναι ακόμη τυ­φλοί στην ψυχήν και δεν βλέπουν
Τι κρύπτεται μέσα εις αυ­τήν την προσωρινήν χαράν.

Δεν ήλθεν ακόμη εις αυτούς φως νοητόν
Δεν έφεξεν ακόμη ημέρα σωτηρίας...
Δεν κερ­δίζει ο έξυπνος, ο ευγενής, ο ομιλών τορνευτά
Ή ο πλού­σιος..

Αλλά όποιος υβρίζεται και μακροθυμεί

Αδικείται και συγχωρεί, συκοφαντείται και υπομένει....

Αυτός καθαρίζε­ται και λαμπρύνεται περισσότερον.
Αυτός φθάνει εις μέτρα μεγάλα.
Αυτός εντρυφά εις θεωρίας μυστηρίων.
Και τέλος αυτός είναι από εδώ μέσα εις τον Παράδεισον.

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής

ΕΙΜΑΙ ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΩ




«Τα δημοσίως λεγόμενα και πραττόμενα 
δημοσίως να ελέγχονται» 
[Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος]

Τον τελευταίο καιρό, πριν και ειδικά μετά την οικουμενιστική φιέστα της Κρήτης, μία σειρά κατευναστικών προς το ποίμνιο άρθρων έχουν εμφανιστεί στο διαδίκτυο. Δυο χαρακτηριστικά που έπεσαν στην αντίληψή μου είναι το ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ από την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους, και «Οι μεγαλομάρτυρες του διαδικτύου και η αλήθεια της πίστης » του π. Βαρνάβα Γιάγκου. Το θέμα της κατακρίσεως επίσης έχει γίνει δημοφιλές στο διαδίκτυο ωσάν να χτυπήθηκε ξαφνικά το ποίμνιο από τη μάστιγα της συγκεκριμένης αμαρτίας. Τέλος, δεν παραλείπεται η οικειοποίηση των Αγίων (η ανοιχτή πληγή των οικουμενιστών) για να μας περάσουν συγκεκριμένα ‘μηνύματα’. Κλασσικό παράδειγμα είναι το βίντεο που ξετρύπωσε ‘όλως τυχαίως’ και έπειτα από τόσα χρόνια η Ιερά Μητρόπολη Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, στο οποίο, ο Άγιος Παΐσιος ασπάσθηκε το χέρι του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου κατά τη διάρκεια επίσκεψης του δεύτερου στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους τον Νοέμβριο του 1992.

Τούτο το τελευταίο αποτελεί σαφέστατο δείγμα του πως μας βλέπουν και πως μας θέλουν να είμαστε, άλογα υποταγμένα πρόβατα, και θα πρέπει να ηχήσει το εσωτερικό μας καμπανάκι για την «εκκλησία» που οραματίζονται. Χαμηλού επιπέδου προπαγάνδα συναισθηματικής φύσεως που απευθύνεται σε ανοήτους.


Γνωρίζουμε πολύ καλά την συνετή συμπεριφορά των Αγίων, τον σεβασμό τους προς τους ιεράρχες της Εκκλησίας, αλλά και την κάθετη και ξεκάθαρη στάση τους απέναντι στην αίρεση. Το 1992 ο νυν Πατριάρχης δεν είχε εκδηλώσει τις βλάσφημες αισχυντοσύνες που απερίφραστα εκδηλώνει τώρα, ενώ ο Πατριάρχης Αθηναγόρας όταν τις εκδήλωσε έλαβε και την ανάλογη απάντηση –διακοπή μνημόνευσης του ονόματός του από το 1970 μέχρι το θάνατό του το 1972- από τον αγιορειτικό μοναχισμό με πρωτοστατούντα σε αυτήν την ενέργεια τον Άγιο Παΐσιο, τότε μοναχό στην Ι. Μ. Σταυρονικήτα.

Όλα αυτά και πολλά άλλα κάνουν ορισμένους από εμάς τους «μεγαλομάρτυρες του διαδικτύου», όπως ειρωνικά μας αποκάλεσε ο σεβαστός π. Βαρνάβας Γιάγκου, να θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή των λογικών προβάτων του Θεού σε ορισμένα χαρακτηριστικά που συνιστούν συντονισμένη προπαγάνδα με συγκεκριμένη ‘γραμμή’. Δεν γνωρίζουμε αν οι αρθογράφοι έχουν συνειδητή επίγνωση αυτού που κάνουν και εννοείται πως δεν είναι δουλειά μας να τους κρίνουμε. Εμείς θα σχολιάσουμε απλά τα γραφόμενα. Ο Θεός θα τους κρίνει όπως θα κρίνει και εμάς.

Κοινό στοιχείο και των δύο άρθρων που προανέφερα είναι καταρχάς η υιοθέτηση μίας αυθεντίας η/και αποκλειστικότητας στον πνευματικό αγώνα, στο βίωμα, στην αγάπη, στα ‘ψιλά γράμματα’ της Πίστης που οπωσδήποτε εμείς οι απνευμάτιστοι δεν κατέχουμε, για να πέσει μετά βαρύς ο πέλεκυς στις πιο ακραίες συμπεριφορές που επιλεκτικά αποφάσισαν να θίξουν οι γράφοντες έτσι ώστε να τους απονέμουν στο τέλος.. διαδικτυακό τρελλόχαρτο (λόγω κάποιας επικίνδυνης ψυχοπαθολογίας) και ‘εξιτήριο από τον παράδεισο’ (λόγω της εμπαθούς καρδιάς τους). Έπειτα, γίνεται μία ‘ανεπαίσθητη’ μεταφορά του ειδικού στο γενικό και ξαφνικά αυτό για το οποίο μιλούσαν ‘κρέμεται’ πάνω από τα κεφάλια ολονών μας.

Ο στόχος επετεύχθη. Οι γράφοντες φυσικά ‘δεν’ το πρόσεξαν ιδιαίτερα αυτό και συνεχίζουν να μιλάνε αρνητικά ωσάν να απευθύνονται ακόμα στην αρχική αρνητική ομάδα/πρόσωπο που είχαν επιλέξει γνωρίζοντας όμως ότι τώρα μιλάνε στη νύφη για να ακούει η πεθερά (το ευρύτερο κοινό δηλαδή). Καμμία αναφορά σε κάτι θετικό, όλα στραβά κι ανάποδα τα κάνουμε και αυτό που κυριαρχεί στο τέλος είναι ένα βαρύ κατηγορώ. Μην μιλάτε. Δείτε τα χάλια σας και αφήστε τους άλλους. Είστε αμαρτωλοί, δεν είστε Άγιοι για να μιλήστε. Υπάρχουν άλλα κίνητρα πίσω από το ενδιαφέρον σας.

Όλοι έτσι είμαστε σεβαστοί πατέρες; Δεν υπάρχει ούτε ένας βλογημένος Χριστιανός με ισορροπημένας τα φρένας ανάμεσά μας; Ισορροπημένοι είναι μόνο εκείνοι που «ανησυχούν» αλλά δεν μιλάνε; Και πως γνωρίζετε τον πνευματικό αγώνα του καθενός μας; Μας βλέπετε πίσω από κάποια κλειδαρότρυπα; Πως γνωρίζετε τον τρόπο που ενεργεί ο Θεός στον καθέναν από εμάς; Και εν πάση περιπτώσει, μέσα σε όλο αυτό το πανδαιμόνιο που έχουν δημιουργήσει οι εκπέσοντες από την Εκκλησία του Χριστού οικουμενιστές, θεωρείτε ότι το πρωτεύον ζήτημα είμαστε εμείς;Την ώρα που ο λύκος έχει μπει μέσα στο μαντρί θεωρείτε πως καθήκον σας, ως ποιμένες, είναι να κατσαδιάζετε τα πρόβατα επειδή βελάζουν πανικοβλημένα; Είναι αυτός ο ρόλος σας ή ρόλος σας είναι πρώτα να τα απομακρύνετε από τον λύκο και να τα οδηγήσετε σε ασφαλές μέρος; Κάντε το αυτό πρώτα, σώστε τη ζωή τους -την ψυχή τους στην προκειμένη περίπτωση- και έπειτα υποδείξτε τους τις αδυναμίες τους. Εκτός εάν πιστεύετε ότι σώζονται και εκτός Εκκλησίας.

Σεβαστοί πατέρες, με όλο το σεβασμό και ας με συγχωρέσει ο Θεός αν σας αδικώ, δείχνετε σα να μην θέλετε η/σα να αδυνατείτε να τα οδηγήσετε σε ασφαλές μέρος γι’ αυτό και επιλέξατε να μιλήσετε για τα ‘κακά πρόβατα’ και όχι για τον ‘κακό λύκο’. Την ώρα που η Εκκλησία απειλείται με σχίσμα και ο οικουμενισμός κατοχυρώθηκε «συνοδικά» θα περιμέναμε από εσάς να μας μιλήσετε για το πώς ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ να ΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥΜΕ την πίστη μας αυτούς τους δύσκολους καιρούς, χωρίς να προκαλούμε, χωρίς να πέφτουμε στο αμάρτημα της κατάκρισης για παράδειγμα. Ναι, σ’ αυτά τα θέματα είμαστε όλο αυτιά αλλά δεν σας ακούσαμε ποτέ να μας προσεγγίζετε με αυτόν τον τρόπο. 

Θα περιμέναμε εσάς τους ίδιους να παίρνατε ξεκάθαρη θέση για την παναίρεση του οικουμενισμού, για όλα αυτά που συνέβησαν στην ψευδο-Σύνοδο της Κρήτης, για τις απανωτές βλασφημίες του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου απέναντι στο πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας που μας έχουν κατασκανδαλίσει. Αν μιλούσατε ξεκάθαρα οι περισσότεροι από εσάς για αυτά τα θέματα πόσοι από εμάς δεν θα χρειαζόταν να μιλήσουμε; Εσείς όμως την ώρα του κακού χαμού ψάχνετε για «μαύρα πρόβατα» και μου ‘ρχεται τώρα στο νου η σοφή λαϊκή παροιμία που λέει «όσα δεν πιάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».

Άκρως απογοητευτικό ήταν το άρθρο της Ι. Μ. Κουτλουμουσίου.Από ένα προπύργιο της Ορθοδοξίας θα περίμενε κανείς να διαβάσει καθαρό Πατερικό Λόγο τούτες τις ώρες και όχι μια φιλοσοφική προσέγγιση λογοτεχνικής υφής που καταλήγει στον εφ(ησυχασμό). Γίνεται μάλιστα και αναφορά (η μόνη αναφορά για την ψευδο-Σύνοδο της Κρήτης) στο «ένα καλό που έγινε στην πρόσφατη Σύνοδο της Κρήτης», τη «μνεία στην ησυχαστική παράδοση και στις Συνόδους που την επικύρωσαν». Μία θεολογική παράδοση μας λέει «που ομολογεί την πραγματική προσωπική μετοχή στις άκτιστες ενέργειες του Θεού» και που «είναι η ουσία που χωρίζει εμπειρικά την ορθοδοξία από την αίρεση.»

Άρα εμείς μπορούμε να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο επειδή έγινε ΜΝΕΙΑ σε εκείνο που μας διαχωρίζει από την αίρεση και να αγνοήσουμε τις ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ που έκαναν τους Πατέρες της Εκκλησίας ΑΝΑΜΝΗΣΗ και τις αιρέσεις «εκκλησίες». Ζήστε την Ορθοδοξία μυστικά αδελφοί μας λέει η Ι. Μ. Κουτλουμουσίου, ούτως ή άλλως μία προσωπική σχέση με το Θεό είναι, και μην ασχολείστε με τα υψηλά πατώματα της διοικήσεως. Νοιώστε σπέσιαλ και ευνοημένοι διότι εδώ ολόκληρη Σύνοδος έκανε μνεία (χρυσώνω το χάπι λέγεται αυτό) στο ότι μόνο εσείς έχετε πραγματική μετοχή στις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Γιατί παραπονιέστε λοιπόν; Γιατί γκρινιάζετε αχάριστοι; Τι άλλο θέλετε; Μπορεί να γίνατε μία από τις πολλές τώρα αλλά και τι μια!! σαν και σας καμμία άλλη!!

Αναμένετε στο ακουστικό σας μας λέει η Ι. Μ. Κουτλουμουσίου διότι ο χρόνος θα «δοκιμάσει την ποιότητα και αντοχή των πραγμάτων». Μόνο που ο χρόνος σεβαστοί πατέρες είναι περίεργο πράγμα. Όντως συμφωνώ ότι στο μέλλον θα δοκιμάσει τα τωρινά αλλά και τούτη την ώρα δοκιμάζει τα παρελθόντα και δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς την μεροληπτική στάση που παίρνετε σε αυτό το άρθρο. Βλέπετε κάποια «ποιότητα» σε όλα αυτά που έχουν συμβεί, δηλαδή δεν είστε σίγουροι, το σκέφτεστε ακόμη, και βάζετε την Αλήθεια του Χριστού σε γύψο και τον χρόνο κριτή Της. 2016 χρόνια δεν είναι αρκετά, χρειάζονται κι άλλα.

Φανταστείτε που θα βρισκόταν τώρα η Εκκλησία εάν σκεφτόντουσαν με τον ίδιο τρόπο οι Ομολογητές και οι Μάρτυρές της Πίστεως. Βλέπετε «ευγένεια» και «σοβαρότητα» μόνο σε εκείνους που απλά «ανησυχούν» ενώ οι άλλοι είναι παρανοϊκοί που ψάχνουν για «βαρβάρους» διότι «αυτοί είναι μια κάποια λύσις» στη μίζερη ζωή τους. Κάνατε και ένα ψυχογράφημα σε έναν άνθρωπο και το πετάξατε έτσι ‘αθώα’ στο κείμενο σα γενικόλογο συμπέρασμα, ότι μάλλον πίσω από αυτές τις «φαινομενικά γενναίες και ασυμβίβαστα ορθόδοξες συμπεριφορές» κρύβεται μια «επικίνδυνη παθολογία». 

Και όλα αυτά επειδή ρωτήσατε κάποιον γιατί ασχολείται συνεχώς και αποκλειστικά με τους άλλους και τις αιρέσεις και δεν ασχολείται με τις αμαρτίες του και την πνευματική του καλλιέργεια και εκείνος σας απάντησε «Γιατί αυτό εμένα μου δίνει ζωή». Εδώ ομολογώ ότι σχίζω το πτυχίο μου. Εν πάση περιπτώσει εάν εσείς κρίνετε έτσι έναν άνθρωπο επειδή ασχολείται αποκλειστικά με τις αιρέσεις και τους άλλους, πως εμείς πρέπει να σας κρίνουμε που σε όλο το κείμενο ασχοληθήκατε αποκλειστικά με αυτόν;

Το άρθρο της Ι. Μ. Κουτλουμουσίου κλείνει με τη μέθοδο του «στρίβειν δια του αρραβώνος». Μπορεί να μην πήρε θέση (ή μάλλον πήρε) αλλά .. υπάρχουν οι Άγιοι. Μας λέει, ο λαός θα αναζητήσει, θα παραλάβει και θα φυλάξει την αλήθεια των Αγίων, «των ταπεινών φίλων του Θεού με τη φωτισμένη καρδιά, που έχουν κάνει το δόγμα ζωή. .. Αυτή η αλήθεια θα μείνει». Έχασε ποτέ αυτήν την αλήθεια ο πιστός λαός για να την ξαναβρεί σεβαστοί πατέρες; Ο πιστός λαός την έχασε ή οι ‘ποιμένες’ του που βρήκαν ερωμένες; Κι αν ποτέ ο λαός παρασυρόταν στην πλάνη από ποιους παρασυρόταν; Από μόνος του ή από τους ‘ποιμένες’ του; Και ο δικός σας ρόλος ποιος είναι; Ή μήπως ακόμα ψάχνετε να βρείτε αυτήν την αλήθεια;

Τελικά, αν δεν υπήρχε και αυτός ο έρμος ο πιστός λαός δεν ξέρω που θα ήταν τώρα αυτή η πίστη. Ορθώς είχε πει ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ότι όταν η Εκκλησία απαγορεύσει στη γιαγιά να ελέγξει τον Πατριάρχη τότε θα διαλυθεί. Διότι η γιαγιά δεν έχει ούτε τα αξιώματα, ούτε τις θεσούλες, ούτε τα χρήματα, ούτε τίποτα που να μπαίνει ανάμεσα στην προσωπική της σχέση με το Θεό. Η πικρή αλήθεια λοιπόν είναι ότι ο πιστός λαός κινδύνευε και κινδυνεύει κυρίως από τους ‘ποιμένες’ του σεβαστοί πατέρες, οι οποίοι φαίνεται πως ξέχασαν τους Αγίους και τους θυμούνται μόνο όταν και όπως τους συμφέρει. Και πολλές φορές δεν ήταν αρκετό απλά ο πιστός λαός να «φυλάξει» την πίστη του, έπρεπε να την ομολογήσει και να την ποτίσει με το αίμα του.

Αν η Ι. Μ. Κουτλουμουσίου έφτιαξε ένα ψυχογράφημα, ο σεβαστός π. Γιάγκου έφτιαξε ένα ερωτηματολόγιο. Ο λόγος; Πάνω κάτω ο ίδιος. Για να ερευνήσουμε τα βαθύτερα κίνητρά μας σε περίπτωση που πίσω από τον ζήλο μας για την υπεράσπιση «των αληθειών» κρύβεται μια ανάγκη για αυτοπροβολή και αναζήτηση ενός νοήματος στη ζωή μας που δεν έχουμε. Τα θέματα αυτά είναι πολύ σοβαρά και για να τα θίξει κάποιος χρειάζεται βαθιά ταπείνωση μας λέει ο π. Γιάγκου. 

«Οι Άγιοί μας από ταπείνωση απέφευγαν να μιλήσουν και εμείς ξενυχτούμε για να γράφουμε σε ιστοσελίδες ανώνυμα μηνύματα, προκειμένου να υπερασπιστούμε «τις αλήθειες της πίστης μας» σε κατάσταση πνευματικής ακηδίας. Κάποτε υπήρχαν οι μάρτυρες του αίματος, οι μάρτυρες του ιδρώτα και σήμερα οι ψευδομάρτυρες του υπολογιστή, του καναπέ και του facebook». «Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες με υβριστικές, προσβλητικές εκφράσεις και βίαιες συμπεριφορές «πιστοί» υπερασπίζονται τις αλήθειες της Ορθοδοξίας. Με πνεύμα έξω από το εκκλησιαστικό και ευαγγελικό βίωμα και τρόπο, είναι αδύνατο και ανεπίτρεπτο να αγγίζουμε θεολογικά θέματα. Χρειάζεται «καθαρή καρδιά ως καρπός προσευχής και μετανοίας.» Και ο π. Γιάγκου αναρωτιέται αν τελικά υπάρχει κάποιο ορθόδοξο χριστιανικό ιστολόγιο στο οποίο θα μπορούσε κανείς να βρει το πνεύμα του Θεού.

Δεν ξέρω τι ήταν αυτά που διαβάσατε και σας εξόργισαν τόσο πολύ π. Γιάγκου, αλλά παρ’ όλη την αγάπη και τη συγχωρητικότητα που ζητάτε να δείχνουμε στους κακούς, στους αμαρτωλούς, στους αδύνατους και στους φονιάδες, νοιώθω ότι αν οι αυτοί οι άνθρωποι που σας εξόργισαν ήταν χταπόδια, όχι μόνο θα τους είχατε λιώσει στο τσιμέντο από το κοπάνημα, θα τους είχατε εξαϋλώσει κυριολεκτικώς.
Οφείλω να σχολιάσω ορισμένα πράγματα από το άρθρο σας, όχι διότι διαφωνώ απαραιτήτως με όλα όσα γράφετε, αλλά επειδή βλέπω ότι και εσείς, όπως και η Ι. Μ. Κουτλουμουσίου, δείχνετε μία προτίμηση στον σχολιασμό σας και κάνετε ανυπόστατες γενικεύσεις. 

Επιλέγετε ένα κακό δείγμα, το μαυρίζετε, και έπειτα αφήνετε ‘ανέμελα’ να νοηθεί ότι ενδεχομένως αυτός να είναι και ο κανόνας «Αν σήμερα θελήσει ένας άνθρωπος να ψάξει την αλήθεια αναζητώντας τον Θεό και μπει σε ορθόδοξα χριστιανικά ιστολόγια για να γευτεί το πνεύμα του Θεού, θα εμπνευστεί ή θα απομακρυνθεί τελείως; Αυτό είναι ένα κριτήριο που αποκαλύπτει πού βρισκόμαστε.» Καμμία καλή κουβέντα, κανένας καλός λόγος, όλα είναι λάθος για εσάς.
Γράφετε πως οι Άγιοι απέφευγαν να μιλήσουν από ταπείνωση. 

Επιτρέψτε μου αλλά, οι Άγιοι δεν εξασκούνταν στην ταπείνωση όταν συναντούσαν αιρέσεις, ούτε φυσικά τις απέφευγαν για να δείξουν ταπεινοί. Οι Άγιοι ήταν απλά Άγιοι, ήταν ταπεινοί σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους και έκαναν τα πάντα και σε όλες τις περιπτώσεις πολύ καλύτερα από εμάς. Στα θέματα των αιρέσεων δε οι θέσεις των Αγίων ήταν ξεκάθαρες, διότι γνώριζαν ότι όσο ταπεινοί κι αν ήταν, όσες αρετές κι αν είχαν, έξω από την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν θα σωζόντουσαν. 

Εμείς καλούμαστε να μιμηθούμε τους Αγίους και δεν μπορούμε να τους παίρνουμε αλα καρτ. Δεν βγάζει νόημα να πρέπει να τους μιμηθούμε μόνο στις αρετές και όχι στην ομολογία της Πίστεως, χωρίς την οποία (την ορθή Πίστη) οι αρετές πάνε στράφι. Είπε κανείς ότι θα τα κάνουμε όλα τέλεια; Όχι φυσικά. Εσείς όμως αντί να μας βοηθήσετε μας κόβετε τα πόδια. Βάζετε όρους ακόμα και στο πως θα πρέπει να μιμηθούμε τους Αγίους. Μας μιλάτε από τη μία για την πρόνοια του Θεού, για το εκκλησιαστικό βίωμα, και ταυτόχρονα μπαίνετε τροχονόμοι στην προσωπική μας σχέση με τους Αγίους. Γιατί; Δεν την εμπιστεύεστε;

Υπάρχει κάποιο «αγιόμετρο» το οποίο πρέπει να περάσουμε για να ομολογήσουμε; Αν ο ληστής επάνω στο σταυρό περίμενε να γίνει πρώτα άγιος, και αφού απαντήσει και το ερωτηματολόγιό σας μετά να ομολογήσει, θα έκανε ποτέ ομολογία; Που θα βρισκόταν τώρα; Είχε έστω και μια «επόμενη ημέρα» ο ληστής στη διάθεσή του για να κάνει κάτι απ’ όλα αυτά που θέτετε ως προϋποθέσεις; Ομολογία έκανε ο ληστής εκείνη τη στιγμή με συντετριμμένη την καρδιά και με λίγες λέξεις διέγραψε μια ζωή αμαρτίας και απιστίας. Τι ξέρετε εσείς για την δική μας «επόμενη ημέρα»; Πως ξέρετε πως ενεργεί ο Θεός στον καθέναν από εμάς; Πως ξέρετε για τον δικό μας πνευματικό αγώνα; Έχει ο Θεός το ίδιο μέτρο για όλους μας; Και πόσοι Άγιοι έγιναν Άγιοι ακριβώς επειδή ομολόγησαν και μαρτύρησαν; Και όλοι αυτοί οι λαϊκοί που ομολόγησαν, όπως στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, μήπως τώρα βρίσκονται στο πυρ το εξώτερον επειδή δεν ήσαν Άγιοι και επειδή βιάστηκαν και δεν εμπιστεύθηκαν την πρόνοια του Θεού; Δεν παίζει η δική τους αντίδραση να ήταν μέσα στο Σχέδιο του Θεού;

Σας ενοχλούν οι υβριστικές και προσβλητικές εκφράσεις. Συμφωνώ μαζί σας κι εμένα με ενοχλούν ειδικά στον εαυτό μου και κάθε φορά που πάνω στα νεύρα μου θα πω και κάτι παραπάνω το χιλιομετανιώνω. Πείτε μου όμως, διότι κάποια στιγμή σ’ αυτόν τον ιερό Τόπο θα πρέπει να μάθουμε να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Πως σας φαίνεται η πολιτισμένη, άψογη, αρχαιοπρεπής μάλιστα γλώσσα του Οικουμενικού Πατριάρχη; Κανένα ψεγάδι, καμμία παρεκτροπή, με το σεις και με το σας όπως λέει και ο λαός, όλος ευγένεια και αγάπη. Κι όμως, το δηλητήριο της αίρεσης με το οποίο έχει ποτίσει την Εκκλησία χρησιμοποιώντας αυτήν ακριβώς τη γλώσσα ρέει άφθονο. Αυτό δεν σας ενοχλεί; Διότι αν δεν σας ενοχλεί τότε έχουμε βασικό πρόβλημα ουσίας και δεν ξέρουμε για τι μιλάμε. Δεν ξέρουμε για ποιον Θεό μιλάμε, για ποια Εκκλησία μιλάμε, για ποιους Πατέρες μιλάμε, για ποια αλήθεια μιλάμε, για ποιο εκκλησιαστικό και ευαγγελικό βίωμα μιλάμε. Αν πάλι σας ενοχλεί και προτρέχω διότι ήδη γράφετε άρθρο επ’ αυτού, τότε με συγχωρείτε.

Δεν γνωρίζω αν το έχετε καταλάβει σεβαστέ π. Γιάγκου αλλά οι τελευταίες σας παράγραφοι, ειδικά οι τελευταίες δύο, συμφωνούν απόλυτα με την εξαιρετική ομιλία του π. Πέτρου Χιρς. Είμαι βέβαιη ότι την έχετε ακούσει. Από Αγγλικανός, έγινε Ρωμαιοκαθολικός και έπειτα Ορθόδοξος. Πως έγινε; Μπήκε σε μία απλή Εκκλησία που έτυχε μάλιστα να ήταν Ελληνική, μας λέει. Μέσα ήταν ο ιερέας, ο ψάλτης και μία γριούλα. Δεν έκαναν τίποτα παραπάνω εκείνοι για να τον πείσουν να αλλάξει την πίστη που τότε είχε, έκαναν απλά αυτό που πάντα έκαναν … ο ιερέας λειτουργούσε, ο ψάλτης έψελνε, η γριούλα προσευχόταν. Κι όμως, ο Θεός του μίλησε τότε χωρίς εκείνοι να κάνουν τίποτα παραπάνω από αυτό που πάντα έκαναν.Κρατήστε την πίστη σας μας λέει ο π. Χιρς, και τα υπόλοιπα θα τα κάνει ο Θεός.

Νομίζω πως οι πιο κατάλληλοι αποδέκτες αυτών των δύο τελευταίων παραγράφων που συμφωνούν και με το πνεύμα του π. Χιρς δεν θα έπρεπε να ήμασταν εμείς π. Γιάγκου αλλά όλοι εκείνοι που τρέχουν στους περιβόητους ‘διαλόγους’ με τους αιρετικούς προσπαθώντας με τα δικά τους λόγια να αντικαταστήσουν το έργο του Θεού. Τα αποτελέσματα αυτής της ύβρεως τα βλέπουμε, εμείς δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά ένα από τα θύματά της.


Η ευτυχία βρίσκεται μέσα στον ίδιο σας τον εαυτό



Η ευτυχία βρίσκεται μέσα στον ίδιο σας τον εαυτό, και Μακάριος είναι ο άνθρωπος που το κατάλαβε αυτό. Εξετάστε την καρδιά σας και δείτε την πνευματική της κατάσταση. Μήπως έχασε την παρρησία της προς το Θεό; Μήπως η συνείδηση διαμαρτύρεται για παράβαση των Εντολών Του; Μήπως σας κατηγορεί για αδικίες, για ψέματα, για παραμέληση των καθηκόντων προς το Θεό και τον πλησίον; Ερευνήστε μήπως κακίες και πάθη γέμισαν την καρδιά σας, μήπως γλίστρησε αυτή σε δρόμους στραβούς και δύσβατους.

Άγιος Νεκτάριος

Για τη ζωή του αμαρτωλού

Επιστολή στον κλειδαρά Ι. Τ. .
Κάποιος άνθρωπος κληρονόμησε μεγάλο πλούτο από τον πατέρα του. Όμως χρησιμοποίησε όλο τον κληρονομημένο πλούτο για το χτίσιμο, τη στερέωση και τη διακόσμηση ενός σπιτιού. Και ζούσε μόνος σ’ αυτό το σπίτι. Ούτε πήγαινε σε κανέναν ούτε δεχόταν κανέναν από τους καλούς ανθρώπους. Για τον εαυτό του δεν έδινε τίποτα˙ όλα για το σπίτι. Άπλυτος , αχτένιστος, με κουρέλια, άσιτος, τσιγκούνης για τον εαυτό του και τους άλλους, τα έδινε όλα μόνο για το σπίτι, στο οποίο έμενε. Χρόνια οι γείτονές του δεν μπόρεσαν να δουν το πρόσωπό του. Αλλά το σπίτι του απ’ έξω ήταν τόσο στολισμένο, ώστε ο καθένας από τους ξένους και τους περαστικούς αναφωνούσε από θαυμασμό. Άκουγε εκείνος ο άνθρωπος κάθε λόγο θαυμασμού για το σπίτι του, και αυτό ήταν η μόνη του ευχαρίστηση. «Πώς να ΄ναι εκείνος που κατοικεί σε τέτοιο παλάτι!», αναρωτιόντουσαν οι περαστικοί. 
Αλλά το πρόσωπο του νοικοκύρη κανένας δεν είδε...
Τελικά, όταν αυτός σκόρπισε για το σπίτι ό,τι είχε και δεν είχε, έφερε τον ίδιο του τον εαυτό μέχρι απελπισίας από την πείνα. Όμως μία μέρα χτύπησε κεραυνός το σπίτι του, και το έκαψε. Και το σπίτι κάηκε από τις φλόγες, και εκείνος με δυσκολία σώθηκε βγαίνοντας στο δρόμο. Βλέποντάς τον ο λαός στην πόλη, φοβήθηκε, αφού ήταν σαν σκιάχτρο: μαύρος, ξερός, κουρελιασμένος, ακάθαρτος. Και ο καθένας τον απέφευγε σαν κάποιο τέρας. 
Στην απελπισία του πήρε τον δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη, ούτε ξέροντας και ο ίδιος που πάει. Στον δρόμο τον συνάντησαν κάποιοι τσιγγάνοι, και είπαν μεταξύ τους: αυτός είναι ταιριαστός για το εμπόριό μας! Κι έτσι οι τσιγγάνοι τον έπιασαν, τον παραμόρφωσαν ακόμα περισσότερο, του έβγαλαν τα μάτια, του έσπασαν τα χέρια και τα πόδια, και έφυγαν μαζί του για να ζητιανεύουν ανά τον κόσμο.

Εκείνος ο άνθρωπος παριστάνει την ψυχή του αμαρτωλού. Ο μεγάλος πλούτος είναι τα μεγάλα δώρα του Θεού. Το χτίσιμο, το στερέωμα και το στόλισμα ενός σπιτιού σημαίνει τη φροντίδα αποκλειστικά για το σώμα και τη σαρκική ζωή. Αφρόντιστος, κουρελιασμένος, και άσιτος άνθρωπος είναι η παραμελημένη, γυμνή και άσιτη ψυχή μέσα στο σώμα. 
Ο κεραυνός είναι ο ξαφνικός θάνατος. Οι άνθρωποι στην πόλη, οι οποίοι τον αποστρέφονται σαν κάποιο τέρας, είναι οι άγγελοι του Θεού, οι οποίοι αποστρέφονται τη σιχαμερή ψυχή του αμαρτωλού. Οι τσιγγάνοι σημαίνουν τα μαύρα δαιμόνια, που αγαπούν και πιάνουν όμοιούς τους.

(Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνον η πίστη…». Ιεραποστολικές επιστολές Β’, Εκδόσεις «Εν πλω», 2008. Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη)

(Πηγή ηλ. κειμένου: orp.gr)

Πώς τολμάς να διδάσκεις το λαό; Εμείς οι ιερωμένοι μόνον έχουμε την εξουσία να διδάσκουμε!

Γιατί οι άνθρωποι εχθρεύονται την αλήθεια;

«Και ελθόντι αυτώ εις το ιερόν προσήλθον αυτώ διδάσκοντι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι τον λαού λέγοντες· εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς, και τις σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην;» (Μτ. 21, 23). 
Γιατί έκαναν στον Κύριο Ιησού Χριστό μία τέτοια ερώτηση; Και είναι σίγουρο ότι τον ρώτησαν με θυμό. «Πώς τολμάς εσύ να διδάσκεις το λαό; Ποιος σου το επέτρεψε, ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα; Εμείς μόνον έχουμε την εξουσία να διδάσκουμε το λαό».
Την απάντηση που τους έδωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να δώσει. Αν στη θέση του βρισκόταν κάποιος που δεν είχε εξουσία να διδάσκει θα έχανε τον εαυτό του μπροστά στους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους και το πρώτο πράγμα που θα προσπαθούσε να κάνει θα ήταν να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Ο Χριστός δεν τους απάντησε ευθέως. Τους έδωσε μία απάντηση που δεν την περίμεναν. Αντί να δικαιολογεί τον εαυτό του και να τους προβάλλει επιχειρήματα, που να δικαιολογούσαν την εξουσία του να διδάσκει τον λαό, τους ελέγχει και τους αναγκάζει να παραδεχτούν πως δεν έχουν δίκαιο σ’ αυτά 
που λένε.
Τους είπε: «Ερωτήσω υμάς καγώ λόγον ένα, ον εάν είπητέ μοι, καγώ υμίν ερώ εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ. Το βάπτισμα Ιωάννου πόθεν ην, εξ ουρανού ή εξ ανθρώπων; οι δε διελογίζοντο παρ’ εαυτοίς λέγοντες· εάν είπωμεν, εξ ουρανού, ερεί ημίν, διατί ουν ουκ επιστεύσατε αυτώ· εάν δε είπωμεν, εξ ανθρώπων, φοβούμεθα τον όχλον· πάντες γαρ έχουσι τον Ιωάννην ως προφήτην. Και αποκριθέντες τω Ιησού είπον· ουκ οίδαμεν. έφη αυτοίς και αυτός· ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ» (Μτ. 21, 24-27).
Μ’ αυτή την απάντηση ο Κύριος τους έφερε σε αδιέξοδο. Τους ανάγκασε να αποκαλύψουν μπροστά σε όλους τη δολιότητα και την ακαθαρσία τους. Και αφού όλοι είδαν την υποκρισία και την πονηριά τους, πώς τολμούν να Τον ρωτάνε με ποια εξουσία το
κάνει; Γι’ αυτό Του είπαν μόνο· «ουκ οίδαμεν».
Ήξεραν, ήξεραν πάρα πολύ καλά, αλλά δεν ήθελαν να απαντήσουν. Γνώριζαν ότι το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν από τον Θεό. Όλος ο απλός λαός, άνθρωποι με καθαρή καρδιά, πίστευε ότι το βάπτισμα του Ιωάννου ήταν από τον Θεό. Με προσοχή και ευλάβεια άκουγε ο λαός το κήρυγμα της μετανοίας. Είναι αδύνατον να μην καταλάβαιναν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού ότι ο Ιωάννης είναι μεγάλος προφήτης και απεσταλμένος του Θεού. Μερικοί απ’ αυτούς πήγαν στον Ιωάννη και έλαβαν το βάπτισμά του, αλλά τέτοιοι ήταν λίγοι. Οι περισσότεροι δεν το δεχόταν γιατί είχαν στο νου τους τον εξής λογισμό: «Είναι δυνατόν εμείς οι πνευματικοί ηγέτες του λαού να πάμε στον Ιωάννη; Πώς θα λάβουμε το βάπτισμἀ του; Πώς θα μετανοήσουμε ενώπιον όλου του λαού; Αν το κάνουμε αυτό θα πληγεί το κύρος μας. Ο λαός μάς θεωρεί μεγάλους πνευματικούς ηγέτες, δεν μπορούμε εμείς να πάμε στον Ιωάννη, για να μην πέσουμε στα μάτια του λαού».
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πλανεμένοι, δεν ήθελαν να παραδεχτούν την αλήθεια, δεν ήθελαν να ακολουθήσουν την οδό της δικαιοσύνης γιατί αυτό δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Πώς να παραχωρήσουν τα πρωτεία τους στον Ιωάννη ή στον Ιησού; Η καρδιά τους δεν μπορούσε να ησυχάσει· παρακολουθούσαν το Χριστό, το κήρυγμά Του και Τον ζήλευαν. Έβλεπαν τη δύναμη του λόγου Του, έβλεπαν πως ο λαός Τον ακολουθεί και αυτό τους τρόμαζε. Αν ακολουθούν το Χριστό, τότε αυτό σημαίνει ότι προτιμούν Αυτόν. Γι’ αυτό Τον μισούσαν και Του δημιουργούσαν εμπόδια…
Αυτοί λοιπόν ήταν οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Αλλά και μεταξύ μας υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι. Τέτοιοι υπήρχαν πάντα αρκετοί σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλους τους λαούς. Πολλές φορές δεν θέλουμε να παραδεχτούμε την αλήθεια, η οποία είναι φανερή και το καταλαβαίνουμε στο βάθος της καρδιάς μας. Στασιάζουμε εναντίον της αλήθειας, αυτή μας εμποδίζει γιατί η οδός που ακολουθούμε δεν είναι η οδός της δικαιοσύνης. Μόνοι μας βάλαμε για μας τους σκοπούς που θέλουμε να πετύχουμε στη ζωή μας. Και οι σκοποί αυτοί απέχουν μακριά από τους πραγματικούς που είναι η αγιότητα και η δικαιοσύνη. Έτσι και ο δρόμος που ακολουθούμε είναι σύμφωνος με τους σκοπούς μας. Γι’ αυτό όταν βλέπουμε το φως της αλήθειας να λάμπει μπροστά μας, την πρώτη στιγμή χάνουμε τον εαυτό μας, μετά αρχίζουμε να μισούμε την αλήθεια, να την αποστρεφόμαστε και στο τέλος να την πολεμάμε.
Δεχόμαστε μόνο εκείνες τις διδασκαλίες που τρέφουν την φιλαυτία και τον εγωισμό μας και μας βοηθάνε να ακολουθούμε το δικό μας δρόμο, το δρόμο της αμαρτίας. Πολεμάμε κάθε τι που έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς μας, κάθε τι που ελέγχει την ματαιότητα του λανθασμένου δρόμου μας. Πολεμάμε την αλήθεια γιατί ακολουθούμε τις διδασκαλίες που μόνοι μας δημιουργήσαμε ή που τις έχουμε ακούσει από τους άλλους. Αυτές που είναι σύμφωνες με την επιθυμία μας, για να ζούμε καλά σ’ αυτή τη ζωή.
Ότι συμφωνεί με τους σκοπούς μας και το δρόμο που έχουμε διαλέξει, το θεωρούμε αληθινό. Το δεχόμαστε ανεπιφύλακτα και το προβάλλουμε ως επιχείρημα για να υπερασπίσουμε τις δικές μας πεποιθήσεις και τις λανθασμένες διδασκαλίες που ακολουθούμε, οι οποίες δεν συμφωνούν μ’ αυτά που δίδασκε ο Χριστός και για τις οποίες στο βάθος της καρδιάς μας γνωρίζουμε πως δεν είναι σωστές. Και όταν ακούμε το κήρυγμα του Χριστού προβάλλουμε αντιρρήσεις όσο περισσότερες μπορούμε. Μπορεί και να μην είναι αλήθεια αυτό που λέμε, αυτό όμως δεν μας σταματάει.
Μήπως και κάποιος από μας, αν βρισκόταν στη θέση που βρέθηκαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού, θα έκανε αυτό που έκαναν και εκείνοι και στην ερώτηση του Κυρίου θα απαντούσε: «Δεν γνωρίζω»; Μπορεί. Αλλά θα μπορούσε να κάνει και κάτι χειρότερο – αντί να παραδεχτεί την αλήθεια, να άρχιζε να την διαστρεβλώνει, να ψευδολογεί και να την βλασφημά. Αυτό συναντάμε πολλές φορές στους ανθρώπους που έχουν αρνηθεί τον Χριστό και ακολουθούν το δικό τους δρόμο.

Απ’ αυτό να μας φυλάξει ο Κύριος, να μη γίνουμε όμοιοι με τους γραμματείς και τους φαρισαίους. Να μας βοηθήσει να ακολουθούμε πάντα την οδό της δικαιοσύνης μέσα στο φως του Χριστού. Αμήν.

Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας